Μία πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση για την παρακαταθήκη του Πλήθωνα Γεμιστού, από τον Νεοπλατονιστή της ιταλικής Μασσωνίας, Μορένο Νέρι.
(Χρειάζεται κατανόηση για τα ελληνικά του συγγραφέα που δεν είναι και τόσο καλά και καλό θα ήταν να μην μείνει κανείς στην μασσωνική αφετηρία του, αν και οπωσδήποτε λαμβάνεται υπ’ όψιν στο κείμενο.)
Η ιστορία ενός πολιτισμού είναι η ιστορία τών ιδεών πού γίνονται πράξη. Οτιδήποτε είχαν ακούσει οι πλατονικοί ή οι άλλοι μύστες, κατώρθωσαν σποραδικά να τού διαθέσουν μετρημένες ενέργειες με λόγια καί πράξεις, αρκετά πρίν οι σύγχρονοι γιατροί αρχίσουν να μετράνε τα ηλεκτρικά κύματα τού εγκεφάλου γιά τα παθολογικά αίτια. Εκείνοι είχαν αναπτύξει επίσης ορολογίες και επικοινωνούσαν μεταξύ τους. Καί δέν υπάρχει επίπεδο στό οποίο ο ειδικευμένος ιστορικός να μήν μπορεί ευκολότατα να ακολουθήσει ατραπούς προκειμένου να ψάξη να διαπραγματευτή παρόμοια φαινόμενα, είτε γιά να τα ωραιοποιήση είτε για να τα αμφισβητήσει.
Δέν υπάρχει επίσης καμία αμφιβολία ότι οι Πλατονικοί, όλοι οι Πλατονικοί καί κάθε Πλατονικός, ενοχλούν ή ενοχλεί εξ αιτίας τής προνοητικής καί τακτοποιημένης διάνοιας. Ο Γεμιστός έφερε στήν Ιταλία μία ποικιλία τού Πλατονισμού και είναι εκτιμητέον το ότι έκανε τήν αρχή σε μία αναγέννηση.
Ας μού συγχωρεθεί εάν, και εγώ, έκανα τήν αρχή σ’αυτή τήν σχέση με μία επίκληση στόν Ezra Pound, από το –έργο του- Οδηγός στό Πολιτισμό, αλλά το θέμα πού αντιμετωπίζω σήμερα είναι, κατά κάποιο τρόπο, μιά ιδανική συνέχεια τών όσων έχω ήδη πεί στήν στρογγυλή τράπεζα επί «Ezra Pound καί Sigismondo Malatesta”, πού πραγματοποιήθηκε στό Montefiore Conca στίς 16 τού περασμένου Ιουνίου.
Προσέχοντας να μήν ακολουθήσουμε τίς ατραπούς πού πάτησε ο Pound, ακόμα και από τήν οπτική γωνία τού προσεκτικού – ειδικευμένου- ιστορικού, εκείνο πού είναι σίγουρο είναι ότι ο πλατονισμός, μέσα στήν ιστορία τών ιδεών, πάντα είχε τό ρόλο τού να αναγεννήση μία μεταμόρφωση τής αίσθησης και είναι δυνατόν να καθορισθή λογικά ‘ότι αυτό, σωστά κατανοούμενο, πάντα είχε τό χρέος, πολλές φορές σιωπηρό, να μεταδίδη τέτοια συστήματα γνώσης μέσω ενστίκτου, όχι μόνον γιά επιβάλει μία απλή αποζημίωση στή μνήμη τού μύθου και τού συμβόλου, αλλά γιά να επανα-προσανατολίση τή γνώση. Ακριβώς τή στιγμή κατα τήν οποία από τή μία πλευρά η πίεση τού Ισλάμ απειλούσε να θάψη μία παραδοσιακή γνώση, και από τήν άλλη ή έλλειψη τής υπερασπιστικής ελευθερίας από τήν Καθολική Εκκλησία – προσκολλημένης σε μία πάντα πιό σκληρή εποχιακήν ισχύ-, από τήν άλλη πλευρά ακόμα η τσιφλικάδικη ικανότητα τής Ορθόδοξης Εκκλησίας πού δέν ήταν και από τίς τελευταίες αιτίες τής καταστροφής τής Κωνσταντινούπολις, η πράξη τού Πλήθονα να μεταφέρη στήν Ιταλία και ως εκ τούτου στήν Ευρώπη και σιγά-σιγά σε όλη τη Δύση, το μοντέλλο τής πλατονικής Ακαδημίας και τής Ακαδημίας του τού Μυστρά, υπήρξε το τελευταίο φωτεινό επιχείρημα τής Ελλάδος στο να απελευθερώση τόν άνθρωπο από τόν σεβασμό – προσκόλληση- σε μία τάξη υλιστική, βαριά, άκαμπτη από τή γερασμένη Σχολαστική καί να πειραματιστή τήν Ελευθερία, διαχωρίζοντας τήν ψυχή από τίς πολύ ξεκάθαρες ερωτήσεις, από πάρα πολύ εύκολες απαντήσεις, από πολύ απλές καί φανερές –ξεκάθαρες- αναλύσεις.
Ενας νέος κόσμος ξαναγεννιέται με τα λόγια τού Πλήθονα στό 1438. Εκείνος τού Πυθαγόρα καί Πλάτονα, εκείνος τών αρχαίων θεών πού δημιουργούν έναν μυημένο καί τόν εμπνέουν, κάνοντάς τον να επικοινωνή με άλλους κόσμους. Γιά πάνω από εικοσιπέντε αιώνες, οι μυητικές κοινότητες έχουν ζήσει στή σκιά Διδασκάλων σάν αυτόν πού τούς έχει διδάξει να παντρεύουν τίς ιδέες με τήν ενέργεια καί τήν παθιασμένη αναζήτηση τού Αληθινού, τού Δίκαιου καί τού Ωραίου, τού Υπέρτατου Καλού, τού Ενός, τού Ηλιου. Ελληνικές και Λατινικές Ακαδημίες συντήρησαν καί συνέχισαν αυτό το κληροδότημα. Οι ιταλικές και ευρωπαϊκές Ακαδημίες τού XVκαί XVI αιώνα, αναδειχθείσες από τόν Πλήθονα, καί οπότε οι σοφές κοινωνίες τής Ηλικίας τών φώτων καί τής αμερικανικής καί γαλλικής Επαναστάσεως προσπάθησαν να τίς διατηρήσουν, με κοινή αναζήτηση μιάς αλήθειας, τουλάχιστον μιάς ιδέας διαφώτησης από εκείνο το φώς. Με τήν Αναγέννηση ξαναγεννιέται εκείνη η εθνικιστική ώθηση υπερασπιζόμενη από τόν Πλήθονα στήν Ελλάδα και από τόν Μακιαβέλλι στήν Ιταλία. Οπου υπάρχει ΑΝΑ (RI), τότε υπάρχει εκείνη η αστρολογική επανάσταση, εκείνη η πυθαγορική παλιγγεννεσία τήν οποία ο Πλήθων γνώριζε καλά.
Δέν θα ήθελα οι απόψεις τού Pound να χαρακτηρισθούν φαντασίες, έτσι όπως εκείνες τού Del Piano καί τού Mitchell. Mα δέν θα μάς είναι δυνατόν να καταληφθούμε από τήν εντύπωση ότι εκείνοι οι αναζητητές τής λάμψης, μένουν χλωμές καί φευγάτες παρουσιάσεις μιάς κοινότητας πού ζεί μέσα στή Παράδοση σάν να είναι το παρών της. Βέβαια λιγότερο ευδιάκριτες σήμερα απ’ότι τήν εποχή τού Pound, ακόμα υπάρχουν εκείνες οι εσωτεριστικές ομάδες τών ποιητών, τών καλλιτεχνών και τών προνοητικών οι οποίοι ακόμα τόν περασμένο αιώνα ενέπνεαν τη φιλολογία και τίς τέχνες. Και ίσως ενώ νοιώθουμε πίκρα για τήν εξαφάνισή τους, τήν ίδια στιγμή σιγα-σιγά ξαναπέρνουν ζωή μέσα από τη σιωπή. Το θέμα τούRI, – λέγεται -, εκ τού renovatio είναι σφικτά δεμένο στήν αστρολογική κουλτούρα. Ισως δέν μάς είναι μακρυνοί οι καιροί πού πιστευόταν ότι το παρελθόν θα ξαναγεννιόταν μέσα τους και ότι οι έλληνες θα ξαναζούσαν στίς πέτρες, στίς απεικονίσεις και στα λόγια τών τεχνιτών τής Αναγεννήσεως. Ακόμα, γιά κάποιον, εκείνοι οι καθορισμοί έχουν μιά αίσθηση, επικοινωνούν, αναφέρονται σε εμάς, ζούν μαζί μας, βρίσκονται μέσα στόν χρόνο πού μάς έχει παραχωρηθεί καί τούς απευθείνουμε τίς ερωτήσεις πού θα θέλαμε να επευθείνουμε σε εμάς τούς ίδιους. Εάν το πνεύμα τού ιστορικού διευρυνθεί, εάν δέν προσαράξει στίς ξέρες πού είναι στίς γωνιές χωρίς έξοδο, εάν ξέρει να συμπλέξη τίς διαστάσεις τού διαστήματος καί τού χρόνου φαινομενικά τόσο αταίριαστες, θα ξαναβρεί τη μονάδα τού πολλαπλάσιου, το αυθεντικό από το διάφορο καί θα διαγράψη μιά γιά πάντα τήν αντίθεση ανάμεσα στό μέλλον και στό παρελθόν. Ο Πλήθων πίστευε στήν αρμονία τού κόσμου. Σε καθορισμένες ώρες τής ημέρας και τής νύχτας τα μάτια του υψώνονταν πρός τήν αόρατη ουράνια πόλη και στόν Ολυμπο τών θεών. Ενώ άλλοι διέκριναν ένα όμορφο μπλέ χαλί κεντημένο από φωτάκια, ο Πλήθων καί οι μαθητές του κατάφερναν να δούν ένα άλλο θέαμα. Γύρω από τόν Ηλιο, όπως μάς πληροφορεί ο Mακρόβιος, «ο οποίος στέκεται σε θρόνο πάνω απ’ τούς άλλους και τούς κυβερνάει καί τούς οδηγεί», αστέρια καί ομάδες αστεριών δημιουργούν ένα ύφασμα από το οποίο προέρχονται όλα τα γήϊνα υφάσματα.
