“Φίλοι και συνοδοιπόροι μου,
Να λυπάστε το έθνος που είναι γεμάτο θρησκεία κι άδειο από πνευματικότητα.
Να λυπάστε το έθνος που φορά ένα ρούχο που δεν το έχει υφάνει, που τρώει ψωμί που δεν το έχει θερίσει και πίνει κρασί που δεν έχει τρέξει από το πατητήρι του.
Να λυπάστε το έθνος που αποκαλεί τον βίαιο άνθρωπο ήρωα, και βλέπει το λαμπροφορεμένο κατακτητή γενναιόδωρο.
Να λυπάστε το έθνος που περιφρονεί το πάθος στ’ όνειρό του, κι ωστόσο γίνεται σκλάβος στο ξύπνιο του.
Να λυπάστε το έθνος που δεν υψώνει τη φωνή του, παρά μόνο σαν βρίσκεται σε κηδεία, δεν υπερηφανεύεται, παρά μόνο μέσα στα δικά του αρχαία μνημεία και δεν ξεσηκώνεται παρά μονάχα όταν ο λαιμός του βρίσκεται ανάμεσα στο σπαθί και στην πέτρα.
Να λυπάστε το έθνος που έχει μια αλεπού για κυβερνήτη, ένα ταχυδακτυλουργό για φιλόσοφο, και έχει μπαλωματήδες και μίμους για καλλιτέχνες.
Να λυπάστε το έθνος που υποδέχεται το νέο του κυβερνήτη με σαλπίσματα και τον αποχαιρετά με γιουχαΐσματα για να καλωσορίσει και πάλι άλλον με σαλπίσματα.
Να λυπάστε το έθνος που οι σοφοί του έχουν σιωπήσει από χρόνια και οι γενναίοι του άνδρες ακόμη δεν έχουν απογαλακτιστεί.
Να λυπάστε το έθνος που είναι χωρισμένο σε κομμάτια, και που κάθε κομμάτι θεωρεί τον εαυτό του έθνος.”