Η κοινωνία όπου όλες οι δράσεις και συμπεριφορές, διέπονται από το εμπορικό πνεύμα, όπου “τα πάντα” έχουν ένα κόστος, αλλά τίποτα δεν έχει “αξία”, όπου ακόμα και ότι δεν είναι οικονομικής ή εμπορικής φύσης -δεσμοί ή κοινωνικές σχέσεις- θεωρείται εμπορικό υποκείμενο. Η κοινωνία της αγοράς -όρος προτιμότερος του όρου “καπιταλιστική κοινωνία”- κυριαρχεί στον δυτικό πολιτισμό, υπερβαίνοντας πολιτικά καθεστώτα, και παρά το ότι έχει τις ρίζες της στα δόγματα του φιλελευθερισμού, λειτουργεί καλά και με την διαχείριση του κράτους πρόνοιας και μπορεί να μην συνδέεται αναγκαστικά με την οικονομία της αγοράς ή τον οικονομικό μερκαντιλισμό. Κυριαρχούμενη από το πνεύμα του υπολογισμού, χαρακτηριστικό της αστικής κοινωνίας, μείωσε την ποικιλομορφία των κοινωνικών λειτουργιών και την πολλαπλότητα των κοινωνικών σχέσεων σε ένα εμποροκρατικό οικονομικό μοντέλο, ως αν η κοινωνία να ήταν μία αγορά και το κοινό καλό ένα άθροισμα συναλλαγών μεταξύ των τάσεων ατόμων και κοινωνικών ομάδων. Άλλα χαρακτηριστικά της είναι ο υλισμός και η απο-ιεροποίηση. Σε αντίθεση με την Παραδοσιακή πόλη που είχε ως κέντρο της την Ακρόπολη, δηλαδή το Ιερό, η “πόλη” της εμποροκρατίας έχει αναδείξει ως “καρδιά” της το εμπορικό κέντρο, χαρακτηριστικό του πνεύματος που διέπει την κοινωνία της “Δύσης”. Ειδικά από την καθοριστική περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης και έως σήμερα ο “νόμος της προσφοράς και της ζήτησης” έχει επιβληθεί ως “θέσφατο”. Διαμορφώθηκε δε, ένας ανθρώπινος τύπος “goyim” όπου η έννοια “έχω” υποκαθιστά την έννοια “είμαι”. Η κοινωνία της αγοράς έρχεται σε αντίθεση με μία δίκαιη κοινωνία όπου κυριαρχείται από έναν ανώτερο συνεκτικό ηθικό νόμο.