Οσο και άν μπορεί να φανεί παράλογο, ακόμα και σήμερα υπάρχει κάποιος πού ζεί όπως πιστεύεται μέσα στήν αρμονία τού κόσμου. Είναι οδοιπόροι, φιλοξενούμενοι οι οποίοι ακόμα κατοικούν στόν κόσμο εδωκάτω και οι οποίοι ακόμα δέν εγκαταλείπουν. Αντίθετα, το όνειρο αντέχει.
Βεβαίως ο Sigismondo υπήρξε ο πιό αξιοσέβαστος ανάμεσά τους. Ο Sigismondo, βεβαίως, όπως λέει ο Adrian Stokes ήταν «oversize», έξω από κάθε μέτρο, αλλά μέσα στή Πόλη ήξερε να τηρεί τις αναλογίες.
Στό Ρίμινι μετά το Arco e Ponte, τής χρυσής ρωμαϊκής εποχής τού Virgilio, κάτω από το ηλιακό Granchio αναπαύεται το Κάστρο και ο Ναός. Πραγματοποιεί, όχι με τή σκέψη αλλά με τό έργο, το πνευματικό Είναι , σε μία θετική και καθολική άσκηση τής ψυχοσύνθεσης. Ο Roberto Assaggioli μάς διδάσκει: “ O Titurel βρίσκει και διαλέγει τούς συνεργάτες του και δημιουργεί έτσι τήν Ομάδα καί διευθύνει τίς δραστηριότητες. Αυτό είναι ένα σύμβολο τής ενδοπροσωπικής ψυχοσύνθεσης. Μέ συνεργασία, οι Ιππότες οικοδόμησαν τό Κάστρο καί τόν Ναό. Το Κάστρο είναι το σύμβολο τής ισχύος, ενώ ο Ναός είναι το σύμβολο τής θρησκευτικής υπόστασης, τής Αγάπης, είναι ο χώρος τής κοινωνίας με το Πνεύμα…το Κάστρο κατασκευάζεται γιά άμυνα από τίς εχθρικές επιθέσεις σε ολόκληρη τήν επικράτεια πού είχε επιλεγεί σάν διαμονή τών Ιπποτών, ενώ ο Ναός ήταν ο χώρος όπου εκείνοι τελούσαν τίς τελετές τους…το Κάστρο αντιπροσωπεύει τήν ανθρώπινη υπόσταση και τήν αναφορά πρός τόν έξω κόσμο και ο Ναός αντιπροσωπεύει τήν εσωτερική ζωή και τήν πηγή τής έμπνευσης γιά τίς εξωτερικές δραστηριότητες.”
Oταν ο Sigismondo απελπίζεται στο να μπορέσει να αποτελειώσει το δικό του σαλόνι τής σκέψης, ο Ναός – και σε τελική ανάλυση, ποιός Ναός έχει τελειώσει; – εναποθέτει σάν σφραγίδα τού ασυμπλήρωτου έργου το σύμβολο τού Διδασκάλου, τού Μυητή: φιλοξενεί τίς στάχτες τού Πρίγκηπα τών Φιλοσόφων, τού άλλου Πλάτονα.
Ο Πλήθων, λοιπόν, μυητής τής Αναγέννησης: είναι αλήθεια. Ολο αυτό είναι αλήθεια, αλλά η κατευθείαν προσφορά τού Πλήθονα στήν ανάπτυξη τού δυτικοευρωπαϊκού πολιτισμού μας, έστω επιφανειακά, ήταν πολύ περισσότερη από αυτό.
Η παρουσία του, όντως, προηγείται απεριόριστα και μαζί, με πολύ λεπτό τρόπο, οι πιό δυνατές δημιουργικές παρορμήσεις τού πολιτισμού τίς οποίες η Αναγέννηση κατώρθωσε να μάς μεταδώση. Ο Πλήθων μοιάζει να έχει φτιάξει πραγματικά ένα θαύμα, μία μαγεία. Θα πρέπει να έχουμε τήν υπερβολικά πλατονική οπτασία ενός ήλιου ευεργέτη ο οποίος με τήν ακτινοβολία του κάθε πράγμα πού αγγίζει το μεταμορφώνει, το μεταβάλει, το κάνει να αναπτύσεται, να αλλάζει. Πραγματικά είναι σάν με το γρήγορο πέρασμά του στή Δύση, ο Πλήθων, σάν ένας ανθρώπινος Θεός ή ένας θεϊκός υφαντής, να έχει περιπλέξει τα νήματα ενός μοντέλου ιδεών οι οποίες βαθμηδόν θα κατώρθωναν, σάν ένα ένζυμο, να εισχωρήσουν και να μεταμορφώσουν τη συνείδησή μας, τη συνείδηση τής Ευρώπης και εκείνη τής Δύσης. Αυτές οι ιδέες είναι σάν αναφορικές λεπτομέρειες τού ονείρου του: πειστικό, αλλά όχι απαραίτητα κατανοητό σάν μία συνολικότητα. Ισως γιατί η Ιδέα τού Πλήθονος, όπως αυτή τού Πλάτονος και όπως το Ενα τού Πυθαγόρα, επιβεβαιωμένα, είναι ένα όνειρο, είναι η αιτία εξ αιτίας τής οποίας λησμονήθηκε ο Πλήθων. Ισως γιατί το πεπρωμένο του ήταν εκείνο τού να παραμείνει μία σκιά, όπως στήν απολογία τής σπηλιάς τού Πλάτονος, για τόν όχλο πού μάς μιλά ο Valturio, και να γίνη φώς μόνο γιά λίγους. Εκείνοι πού μόλις ξύπνησαν ξέρουν να συγκρατήσουν το όνειρο, το ενστερνίζονται και ξέρουν να καρποφορήσουν τα ενυπάρχοντα διδάγματα, τήν Ιδέα, εκείνα τα αρχέτυπα τα οποία παραπέμπουν στή μοναδικότητα τού Θεού, στή φροντίδα του για τήν Ανθρωπότητα, στήν αθανασία τής ψυχής.
Ο κατάλογος τών πρωταγωνιστών τής αναγέννησης τούς οποίους άγγιξε ο Πλήθων, άμεσα ή έμμεσα, και οι οποίοι ηξεραν να συγκρατήσουν τίς λεπτομέρειες τού ονείρου, καταστράφηκε και καθε μία από αυτές τίς γόνιμες σχέσεις θα καθιστούσε απαραίτητη και μία ιδιαίτερη διάλεξη.
Γινόταν αναφορά στον Machiavelli τού οποίου το σχέδιο τού ιταλικού έθνους έχει αξιοσημείωτα σημεία επαφής με τήν δυνατή επιθυμία γιά ένα ελληνικό έθνος τού φιλόσοφου τού Μυστρά. Ακουμπάει τόν Paolo Toscanelli Del Pozzo και κατά συνέπειαν τόν Cristoforo Colombo: υπερσκελίζονται οι στήλες τού Ηρακλέους τής Σχολαστικής και ανακαλύπτεται η Αμερική! Εκτοτε ο Ανθρωπος δέν θα ταξιδεύει πιά δίπλα στήν ακτή, αλλά θα γίνη ικανός να εκτοξευτή στόν άγνωστο ωκεανό.
Εικονογραφεί το πυθαγόρειο μυστικό τού ηλιοκεντρισμού, ήδη γραμένο εν αφθονία στό Σχόλιο στό Ονειρο τού Σκιπίονος τού Macrobio καί αποτυπωμένο σε πέτρα στήν Cappella τών Πλανητών τού Ναού. Θα έλθη η σειρά μετά από λίγο περισσότερο από έναν αιώνα καί λιγότερο από δύο, τών Copernico, Keplero καίGiordano Bruno. Αγγίζει άμεσα τόν Cosimo De Medici και έμμεσα τούς Marsilio Ficino, Pico della Mirandola, Campanella μέχρι τόν Giordano Bruno. Ο Lorenzo Vallaαγγίζεται σχετικά λιγότερο από το De Differentiis και δέν γράφει μόνον τοDialecticae Disputationes, αλλά επί πλέον φθάνει να κατηγορήση τήν παρανομία τής εποχιακής ισχύος τού Παπισμού πού βασιζόταν πάνω σε μία κάλπικη «Δωρεά τού Κωνσταντίνου» . Καταπληκτική σάν τήν εκτέλεση ενός αλχημικού opus είναι η συνάντηση με τόν Nicola da Cusa: o Cusano, ήδη βαθύς πλατονιστής και φίλος τών ιταλών ανθρωπιστών, είναι πάνω στό ίδιο πλοίο τού στόλου τής Ανατολικής αντιπροσώπευσης σε ταξείδι πρός το Συμβούλιο τής Ferrara-Firenze. Το τί είπαν ο Γεμιστός και ο Νικόλαος δέν είναι γνωστό. Ομως από τήν ίδια τήν κατάθεση τουCusano ήταν τότε πού τού ήλθε η έμπνευση γιά το μεγάλο του έργο, De Docta Ignorantia, και επίσης για το υπόλοιπο τής δημιουργίας του.. Πάνω στό πλοίο με τόν Πλήθονα αντιλαμβάνεται τήν ισχυρή παρουσία τού υπερουράνιου, τήν σύμπτωση τών αντιθέτων, τόν επανασυμβιβασμό τών διαφορετικών κόσμων (διαφορετικές θρησκείες, διαφορετικές φιλοσοφίες), και έτσι, διά μέσου τών περιπλεγμένων και κεντρικών ιδεών στήν προοπτική τού Πλήθονος, ανοίγει τόν κλειστό αριστοτελικό κόσμο με έναν επιρρεασμό πού αγγίζει τούς Bruno, Copernico, ακόμα και τόν Leibniz. Γεννιούνται Ακαδημίες, όμοιες με αυτές τού Μυστρά , αμέσως στό Ρίμινι – μάλλον ταυτόχρονα μέσα στο ίδιο το 1406, όμως δέν είναι αυτό το αντικείμενό μας -, και μετά στή Firenze στό Careggi, στή Napoliστήν Pontaniana, στή Roma η Romana με τον Pomponio Leto και Platina, φίλο τών τελευταίων ημερών τού Sigismondo, μετά η Vitruviana, πού θα μετοικήση στήVicenza, και εκείνη τού Bessarione, πρώτα στη Ρώμη και μετά στή Venezia, από εδώ θα προέλθη εκείνη τού Αldo Manuzio, o πρώτος μας μεγάλος εκδότης στόν τύπο.
Πόσα ονόματα στήν τέχνη θα ήταν δυνατόν να παρατεθούν: κατευθείαν από τόνLeon Battista Alberti στόν Pietro della Francesca πού δέν εξηγείται χωρίς Βησσαρίωνα και ως εκ τούτου χωρίς Πλήθονα, εμμέσως από τόν Benozzo Gozzoliστόν Botticelli, από τόν Leonardo στόν Giorgione μέχρι τον Durer, από τόν Palladio φτάνοντας μέχρι τόν Christofer Wren στήν Αγγλία. Θα ήταν αρκετό να κλείσουμε τα μάτια, να βάλουμε ένα δάκτυλο στο ονομαστικό ευρετήριο ενός τόμου τής Αναγέννησης και με σχεδόν απόλυτη σιγουριά να πούμε: προέρχεται από Ακαδημία. Φθάνει ο Πλήθων καί όλα είναι μία ραγδαία άνθηση στά βιβλία – Πλάτων, Πλωτίνος, Πορφύριος, Ιάμβλιχος, Πλούταρχος, Ψελλός και έπεται συνέχεια -, σε αντιγραφές περασμένες από χέρι σε χέρι, δανεισμένες, μεταφρασμένες, πρώτα αντεγραμένες στό χέρι και μετά τυπωμένες με τα πιεστικά τα σημαδεμένα με το δελφίνι τού Manuzio – τα ίδια χαρούμενα δελφίνια πού ήδη υπήρχαν στόν Ναό. Με τα κληροδοτήματα στή Φλωρεντία τών Μεδίκων και στή Βενετία τού Βησσαρίωνος, παίρνουν ζωή οι πρώτες δημόσιες βιβλιοθήκες, η Λωρεντιανή και η Μαρκιανή. Είναι αλήθεια ότι στο όνειρο τού Πλήθωνος υπάρχει η υπόσχεση γιά χιλιάδες διακηρύξεις. Τα κομμάτια τού ονείρου του είναι όπως οι σπόροι ενός φρούτου, μπορούμε να υπολογίσουμε τόν αριθμό, αλλά θα κουραστούμε να υπολογίσουμε τόν αριθμό τών φρούτων γιά κάθε σπόρο, γιατί στόν καθένα υπάρχει η δύναμη τών πολλαπλάσιων αποκαλύψεων. Αληθινά η άφιξη τού Πλήθωνος στήν Ιταλία γιά το Συμβούλιο έχει ένα χαρακτήρα , όπως το καθορίζει ο Garin, «εποχιακό», αλλά από τή δική του μετάδοση τών ιδεών μπορούμε να περισυλλέξουμε μόνο αναρίθμητες καί διαφορετικές αντανακλάσεις .
Μετά από αυτή τη συνοπτική [παρουσίαση] δέν θα σάς μιλήσω γιά τή ζωή και για τα έργα τού Πλήθονος. Στόν Πλήθονα δέν αξίζει ένας «βενιαμίν». Τού πρέπει να πλευρισθή, για όσα έχουν ειπωθεί, με ευλάβεια.. Καί εν τοιαύτη περιπτώσει έτσι κι’ αλλοιώς δέν θα αποκτήσουμε το σύνολο τής σκέψης του, γιατί το πλέον σημαντικό του έργο, Οι Νόμοι, καταστράφηκε από τή θρησκευτική οργή. Πίσω από κάθε βιβλίο υπάρχει ένας άνθρωπος, αλλά το διαλειπτικό άναμμα πού εγκαινιάσθηκε από εκείνον τόν φανατικά αντιεπιστημονικό τού Παύλου στήν Εφεσσο με τήν πρώτη απειλητική οργή τών βιβλίων, ήταν το μαύρο φώς στόBisanzio όπως στή Ρώμη. Για να μετριασθή το Φαρενάϊτ 451, η θερμοκρασία στήν οποία όπως μάς δίδαξαν οι Bradbury καί Truffaut
καίγεται το χαρτί, εν τω μεταξύ διαβάζονται τα βιβλία του, αυτά πού απόμειναν, τα οποία ο εκδότης Walter Raffaelli άρχισε να εκδίδει, ευτυχώς πού προηγήθηκαν ελάχιστα από τήν εισαγωγή τών «Απεικονείσεων τού Ναού» τού Charles Mitchell,ενός μελετητή τού Ινστιτούτου Warbourg. Γιά τόν Πλήθωνα θα μιλήσουμε ακόμα σ’αυτή τήν ίδια αίθουσα στίς 10 Νοεμβρίου με τόν Walter επ’ ευκαιρία τής παρουσίασης στή Πόλη τού De differentis, και ακόμα στίς 22 Ιουνίου στο Montefioreσε ένα εντευκτήριο σπουδών πού θα διοργανωθή από τόν Συμβολικό Τύπο. Οπως έχω γράψει περιθωριακά εκμαιεύοντας από μία φράση τού Edgar Wind, ενός άλλου μελετητή τού Warburg: Τα ειδωλολατρικά μυστήρια αναγέννησης διανοήσεων γίνονται κατανοητά από μυημένους: επιζητούν λοιπόν μιά μύηση. Αυτό απαιτεί ο Πλήθων, πολλές φορές χαρακτηρισμένος μυσταγωγός, διδάσκαλος τών μυημένων. Καί θα υπάρξουν ίσως άλλες ευκαιρίες , εάν το Γραφείο Τουρισμού τού Ρίμινι, [καί ] η Βιβλιοθήκη θελήσουν εξομοιωτικά να τόν θυμηθούν στό 2002 με τήν ευκαιρία τών 550 [χρόνων] από τον θάνατό του. Θα σάς παρουσιασθούν, τελικά, άλλες ευκαιρίες από εδώ έως το 2004, επ’ ευκαιρία τών Ολυμπιάδων τού Πολιτισμού στήν Ελλάδα, εάν θα έχει συνέχεια η προτεινόμενη αδελφοποίηση με τό Μυστρά.
Λοιπόν, εάν είναι καταπληκτική η φροντισμένη οπτασία τού Pound, ή άμεση αντίληψη αρκετά προηγηθείσα τού Mitchell, πού εμφανίζεται στούς στίχους τώνCantos: O Γεμιστός έκανε τα πάντα να γεννιούνται από τόν Ποσειδώνα/ από όπου τα κοιλανάγλυφα τού Ναού, τόν επόμενο χρόνο θα μείνουμε εξ’ ίσου κατάπληκτοι από τήν πρώτη μετάφραση τών Βράχων τού Ρίμινι τού Walter Raffaelli, όπου επιστρέφει το θέμα τού ύδατος πού συνεργάστηκε με εκείνο τής πέτρας, με τρόπο ηθελημένα κρυπτικό στό να επεξηγηθούν τα σύμβολα τού Ναού. Ο Adrian Stokes,μαζί με τόν Bernard Berenson και τόν Ezra Pound, τα τρία μεγάλα ονόματα πού στήν εικοσαετία τού (χίλια) 900 επισκέπτονταν τόν Ναό. Σε εκείνους τούς τρείς οφείλεται η διεθνής γνωστοποίηση τού Ναού.
Σ’αυτούς η αξία γιά το εάν μεταπολεμικά, σε ένα Ρίμινι ξυρισμένο κατά 90% από τούς βομβαρδισμούς, μείναμε κατάπληκτοι βλέποντας να ανοικοδομείται πέτρα-πέτρα ο Ναός με τα 65.000 δολλάρια τού Ιδρύματος Samuel Kress. Εφθασαν με τή συνοδεία τού βιβλίου τού Charles Yriarte στό 1882, σε ένα Ρίμινι πού εξακολουθούσε να βρίσκεται εν αγνοία τού θησαυρού τής τέχνης και τών συμβόλων πού φιλοξενούσε. Εκείνος ο Yriarte πού καθόριζε, με γυμνή γλώσσα, τόν πλήθονα « μία από τίς λαμπάδες τής ανθρωπότητας». Το πώς έγινε να είναι χαμένη η εικόνα αυτής τής λαμπάδας, γιατί μένει κρυμένη – θα έλεγε ο Valturio –είναι ίσως γιατί η πλειοψηφία είναι ακόμα αριστοτελική, σοφιστική – θα έλεγε ο Πλήθων -, καί, σε τελευταία ανάλυση, επίσης χωροταξιακά χριστιανική, εμπεριέχει – πάλι θα έλεγε ο Πλήθων – τα σπέρματα τού άθεου υλισμού.
Πρέπει να ανήκεις στούς ποιητές με σιδερένια μάτια όπως ο Pound, να έχεις το βλέμμα τού Stokes, τήν ακρίβεια τών σπουδών τού Giovanni Gentile, τού Bohdan Kieskowski, τού Francois Masai, τού Cristopher Montague Woodhouse, τού Eugenio Garin, τής Bernadette Lagarde, τού Steven Runciman και τού James Hankins. Είναι απαραίτητα επίσης τα όργανα τής εικονολογικής ερμηνείας για να κατανοηθή κάτι από τόν Ναό: δηλαδή οι Aby Warburg, Jean Seznec, οι ήδη αναφερθέντες Charles Mitchell και Edgar Wind, η αλησμόνητη Frances Amelia Yates για να αρχίση να κατανοηθή και να αποσπασθή κάποιο τμήμα τής Ιδέας τού Ναού και τού Πλήθονος. Θα χρειασθή η ερμηνευτική διύληση τού Andre Chastel, τού Maurizio Calvesi. Eίναι ανάγκη να έχουμε τήν διαρκή [μακροχρόνια] σταθερότητα τών ιδιαιτέρων σπουδών πάνω στόν βυζαντινισμό και στόν Βησσαρίωνα τής Silvia Ronchey και ενδιάμεσα να πάρουμε συνέντευξη από τόν James Hillman. Θα χρειαζόταν αλήθεια η επιστροφήπού επικαλείται ο Hillman, γιά να μαζέψουμε [μεταφορικά = να ενστερνιστούμε] το δεσμό μεταξύ τών αρχαίων συμβόλων τού ναού και τής φαντασίωσης προκειμένου να αποδείξουμε πόσο είναι μάταιη η φυγή από τούς θεούς και εντούτοις «να βαδίζουμε με τούς θεούς» όπως ήδη μάς εδίδασκε ο Walter Friedrich Otto. Aπό τήν σχεδόν μανιακή οργή, [σύμφωνα με ] τή συμπεριφορά τού Edouard Schure τούGiuseppe Del Piano περνάμε στήν άκρως φροντισμένη κομψότητα τού Elemire Zollaγιά να βγούμε από τό διάστημα [τόν θόλο] με το οποίο μάς έχουν κυρτώσει αιώνες αριστοτελισμού, θα φθάσουμε στή φαντασμαγορία τής φύσης μέσα από τίς λαξευμένες πέτρες τού Ναού, διά μέσου αυτών θα συναντηθή το ανδρόγυνο και η εμπειρία τής ερωτικής ολοκλήρωσης συνδιαζομένης συμβολικά στό μαλατεστιανό μονόγραμμα.
Γράφει ο Stokes: ο Sigismondo είχε ανάγκη από αυτά τα σύμβολα αυτού τού αγιαστηρίου, ίσως επειδή έψαχνε και δέν ήξερε να βρή ένα αστέρι οδηγό ή μία αγάπη άξια τής αγύρτικης αίσθησής του και τών προγόνων του΄ ή πολύ πιθανότερον, εν μέρει εξαιτίας του, και, εν μέρει, γιατί αγαπούσε ειλικρινά τήν Isotta και προειδοποιούσε τη θεά μέσα σ’αυτή. Σε κάθε περίπτωση η γλυπτική τού Ναού δίνει μεγαλοπρέπεια στόν μεταξύ τους δεσμό, ένα δοξασμένο στέμμα για να σταματήση τόν εξωτερικό κόσμο όπως επίσης ένα σημάδι για να προκαλέσει τήν άσχημη θρησκευτική του φρίκη.
Εκείνη τη φρίκη την οποία προκαλούσε η καταστροφή του βιβλίου τού Πλήθονος και η ακοινωνησία τού Sigismondo. Εξ ίσου υπήρξε το σκάνδαλο στο 1478 όταν ένας ιερωμένος από το Camaldoli εισερχόμενος στη Santa Maria degli Angeli, στη Φλωρεντία βρήκε τόν Marsilio Ficino, ο οποίος εδιάβαζε δημοσίως την πρώτη μετάφραση τού Πλήθονος – τήν ίδια εισαγωγή δώρο στόν Πλήθωνα σάν εμπνευστή τής φλωρεντιανής Ακαδημίας – , μαρτυρία [απόδειξη] ότι ο πλατονισμός είχε εισχωρήσει μέσα στη ζωή μιάς εποχής με όλο το επαναστατικό βάρος τής εμπνεύσεώς του.
Οπως σημείωνε ο Yriarte στο [χίλια] Οκτακόσια : Η παγανιστική εντύπωση και η κυρίαρχη εντύπωση μπαίνοντας στο κτίριο. Αλλά όπως δέν θα κουραστώ να εξηγώ γύρω από τη φρίκη, μέχρι τώρα λανθάνουσα και μόνιμη για τα λιγότερο ελεύθερα πνεύματα και περισσότερο δέσμια, για τούς «παράκτιους ταξιδευτές» ότι αφορά τα «ευγενή έργα», όπως τα αποκαλούσε ο Πίος ο 2ος, στήν Αναγέννηση ευγενείς ή παγανιστές ήταν οι ακόλουθοι τού πλατονισμού – ή τού νεοπλατονισμού όπως λέμε σήμερα. Και τα ευγενή έργα είναι συμβολικά γλυπτά, και ως εκ τούτου εσωτεριστικά, εξωτικά και ερωτικά σε μεγέθη πού να είναι πλατονικά. Πάνω στόν εσωτερισμό τής πλατονικής φιλοσοφίας πιστεύω ότι με τίς σπουδές τής σχολήςTubinga και τού Giovanni Reale φτάσαμε τελικά σε σημεία στάσιμα. 
Στήν Αναγέννηση μαζί με τόν θείο χριστιανό συμβιώνει ένας άλλος θείος, μέσα από τήν αίσθηση ότι αυτή η εποχή, χάρις στόν Γεμιστό, περικλείει όλα τα σχήματα τού θείου πού έχουν διακηρυχθεί στήν ιστορία εκτός τής Βίβλου. Ο Sigismonto « πού ήταν πολύ μπροστά στή Φιλοσοφία», κατα τή ρήση τού ίδιου τού Πίου 2ου, δέν μπορούσε να μήν τοποθετήση σάν σφραγίδα στο ημιτελές έργο του τα κόκκαλα τού Πλήθονος, [πού υπήρξε] ο πρίγκηπας τών φιλοσόφων τής Εποχής του, ο άλλος Πλάτων, ο σχεδόν Πλάτων, η επανενσάρκωση τού Πλάτονος.
Αντί να συμπτυχθεί, η θρησκευτική διάσταση λοιπόν αμβλύνεται. Και θα συμφωνηθεί ακόμα σήμερα ότι το θείον δέν αποτελεί μονοπώλιο τής εκκλησίας, ή αύριο ενός τζαμιού; Ότι δέν αποτελει εγκληματικότητα η πνευματική και η θεία λοβοτομή με τόν εγκλωβισμό τής πλατονικής «μνήμης»; Ότι ο μαλατεστιανός Ναός θα έχει ερμηνευτεί με μεθόδους όχι μπανάλ, βολικούς, κοινούς, κοινότυπους και με όλα τα άλλα συνώνυμα τού πρόστυχου, μα επίσης με άλλη και ως εκ τούτου ανώτερη αίσθηση; Σχεδόν όπως κάποια στιγμή στήν Ελλάδα υπήρχαν δύο τρόποι έκφρασης, η δημοτική, η χυδαία και η καθαρεύουσα, φυλαγμένη για κάποια ελίτ. Αλήθεια χρειάζεται να έχης τή γλώσσα γυμνή από μαλλιά, το μυαλό όχι μπλοκαρισμένο, το πνεύμα χωρίς επιφύλαξη και όχι συνηθισμένο. Για να καταλάβης πλατονικά πρέπει να έχεις εκείνη τήν «οπτασία», εκείνη τήν «απαστράπτουσα γνώση» για τα οποία μιλάει ο Giorgio Colli, η έκσταση τού Πλωτίνου. Και αυτή η οπτασία δέν είναι δοσμένη σε όλους. Nel sutor ultra crepidam, έλεγε ο γλύπτης Απελλός – [δηλ.] ο τσαγκάρης δέν κρίνει παραπάνω από το παπούτσι. Και αυτό χωρίς να αρνηθώ τίποτα στούς «παληοπαντουφλάδες» κριτικούς και ιστορικούς, μία άλλη έκδοση τών δικών μας «παράκτιων ταξιδευτών», οι οποίοι για να αντιμετωπίσουν τόν Ναό γέμισαν τα χέρια με αφθονία από νέες και χρήσιμες γνωριμίες και επι πλέον σε αυτές πρέπει να κατευθυνθή η ευγνωμοσύνη μας, αρχίζοντας από τόν Ricci μέχρι τούς σύγχρονους επιγόνους του. Μα αυτοί ακριβώς όπως παρατηρούσε ο Stokes επ’ ευκαιρία τού Ricci είναι «pedestrians”, πεζοί, με πεζότητα. Καί παραφράζοντας τόν Πλήθονα εάν θα πρέπει να αναρωτηθούμε εάν τα έργα τών τοπικών ιστοριογράφων μας δέν αξίζει να μελετηθούν, θα απαντήσουμε με τόν ίδιο τρόπο τού Πλήθονος: ακριβώς το αντίθετο,εξ’ αιτίας εκείνου πού σάς είναι χρήσιμο μέσα σ’αυτά, υπό τήν προυπόθεση ότι γνωρίζετε ότι αμέτρητα καί χοντροειδή λάθη ενυπάρχουν ανακατεμένα.
Εν τέλει [έτσι λοιπόν] σαφώς διαφορετικά από όποιον καλλιεργεί τα διλήμματα στή μετάδοση τής γνώσης, τίς δογματικές ακεραιότητες, το μονοπώλιο τού άγιου και τής ερμηνείας του, τήν καλλιέργεια τού ύποπτου. Γι’αυτό δέν θα είναι επαρκής ολόγος χωρίς τόν μύθο για όποιον θελει να επιχειρήση να ανηφορήση πρός τόν δρόμο τής γνώσης. Διαφορετικά η κορύφωση θα συνεχίση να παραμένει κρυμένη. Δέν θα υπάρξουν λαξευτές τής πέτρας σάν τόν Agostino di Duccio, δέν θα κατανοήσουν πλήρως τίς πέτρες τού Ναού μέσα στίς συμβολικές τους αξίες. Οπως έλεγε ο Pound : « Αυτό πού ακόμα σήμερα ούτε και οι πιό αμείωτα αντικειμενικοί άνθρωποι μπορούν να αμφισβητήσουν είναι ότι ένας μεγάλος αριθμός ανθρώπων εχουν δοκιμάσει κάποιο σχετικό τύπο συγκινήσεων και, πολύ πιθανόν, έκστασης. Ειδικά αυτοί έχουν αφήσει [άσχημες] [ανεξήγητες]εντυπώσεις πλαισιωμένους απο ιδέες είτε δέσμιες από, είτε προσεταιρισμένες με , τέτοια έκσταση.» 
Φυσικά οι εντυπώσεις στίς οποίες εδώ αναφέρεται είναι τα έργα τέχνης και , κατα πρώτον, ο Ναός, εξ ολοκλήρου σκιώδης γιά τούς βεβήλους. Μήν αναζητήσετε λοιπόν έναν σημειωμένο κώδικα, μία «γάζα» από σύμβολα τού Ναού, αντιθέτως αναζητήστε με έναν τρόπο λίγο μυστηριώδη να κατανοήσετε από μόνοι τόν Ναό, γίνετε «μαθηματικοί τής ψυχής» και όχι λογιστές. Χάρις στίς λαξευμένες πέτρες τού Ναού ο αναζητητής τής αλήθειας είναι γοητευμένος και σάν καθοδηγούμενος από το χέρι πάνω σε ίσιο μονοπάτι. Πάνω στη σκέψη τού «αισθητικού οράματος» στόν Οδηγό πρός τόν Πολιτισμό, εκεί όπου μιλάει για τήν «εξιδανίκευση τού θείου έρωτα» και για τήν «ουράνια παράδοση», ο Pound δέν είναι προνοητικός και επεξηγηματικός όσο είναι ο Valturio.
Ουράνια παράδοση: Ιδού , το πρώτο αχνάρι από το όνειρο τού Πλήθονος: είναι βέβαιο ότι αποδίδεται σε εκείνον – όπως κάνει ο Kristeller – η υπέρτατη και επαναστατική γνώση τής «Prisca Sapientia», δηλαδή εκείνη η γενεολογία τών αρχαίων θεολόγων και νομοθετών πού οδηγεί κατευθείαν από τούς πρωτοκλασάτους διδασκάλους μέχρις τίς ημέρες μας.
Ο Πλήθων ήταν ο πρώτος πού παρουσίασε αυτή τήν ιδέα τής «φυλής», τής Παράδοσης. Εδώ είναι σημαντικό να κατανοηθή ότι ο Πλήθων είναι εκείνος πού πέταξε εκείνη τήν ιδέα μιάς διαρκούς και αέναης Παράδοσης τής αλήθειας έτσι επιδραστικής και ισχυρής, όπως π.χ., με τήν ίδρυση τής Μασσονίας και γενικά κάθε τέτοιου είδους εσωτεριστικής σχολής, εκείνης τής επιστροφής στήν μονάδα πού προέρχεται από κάθε γνώση η οποία βρίσκει τήν έκφρασή της μέσα σε λίγες και κοινές αρχές και σύμβολα πού απαραίτήτως παραμένουν εσωτεριστικά.
H γεννεολογία τού Πλήθονος, όπως παρατηρεί η Yates, είναι ελαφρώς διαφορετική από εκείνη πού εν συνεχεία έχει περιγραφεί από τόν Marsilio Ficino, ο οποίος προσθέτει μέσα και τόν Ερμή τόν Τρισμέγιστο.
Ως εκ τούτου είναι αναγκαίο να συγκεκριμενοποιηθή ότι καίτοι ο Μαλατεστιανός Ναός έχει λίγο να κάνει με τόν ερμητισμό, εκτός και δέν νοείται τέτοια σηνάφεια με πλαγία και ευρεία αίσθηση έτσι όπως νοείται σήμερα: είναι εντούτοις δύσκολο το να μή βρεθούν συγγένειες μεταξύ ερμητικών κειμένων καί εκείνων τών γνωστικών, νεοπλατονικών, αλχημιστικών, ούτως ώστε ο Umberto Eco να τό καθορίζει γενικό «τρόπο σκήψης» «semiosi ermetica». Αλλά θα ήταν ίσως καλλίτερα να χρησιμοποιηθή ο όρος «ερμητισμός», συστηματοποιημένος από τόν Antoine Faivre και εμπεριέχων το μεγαλύτερο μέρος από τα σχήματα τού εσωτερισμού. Εν τοιαύτη περιπτώσει, στό Ναό τού Ρίμινι δέν έχει κατασκηνώσει όπως στό δάπεδο τής Μητρόπολης τής Σιένα, οικοδομουμένου μερικά χρόνια μετά, η μορφή τού «τρείς φορές μεγίστου». Είναι όντως προβληματικό, θα έλεγα αδύνατο, το ότι τα ερμητικά κείμενα υπήρξαν άγνωστα στόν Πλήθονα. Εντούτοις δέν βρίσκουμε καμία αναφορά μεσα στά γραπτά πού επεβίωσαν τού φιλοσόφου τού Μυστρά. Είναι γνωστές οι προτιμήσεις του γιά χαλδαϊκά οράματα, ύμνους ορφικούς, χρυσές πυθαγορικές απόψεις, Πλάτωνα και πλατωνικούς. Θα είχε λάβει λοιπόν υπ’ όψιν του τούς φόβους πού εκφράστηκαν από τόν Πλάτονα στόν Κρατύλο(407e), όπου η επινόηση τής γραφής, αποδιδομένη στόν Θώτ – Ερμή, είναι παραγωγός τής λησμονιάς και προπομπός για να επισκιάση τη μνήμη, πού εμπεριέχεται στίς τελετές και στό Λόγο, απαραίτητα σε κάθε μυητική κοινότητα και οι οποίοι είναι οι μόνοι πού συνδιάζουν τή μετάδοση τής αίσθησης τών πρώτων αρχών και τής αφύπνησης τής ψυχής.. Είχε συγκρατηθεί από ένα απαράδεκτο σωβινισμό, ελληνικό και κοσμοπολίτικο όπως ήταν ακριβώς εκείνο τον καιρό, η απόδοση στόCorpo Ermetico (XVI, 1-2) δημιουργείται από τήν αιγυπτιακή γλώσσα σάν κεντρική και γνήσια και η κριτική τής αντίρησης στήν ελληνική φιλοσοφία, καθορισμένη [σάν] “ένας θόρυβος από λόγια”. Και όντως αντιθέτως υποστήριζε ότι οι αιγυπτιακές σχολές τού Menes δέν ελαμβάνοντο σοβαρά υπ’ όψιν, όντας οι τελετουργείες αιγυπτιακές, όπως πιστοποιεί, «χωρίς αξία…και καταλήγοντας γελοίες». Λοιπόν μία αντίθετη πηγή και ανακριβής σε ότι αφορά τόν ζωροαστρισμό, τόν πυθαγορισμό και τόν πλατονισμό, εδώ συμβίβαζε ξέχωρες προτιμήσεις , και γι’ αυτό, για τούς λόγους πού [ήδει] εξηγήθηκαν, ξεπερασμένη προκειμένου να μήν είναι ούτε κάν διαψευσμένη. Οπως έχει συμβεί κατά τη διάρκεια μιάς γεννεάς με τόν Marcilio Ficino η εισαγωγή τού Ερμή τού Τρισμέγιστου και κατά τη διάρκεια δύο γεννεών με τόν Pico della Mirandola η επόμενη εισαγωγή τής Παράδοσης τού Μωυσή και, με επακόλουθο τη μελέτη τής εβραϊκής Καμπαλά, στηρίζεται από τη μιά πλευρά σ’εκείνη τήν ελευθερία τής αναζήτησης πού είναι αναντικατάστατη κληρονομιά τού κάθε εσωτερισμού, από την άλλη ίσως σε εκείνες τίς αιτιάσεις τής απόκρυψης όπου και θα το θίξουμε στη συνέχεια.
Δεδομένου ότι μιλήσαμε για τήν εβραϊκή καμπαλά, δέν θα μπορέσουμε να αποφύγουμε να κάνουμε νύξη στη μυστηριώδη φυσιογνωμία τού εβραίου Ελυσσέου, ή Ελισά, τού μυητού του Πλήθονος, με τον οποίον διέσχισε τα χρόνια από τη νεότητα πρός τήν ωριμότητα στήν Μπρούσα και στήν Ανδριανούπολη μέσα στήν αυλή τού τούρκου σουλτάνου Murad I. Κατά τήν κρίση μου έχω υποθέσει ότι ο εβραίος Ελισά ήταν στήν παραγματικότητα ένας Sufi, ένας Ishraqi, όντας η πλατονική δεξαμενή μετά τήν εντολή τού αυτοκράτορος Ιουστινιανού το 529 μ.Χ.τού κλεισίματος τής Αθηναϊκής Σχολής, ιδρυθείσας από τόν Πλάτονα το 387 π.Χ., όπου μεταφέρθηκε και διατηρήθηκε στη Συρία και στή Περσία και έτσι αρκετά γρήγορα στόν αραβικό κόσμο.
Μού ήταν γνωστό, πώς ο Henry Corbin επανειλημένως επισημαίνει, ότι τουλάχιστον τρείς αιώνες πρίν ο Γεμιστός πραγματοποιήση τη σύζευξη τών Ζωροάστρη και Πλάτονα, μια παρόμοια ανανέωση είχε επιχειρηθεί στο Ιράν από τόν sufi Sohrawardi και από τούς «θεοσόφους τού φωτός» – τούς Ishraqiyun ακριβώς – δηλαδή οι «Πλατονικοί τής Περσίας» – οι οποίοι προσπαθούσαν να ανανεώσουν το όραμα τής «αρχαίας κοινωνίας τής αλήθειας» – οι αρχαίοι πιστοί τού έρωτα, η ανατολή τών φώτων – στο εσωτερικό σιϊτικό περιβάλλον τού Ισλάμ τού δωδεκάτου αιώνα. Μετά τήν συγγραφή τής πρώτης μου εμπειρίας, συνεχίζοντας μεσα στίς μελέτες πάνω στόν Πλήθονα ανακάλυψα ότι ο Corbin, χωρίς αμφιβολία ο μεγαλύτερος μελετητής τής ισλαμικής φιλοσοφίας, ήδη επιβεβαιώνει αυτή τήν υπόθεση γράφοντας: «Μπορούμε επίσης να αναρωτηθούμε εάν ο διδάσκαλος τού Πλήθονος, ο μυστηριώδης εβραίος, ο Ελισσέος ο οποίος εδίδαξε το όνομα τού Ζωροάστρη και περνιόταν σάν ένας απόγονος τού Αβεροέ ήταν ίσως – ίσως ένας μπαγαπόντης Ισρακί
πού είχε παρακάμψει στήν Ανατολία.» Ο θρύλος είναι ενδιαφέρων γιατι αποδεικνύει ότι εβραίοι, μουσουλμάνοι και δύση είναι ίσως σε μικρότερη απόσταση από όσο πιστεύεται. Βρισκόμαστε σε ένα πεδίο δύσκολο, υποθετικό, αλλά αξιόλογο [σημαντικό]. Συνεχίζουμε να επισερχόμαστε σε ένα πεδίο ακόμα πιό αμφίβολο[άπιστο]. Πρίν από λιγότερο από ένα μήνα σε μιά ανταλλαγή επιστολών με τήν Mary De Rachewiltz, κόρη τού Ezra Pound (και) επιπλέον μεγάλη του μεταφράστρια στα ιταλικά τών Cantos και τών άλλων έργων, διασκεδάζαμε να ειρωνευόμαστε πώς ο Πλήθων, μετά από μία σειρά συμπτώσεων, ξαναγυρίζοντας στίς ίδιες «μετά από μία πολυαιώνια υποχρέωση …very fashionable». Αλλά μέσα σ’αυτή την μεγάλη μόδα και επιτυχία [voge] να μιλάς περί Πλήθονος, χρειάζεται μεγάλη προσοχή στο να μιλάς για τόν Pound. Ευτυχώς, αναδύεται σάν ένα μνημείο το έργο τού Δημήτρη Τρυφωνόπουλου « o Pound και ο κρυφισμός – οι εσωτεριστικές ρίζες τών Cantos “, τυπωμένο στήν ιταλική του έκδοση χάρις στόν Gianfranco De Turris e Luca Gallesi για τίς εκδόσεις τών “Ed. Mediterranee”. Θα μπορούσε ακόμα να τεθεί υπό κρίσιν η προηγούμενη μελέτη τής Caterina Ricciardi«ΕΙΚΟΝΕΣ – ο Ezra Pound και η Αναγέννηση» (Liguori Editore). Σ’ αυτά εμβαθύνεται ευκρινέστατα πώς ο Pound εχαρακτήριζε τόν Γεμιστό Πλήθονα έναν σημαντικότατο κρίκο εκείνης τής αδιάσπαστης αλυσσίδας πού αυτός αποκαλεί
« Ουράνια Παράδοση». Με το να μιλάμε και να ξαναμιλάμε για τόν Πλήθονα (πού είναι) σάν να εκμηδενίζεται ο Pound με ισάξια φροντίδα αποφεύγεται να αναφερθεί ο εκδότης ο οποίος δημοσιεύει τα έργα τού Πλήθονος στά ιταλικά, διασώζει (καί) αποσπά τα περιεχόμενα για να τα διπλώσει στα κατάβαθα τής αποθήκης – αληθινό παράδειγμα τής «διανοητικής μεταχείρησης» θα μπορούσαμε να αναφωνήσουμε μαζί με τόν Pound! Αλλά έτσι είναι: Η υπαίθρια καύση τών βιβλίων ήταν μιά αποτελεσματική μέθοδος πρίν από τόν Manunzio, τώρα υπάρχουν άλλες προκειμένου να γαληνεύουν τίς συνειδήσεις, να οριοθετούν τα έξυπνα πνεύματα, να παραβλέπουν τήν αλήθεια. Με άλλη τόση συμμετρική και επιτηδευμένη φροντίδα και προσοχή – άχ, ο τρόμος τών σοφιστών και τών σχολαστικών τού σήμερα για τήν Παράδοση με Π κεφαλαίο – φτάνει να τρέμει, απόλυτα, μιά χρησιμοποίηση παραπολύ αφελή, για προσέγγιση που θα εξυπηρετούσε κάποιον όχι καθορισμένο σκοπό ολέθριου επιρεασμού, τού Πλήθονος σάν προάγγελου τής Μασσονίας. Τώρα, δεδομένου ότι ο σκοπός κάθε πλατονιστή, δέν είναι άλλο από τήν γνωριμία τού Αληθινού, τού Ωραίου, τού Καλού και τού Δίκαιου, μέσα απο αυτή τη διαδρομή συνεχίζουμε ατάραχοι πάνω στο πεδίο τών υποθέσεων και τών υποψιών. Βέβαια, δέν είναι μιά υπόθεση αλλά αξίωμα το ότι στήν Ελλάδα η δεύτερη πιό σημαντική Μασσονική Στοά, εκείνη τής Θεσσαλονίκης, πήρε τον τίτλο της από τόν Πλήθονα τόν Γεμιστό. Ερχεται λοιπόν αυθόρμητα ο παραλληλισμός τού ότι ο Giordano Bruno είναι για τήν Ιταλική Μασσονία ότι είναι ο Πλήθων για τήν Ελληνική Μασσονία. Είναι βέβαιο ακόμα, και αυτό είναι ένα άλλο αξίωμα: δέν υπάρχει κανένας ιστορικός τής Μασσονίας και του δυτικού εσωτερισμού, σοβαρός ή και λιγότερο σοβαρός και όχι υποχρεωτικά μασσώνος – αναλογισθείτε στόνIntrovigne – ο οποίος να μήν εκτιμά τόν περίγυρο τών αναγεννησιακών Ακαδημιών – αρκεί να διαβάσει τίς σελίδες πού αφιερώνει ο Masai – τουλάχιστον σάν ένα τρόπο προϊδρυτικής φάσης τής μοντέρνας Μασσονίας, εξελιχθείσας επίσημα στο 1717 στο Λονδίνο.
Περνάμε τώρα στό απαλό πεδίο τών υποθέσεων. Η εισαγωγή τού Πλήθονος στό άλμπουμ τής Μασσονίας δέν είναι πράξη τών ημερών μας, ακόμα δε λιγότερο ούτε δική μου. Ο Jean-Baptiste Marie Ragon, “ιερός δημιουργός” τής γαλλικής Μασσονίας τού Οκτακόσια, σε ένα άρθρο του πού εμφανίστηκε τόν Απρίλιο τού 1859, χαράσει τη μυστική ιστορία τού πυθαγορικού δόγματος, με βάση στοιχεία για τα οποία δηλώνει ότι τα γνώριζε. Η ιστορία προχωρεί από το κλείσιμο τής Σχολής πού διέθεσε ο Ιουστινιανός, μέχρι το ξαναάνθησμα μέσα στήν ιταλική Αναγέννηση, στη μεταφορά της στο εξωτερικό σε συνέχεια τών διώξεων και ειδικά στήν Αγγλία και ακολουθεί το ίχνος μέχρι τήν εποχή του, με μία λεπτομερή γεννεαλογία. Υπάρχουν πολλά πράγματα άξια να σημειωθούν σ’αυτό το γραπτό το άγνωστο για τούς πολλούς: το ότι ανώτατος αρχηγός τής Τάξης τής Αναγέννησης ίσως ήταν ο Γεμιστός, ο οποίος άφησε τήν προστασία τών ιδρυμάτων στόν Cosimo de Mediciκαι Borso d’ Este, ότι ήταν ακριβώς σ’ αυτή τήν εποχή πού οι γυναίκες ήταν αποκλεισμένες από τα μυστήρια, ότι μετά (καί) υπό τή διεύθυνση τού Ciriaco Strozzi στο κοντινό Forli υπήρξε μυημένος ένας άγγλος, ο Thomas Bodley, και ότι πρός το 1550 υπήρξε εγκατάσταση τής τάξης , σάν τελευταίο καταφύγιο, στο Λονδίνο από τόν Francesco Pizzellati. Ο μελοντικός Sir Thomas Bodley ο οποίος εδώρησε 80.000 τόμους στήν Οξφόρδη, ο ιδρυτής τής Μπολντιανής Βιβλιοθήκης ο οποίος μας θυμίζει το έθιμο {συνήθεια} τού Βησσαρίωνος και τών Μεδίκων. Ακόμα αξιοσημείωτο, η δομή τής Τάξης σε τρείς βαθμούς απ’όπου στο 1670 υπήρξε η συμπλήρωση ενός είδους τετάρτου βαθμού για να διατηρήσει τήν αρχική καθαρότητα τής ίδρυσης απέναντι από τίς αλλοιώσεις τίς οποίες υπερέβαλαν τα διάφορα παρακλάδια {υποκαταστήματα} τής Μασσωνίας., πού σιγά-σιγά απομακρύνονταν από το αρχικό αποτύπωμα κάτω από διαφορετικούς φλοιούς. Σε ότι αφορά το πόσο είναι προτιμότερο να αμφισβητείται η πραγματικότητα τέτοιου τεκμηρίου – και δέν είναι λίγα τα πλαστά ιστορικά τεκμήρια στό εσωτεριστικό και μασσονικό περιβάλον ή ψευδο(εσωτερμασσονικό} – έτσι κι’ αλλοιώς υπάρχουν μερικές ενδείξεις οι οποίες θα μπορούσαν να ρέπουν πρός μία αγνότητα τού περιεχομένου. Εξαιρουμένης κάποιας ανακρίβειας, προκύπτει υπερβολικά λεπτομερής και ακριβής η γνωριμία τών ακαδημαϊκών χώρων τής ιταλικής Αναγέννησης και οι αναφορές στόν βυζαντινό κόσμο, γνωριμία πού είναι δύσκολο να αναριχηθεί σε πηγές αμοιβαίες διαφορετικές από εκείνες τίς κρυφές γιά τίς οποίες δηλώνει ότι είχε πρόσβαση ο Ragon, διοτι ήδη το μεγαλύτερο μέρος τών μελετών τής Αναγέννησης και στίς αναφορές του με τόν βυζαντινό κόσμο φθάνει στα τέλη τού Οκτακόσια και στίς αρχές τού Εννιακόσια. Εξ’ άλλου επεξηγηματική είναι η απουσία τών προσώπων πού θα ήταν υπερβολικά εύκολο για οποιονδήποτε «πλαστογράφο» να συμπεριλάβει, όπως ο «ειδωλολάτρης» Pomponio Leto και ο «νεοπυθαγόρικός» Bruno π.χ.. Αυτές οι ενδείξεις μάς κανουν να υποθέσουμε ότι οι πηγές απο τίς οποίες ο Ragon άντλησε ήταν κατά κάποιο σχετικό μέτρο αυθεντικές, όμοιες με εκείνες πού λίγα χρόνια πρίν ο μασσόνος Dante Gabriele Rossetti και μερικές δεκαετίες μετά ο μασσόνος Giovanni Pascoli εχρησιμοποίησαν για τήν ερμηνεία τών πυθαγορικο-πλατονικών μυστηρίων τού Dante. Αλλά, βάζοντας στήν άκρη από ποιούς προήλθαν τα ακριβή σχήματα και κανάλια με τα οποία πραγματοποιήθηκε η ουσιαστική μυστική επιβίωση τής ειδωλολατρικής πυθαγορικο-πλατονικής παράδοσης, επενδεδυμένη από τη βυζαντινή καλλιέργεια, είναι ένα γεγονός πού φαίνεται να υποστηρίζεται από κάποιον μοντέρνο έλληνα μελετητή, όπως η Πολύμνια Αθανασιάδου στό {έργο της} L’imperatore Giuliano.Η Καθηγητική (έδρα) τής αρχαίας Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο τής Αθήνας , στο απόφθεγμά της τού 1981, καθορίζει: Ο ελληνισμός τού Ιουλιανού δέν εξαφανίζεται με το τέλος τής φιλοσοφικής σχολής τής Αθήνας. Διασχίζει σάν ένας ποταμός καθορίζει τήν βυζαντινή απαρχή και ξανααναδύεται ακριβώς τη στιγμή τής πολιτικής παρέκλισης τής Αυτοκρατορίας τής Ανατολής. Η αντίδραση τού Πλήθονος μπροστά στο τέλος τής Αυτοκρατορίας, το όνειρό του να αναβιώσει τόν ελλληνισμό, εκτεθειμένο στο βιβλίο τών Νόμων, παρουσιάζουν εκπληκτικές αναλογίες με το σχέδιο τού Ιουλιανού,…Καταδικασμένη από τήν Εκκλησία και από το Κράτος, και όχι σπάνια καταδιωγμένη, η πνευματική φυλή τού Ιουλιανού κατώρθωσε κατά κάποιο τρόπο να επιβιώσει από το Βυζάντιο στή μοντέρνα απαρχή.
Μα σε κάθε περίπτωση ο Πυθαγορισμός είναι κατ’ εξοχήν ένα ρόδο μυητικό και ο Πλήθων σάν μεταδοτικός κρίκος είναι μιά αναγκαία υπόθεση. Εν τούτοις χωρίς να αρνηθούμε τη νομιμότητα σε άλλες Παραδόσεις, ο πυθαγορισμός συντάσει, χωρίς αμφιβολία, τήν κληρονομιά, τήν ζώσα και ζωογόνο αποθήκη, μιάς Τελετής τής ιταλικής Μασσωνίας.
Εδώ εν τέλει γυρίσαμε σε ένα στέρεο πεδίο.
Πιστεύω ότι θα είναι χρήσιμο σ’αυτό το σημείο γύρω από τήν επιβίωση τής πυθαγορικο-πλατονικής εσωτεριστικής παράδοσης, όπου το μαλατεστιανό Ιερό είναι το θαυμάσιο πέτρινο μνημείο, και γύρω από τήν παρουσία στο εσωτερικό τής Παράδοσης διαφορετικών γραμμών δράσεως να θυμηθούμε όσα ο John G.Bennet,ένας εκ τών μαθητών του Gurdjeff, μάς δηλώνει πρός χάριν τών ενεργοποιημένων τρόπων δράσεως από εσωτεριστικά αποθηκευτικά κέντρα τών γνωστικών παραδόσεων για να προφυλάξει αυτές τίς τελευταίες από τήν καταστροφή κατα τή διάρκεια ιστορικών ανατροπών δηλαδή τήν προβολή Σούφι ενεργοποιημένη και κατα τή διάρκεια τής μωαμεθανικής κατάκτησης στόν VII και VIII αιώνα μ.Χ, και κατα τη διάρκεια τής μογγολικής απειλής στόν ΧΙV και ΧV αιώνα. Κατά τόν Bennetο οποίος ήταν σε επαφή, στα ταξείδια του στήν Ασία, με διάφορες οργανώσεις Σούφι, «οι φύλακες τής παράδοσης» έχουν τήν ευθύνη να διαχωρίζονται σε τρία παρακλάδια : το πρώτο μεταναστεύει, το δεύτερο εξομοιώνεται με το νέο καθεστώς, το τρίτο ενεργοποιείται στη δυσφήμηση, όμως διατηρώντας μεταξύ τους τήν επαφή. Παρ’ όλο πού δέν είναι αποδεδειγμένο ιστορικά και επιστημονικά, αυτό επικυρώνει ό,τι υποστήριξε ο Arturo Reghini στίς μελέτες του πάνω στή δυτική παράδοση.
Πιθανά παραδείγματα ενεργοποίησης αυτής τής αμυντικής γραμής; Κάποια απο αυτά ήδη έγιναν, επεξηγώντας ή παραπέμποντας.Το πρώτο: κλείσιμο τής Σχολής τής Αθήνας και η τριπλή διάσπασή της: ένα μέρος προσφεύγει στή Περσία, ένα μέρος δίνει ζωή σ’εκείνους τούς μυστικούς δείπνους πού περιγράφει ο Ragon και πού θα ακουμπήσουν ακόμα και τούς Ναϊτες μετά τήν επαφή τους στήν Ανατολή, ένα τελευταίο μέρος ενσωματώνεται στήν Εκκλησία χάρις στη δραστηριότητα φιλοσόφων όπως ο Sinesio και ο Boezio. Αναλογικά στήν Αναγέννηση ένα μέρος προφυλάσει μέσα στήν αγνότητά της τη γνώση τού ειδωλολατρικού { Η Ρωμαϊκή Ακαδημία π.χ.}, ένα μέρος τών φιλοσόφων {η Φλωρεντιανή Ακαδημία, εκείνη τού Βησσαρίωνος} επιχειρεί τή συγχώνευση με τήν Καθολική Εκκλησία ή συγχωνεύει άλλα πέπλα {καβαλιστές, αλχημιστές, αιγυπτιαστές, κ.λ.π.}σε βαθμό τού να διατηρηθούν οι αρχές, ένα τρίτο {μέρος} τέλος προσφεύγει στήν Αγγλία (και όχι μόνον). Υπόθεση, αλλα δέν είναι ένα μυστήριο πού ο ίδιος αμυντικός μηχανισμός θα μπορούσε να είχε ενεργοποιηθεί από τη Μασσωνία στή διάρκεια τού Φασισμού. Δέν πιστεύω, στό τέλος ότι αποκαλύπτω ένα άλλο μυστήριο διότι μπορεί επίσης να διαβαστεί σε διάφορα βιβλία αφιερωμένα στη Μασσωνία ακόμα και στο Ιντερνέτ, ότι το Ιταλικό Συμβολικό Δόγμα, πού δηλώνει ότι διατηρεί ακριβώς τήν πυθαγορική παρακαταθήκη, έχει σάν υποχρέωση τήν διατήρηση τού μυητικού περιεχομένου της, τόσο ώστε να καθορίζεται ως «φρουρός τής Τάξεως» και γι’αυτό είναι ξεκάθαρο, όπως ξεκάθαρο ήταν κατά τη διάρκεια τού φασισμού, γιά ποία από τίς τρείς διευθύνσεις θα έπρεπε να ακολουθήσει στήν περίπτωση κινδύνου για τήν Τάξη.
Μιλάμε γιά κινδύνους. Σ’αυτές τίς ημέρες τών σταυροφόρων και Τζιχάντ το πιό ισχυρό αμυδρό φώς πού μάς μένει από το όνειρο τού Πλήθονος ήταν ότι ο Μωάμεθ και ο Χριστός άν ξεχνιόντουσαν και ότι η αληθινή αλήθεια θα έλαμπε σε όλα τα μέρη τού κόσμου, ότι ο κόσμος δέν θα επιφορτιζόταν μία μόνη, σφαιρική θρησκεία, εκείνη τη χριστιανο-δυτική ή εκείνη τη μουσουλμανική, αλλά ότι θα μπορούσε να καταλήξει σε αποτέλεσμα η τελευταία προσπάθεια του αυτοκράτορα Ιουλιανού, ένας κόσμος τών καλών όπου κάθε ποικιλία λατρείας θα ήταν μέσα στόν αμοιβαίο σεβασμό και στήν αρμονική ειρήνη. Η ηχώ τού ονείρου τού Πλήθονος ακούγεται να ξαναηχεί στό μαγιστέριο τού Μεγάλου ΔιδασκάλουGustavo Raffi:
« Ελεύθερες Εκκλησίες μέσα σε Ελεύθερο Κράτος ».
Εκείνο το ουτοπιστικό κομουνιστικο-αριστοκρατικό τού Πλήθονος επαναλαμβάνεται – και έτσι ονειρευόμαστε μαζί του ότι θα υπάρχει μιά μέρα επίσης κάτω απο τόν ουρανό από πάνω από τη γή – κάτω από τήν στροφή τού Ιερού,όπου η αδελφοσύνη, ο σεβασμός και η αγάπη συνυπάρχουν με μία ιεραρχία τού πνεύματος, τής γνώσης, τού καλού και τής αρετής, τα προϊόντα τα οποία όλοι μπορούν να απολαύσουν και όχι μόνον το 10% τών εμβίων υπάρξεων.
Οπου ακόμα, εάν όχι από τη Μασσωνία, ξαναηχεί η αγανάκτηση τού Ιουλιανού και η προκατάληψη(ανησυχία) τού Πλήθονος, ότι ο σχηματισμός, η αγωγή, το σχολείο, η παιδεία δέν θα ήταν μία μοναδική πίστη ή ενός μοναδικού έθνους, αλλά θα ήταν το ουράνιο τόξο τής σχολής τής Δημοκρατίας? Φτάνει σχεδόν να σκεφτούμε ότι ακόμα και εκείνες οι θεωρήσεις [αναμονές] τής ΕλευθεροΜασσωνίας πού ορισμένοι σπεύδουν να δικάσουν σάν μοντέρνες, αντιπαραδοσιακές, πεφωτισμένες και ως εκ τούτου αντιθέτους στόν εσωτερισμό και στή Παράδοση, στήν πραγματικότητα είναι η παρακαταθήκη [αποθήκη], η αντανάκλαση, η πίσω πλευρά τού ίδιου νομίσματος[μεταλίου], τα δύο πρόσωπα τού διμέτωπου Ιανού, το κομμάτι τού «συμβόλου» για συναρμολόγηση. Εν τέλει η ηχώ τού ονείρου τού Πλήθονος ακούγεται στη μουσική και στο άρωμα τών λιβανιών, στίς μορφές τών αρχαίων θεών και τού ζωδιακού πού συνόδευαν τίς τελετουργείες του στό Μυστρά και ακόμα συνοδεύουν τίς μυστικές τελετές τού σήμερα.
Από το μασσονικό ιερό στο μαλατεστιανό ιερό. Μέσα στήν «τρομακτική φτώχεια τών συμβόλων» – όπως παρατηρούσε ο Jung – από τήν οποία πάσχει ο σύγχρονος κόσμος υπάρχει ένα μνημείο πού προσδίδει χάρη στήν πόλη του. Αυτή είναι η μυστική Ιταλία πού σχηματίζει το κρυμμένο συνδετικό ύφασμα.Δέν έχει σημασία πού αυτή τη μουσική, μετά τόν Leon Batista Alberti, τήν ακούνε λίγοι.
Δέν έχει σημασία πού γιά τούς περισσότερους το όνομα τού Πλήθονος, «πρίγκηπος τών φιλοσόφων τής εποχής του», θα είναι ξεχασμένο. Το ότι κάποιος θυμάται το επικήδειο όραμά του γιά τόν Κλεόπα Μαλατέστα, ερμηνευμένο με τόν μέλοντα Καρδινάλιο Βησσαρίονα, μοναδικό καρδινάλιο πού αντί γιά κόκκινο φορούσε μαύρο. Εκείνο το ίδιο όραμα μέσα στο οποίο ο Πλήθων χαιρόταν για το ότι η ιταλίδα πριγκήπισα «είχε αγκαλιάσει τίς τελετές και τίς συνήθειες τών Ελλήνων». Το ότι κάποιος θυμάται τή μουσική τού Dufay για τούς γάμους τής πριγκήπισσας τών Μαλατέστα με τόν Θεόδωρο τόν 2ο, δεσπότη τού Μυστρά. Αρκεί το ότι υπάρχει και κάποιος να (τήν) δείξει για να βρεθεί, ότι κάποιος θα τήν ηχήσει και κάποιος θα ξέρει να τήν ακούσει.
Οπως λέει ο Πλούταρχος «μέσα στό πέρασμα τών καιρών[εποχών], τα οράματα ξανααποκτούν φωνή, όμοια με τα [μουσικά] όργανα και οι έμπειροι μουσικοί βρίσκονται εκεί για να τα παίξουν».
Και άρα ότι κάποιος έμπειρος μουσικός θα καταφέρει να ξανααποκτήσει φωνή το όνειρο τού Πλήθονος.

Ρίμινι,  13 Οκτωβρίου 2001, Μορένο Νέρι

Η “Κιβωτός” του Γεωργίου Πλήθωνος Γεμιστού


Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *