O Κωνσταντίνος Καραβίδας, σε μία εποχή όπου η Ελλάδα βίωνε βαθιά πολιτική και οικονομική κρίση, ήταν από τα λίγα άτομα που είχαν εντοπίσει με οξυδέρκεια τα αίτια των προβλημάτων οργάνωσης και προκοπής του σύγχρονου ελληνισμού. Θεωρούσε ότι το ελληνικό κράτος είχε στηθεί εξ’ αρχής ως κακέκτυπο των ξένων ευρωπαϊκών κοινοβουλευτισμών, και δεν ταίριαζε αυτή η οργάνωση με την ψυχή και την νοοτροπία των Ελλήνων. Ο Καραβίδας δεν είχε προτείνει την ιδανική πλατωνική πολιτεία, είχε όμως μελετήσει και κατανοήσει βαθιά τον γνήσιο λαϊκό κοινοτισμό των Ελλήνων το κύτταρο κατ’ αυτόν της συλλογικής μας ζωής και είχε προτείνει μια συμβατή για την εποχή, ολοκληρωμένη πολιτική πρόταση για την οργάνωση εκείνη του κράτους των Ελλήνων. Ο Ελληνικός Κοινοτισμός του Καραβίδα έχει στοιχεία φυσικά από τους νόμους του Πλήθωνος και αν από νωρίς εφαρμόζονταν, σήμερα σίγουρα θα μας είχε προσφέρει δυνατότητες εκπληκτικής προόδου και πολιτισμού. Το πόσο μπροστά από την εποχή του σκεφτόταν ο Καραβίδας φαίνεται από το γεγονός ότι οι ιδέες του επαν-ανακαλύπτονται σήμερα από τα διάφορα αμερικανικά και ευρωπαϊκά think tank ως οι πλέον σύγχρονες εναλλακτικές σε ένα σύστημα που καταρρέει ιδεολογικά. Ο Καραβίδας τα είχε διατυπώσει όλα από τότε. Την κοινοτική πολιτική οργάνωση, την ανασυγκρότηση της υπαίθρου, την περμακουλτούρα, την αειφόρα ανάπτυξη, την αγροτική αυτάρκεια, το πρόβλημα του δανεισμού και της κομματοκρατίας, την ενεργειακή αυτάρκεια, την κοινωνικοποίηση της παραγωγής, τον πλούτο που βασίζεται στην εργασία, την αλληλέγγυα οικονομία, τοπικοποίηση και Ταυτότητα… ΟΛΑ. Είχε δώσει μία ολοκληρωμένη πρόταση οικονομικο-κοινωνικής οργάνωσης με αφορμή μία περίοδο παγκόσμιας κρίσης που έχει ίδια χαρακτηριστικά με την σημερινή (με διαφορετικό τρόπο εκδήλωσης). Αν και ο συγγραφέας αυτού του άρθρου φαίνεται να θεωρεί τότε, το 1992, λίγο ουτοπικές τις ιδέες του Καραβίδα, παρ’ όλ’ αυτά σήμερα, εμείς μπορούμε να καταλάβουμε πόσο σωστά και πραγματοποιήσιμα ήταν όλα όσα είχε προτείνει αυτός. Επίσης ο Καραβίδας είχε ένα όραμα για μια Κοινοτιστική Ευρώπη, το οποίο είναι εντελώς αντίθετο από την σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση (ο συγγραφέας του άρθρου είχε σχηματίσει εσφαλμένη εντύπωση για την Ευρωπαϊκή Κοινότητα, αλλά αυτό δεν είναι σημαντικό). Οι ιδέες του Ελληνικού Κοινοτισμού περιέχουν πολιτικό και πολιτισμικό όραμα για όλη την Δύση σήμερα.
Ας κρατήσουμε ένα σημείο σε αυτό το άρθρο, ως πλοηγό για τον Καραβίδα, που και για τις ιδέες της Λυκώρειας είναι θεμελιώδες:
«Μέσα από την παιδαγωγικού χαρακτήρα προσπάθειά του προβάλλει η επιδίωξή του για την δημιουργία και καλλιέργεια στα πλαίσια πάντοτε της κοινότητας, ενός πνεύματος συνεργασίας – αλληλεγγύης, συνεκτικού της ενότητάς της που θα πήγαζε από την ατομική αυτογνωσία και θα κατέτεινε στην συλλογική ταυτότητα των μελών της.»
Ο Κωνσταντίνος Δ. Καραβίδας και ο σχεδιασμός της Κοινοτικής Δημοκρατίας.
Ένα πείραμα συγκερασμού συγκεντρωτικού και αποκεντρωτικού συστήματος διακυβερνήσεως.
του Νικολάου Ι. Πανταζόπουλου
ε.τ. Καθηγητού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Αντιπροέδρου της Εταιρείας Κοινοτικών Μελετών Κωνσταντίνος Καραβίδας
Η πρόσβαση στην προσωπικότητα και το έργο του Κωνσταντίνου Δ. Καραβίδα δεν είναι εύκολο εγχείρημα. Η μέθοδός του έτσι όπως αναβρύει από την άμεση επιτόπια έρευνα της «σγουρής κώγχης» της ελληνικής γης» —όπως ο ίδιος την αποκαλεί— αποχτά όταν εκφράζεται με το γραπτό λόγο το χρώμα και το σχήμα του ανόμοιου και πολύμορφου ελληνικού τοπίου, που κάθε φορά ερευνά, προσπαθώντας να συλλάβει και μεταδώσει το μήνυμα που εκπέμπει η μητέρα γη στα άστοργα παιδιά της.
Η ιδιορρυθμία του γραπτού λόγου του Κ.Δ.Κ. στον οποίο εναλλάσσονται αντιλεγόμενες παραστάσεις και καταστάσεις, όπως η οξυδερκής παρατήρηση, η αφηρημένη διατύπωση, το τραχύ ύφος, η σκωπτική ειρωνία, η δηκτική διάθεση, το ιερό πάθος, η πικρή αγανάκτηση, η λυτρωτική ενόραση, αιφνιδιάζουν, τέρπουν αλλά και κάποτε καταπονούν και εκνευρίζουν τον απροετοίμαστο αναγνώστη επιβάλλοντάς του τους δικούς του κανόνες του παιχνιδιού.
Προσεγγίζοντας τη σκέψη του Καραβίδα σχηματίζει κανείς την εντύπωση ότι τον συντροφεύει σε μια δύσκολη περιοχή στην οποία αν είναι αποφασισμένος να τον παρακολουθήσει, είναι αναγκασμένος να ρυθμίσει την πορεία του ανάλογα με την ιδιορρυθμία του δυσπρόσιτου φραστικού βηματισμού του.
Οι διάφορες αυτές προσεγγίσεις – αναγνώσεις προσφέρονται σαν ερμηνευτικά εργαλεία, έτσι καθώς καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα προβληματισμών που συνοδεύονται από αντίστοιχες καταστάσεις αμφισβητήσεις ή ανατοποθετήσεις, οι οποίες άσχετα από το αν συμφωνούν ή διαφωνούν με τις απόψεις του Κ.Δ.Κ. αναθερμαίνουν το ενδιαφέρον για την ιστορική έρευνα και ανατροφοδοτούν το διάλογο που εκείνος χωρίς ουσιαστικό αποδέκτη εγκαινίασε στην περίοδο 1930 1958.
Τελευταία, το ενδιαφέρον για το έργο του Κ.Δ.Κ. αναζωογονήθηκε και από την άποψη αυτή είναι αισιόδοξο το γεγονός ότι εκτός από τις αναδημοσιεύσεις και τον σχολιασμό των κυριότερων έργων του δεκατέσσερις ανακοινώσεις που πραγματοποιήθηκαν από μια ομάδα νέων, ως επί το πλείστον ερευνητών, στα πλαίσια ενός επιστημονικού συνεδρίου για τον Κ.Δ.Κ. δημοσιεύθηκαν πρόσφατα από την Εταιρεία Κοινοτικών Μελετών Κ. Καραβίδας στις εκδόσεις Παπαζήση.
Ας μου επιτραπεί λοιπόν να προχωρήσω και εγώ σε μια επιλεκτική προσπάθεια αναγνώσεως – ερμηνείας τριών δυσπρόσιτων περιπτώσεων της θεωρίας του Κ.Δ.Κ. που επικεντρώνονται στα ακόλουθα τρία ερωτήματα:
Ι. Ποια γεγονότα προκάλεσαν τον προβληματισμό του και πώς αντέδρασε.
ΙΙ. Ποια μέτρα προτείνει για την επανόρθωση των αδρανειών – δυσλειτουργειών που διεπίστωσε.
ΙΙΙ. Ποιος υπήρξε ο αντίκτυπος της προτάσεώς του και ποια η προβολή της στην εποχή μας.
Ι. Αρχίζω με την έρευνα-ανάλυση της πρώτης περιπτώσεως παραθέτοντας αυτούσιο ένα δικό του κείμενο, το οποίο με την ζωντάνια και την επικαιρότητά του, μας εισάγει ευθέως στον προβληματισμό του:
«Πρέπει να μη έχει κανείς ίχνος οσφρύσεως για να μη νοιώθει ότι σήμερα μια βαριά δυσωδία πνίγει την Ελλάδα. Όλοι βέβαια το νοιώθουν αυτό σήμερα• δεν ξέρω όμως αν όλοι τους κατανοούν με ίσην έντασιν ότι αυτό το γενικό σάπισμα δεν είναι παρά η συνέπεια της σκοτεινής εκείνης δολοφονίας, που θανατώνοντας το βασικό κύτταρο της κοινωνικής μας ζωής (τον κοινοτισμό), έγινε αφορμή για να μεταδοθεί η σήψις σε όλο σιγά – σιγά το εθνικά μας σώμα» .
Στη δραματική αυτή διαπίστωση συνοψίζεται το δριμύ κατηγορώ του Κ.Δ.Κ. κατά της κοινωνικής και οικονομικής πολιτικής που άσκησε η ιθύνουσα τάξη αδιακρίτως κομμάτων και ιδιαίτερα το κόμμα των Φιλελευθέρων το οποίο «με ελαφριάν καρδιά και αφώτιστον νουν έφερε στην Ελλάδα γενικές ιδέες (όλη την μετά το 1910 κοινωνική και οικονομική πολιτική) πολύ πιο γενικές από τον εξίσου παρείσακτο κοινοβουλευτισμό».
Στο σημείο αυτό —όπως και σε μερικά άλλα, ο Κ.Δ.Κ. δεν εξηγεί γιατί θεωρεί τον κοινοβουλευτισμό «παρείσακτο» και όχι επιτρεπτά επείσακτο, δοθέντος ότι αποτελεί έναν από τους θεμελιακούς θεσμούς του δημοκρατικού πολιτεύματος, την εφαρμογή του οποίου και ο ίδιος επιδιώκει.
Την κατάργηση του κοινοτισμού από την Αντιβασιλεία είχε καταγγείλει αλλά σε ηπιότερη γλώσσα το 1879 ο Γεώργιος Αγγελόπουλος υφηγητής ακόμη του Διοικητικού Δικαίου, ψέγοντας τον «Περί δήμων νόμον του 1833/4 ως «τεχνητόν επιπόλαιον και ανελεύθερον κατασκεύασμα, το οποίον υπό άγαν συγκεντρωτικόν σύστημα απεμάρανε την αρχαίαν ζωτικότητα και πρωτοβουλίαν του ελληνικού λαού».
Την ίδια εποχή ο Νικόλαος Μοσχοβάχης ολοκληρώνοντας τις διαπιστώσεις του Αγγελοπούλου είχε με την υφηγητική του διατριβή «Το Δημόσιον δίκαιον επί Τουονοκρατίας», Αθήναι, 1882, παρουσιάσει την άλλη όψη του νομίσματος, ενθέτοντας τα επιτεύγματα του κοινοτισμού στη διάρκεια. της Τουρκοκρατίας.
Νεότερες έρευνες αποκάλυψαν ότι η κακοδαιμονία και οι δυσλειτουργίες του νεοελληνικού πολιτικοκοινωνικού βίου οφείλονται στη μόνιμη μάστιγα του πολιτισμού μας απότοκη των ξενικών κατακτήσεων και των επιπτώσεών τους. Αυτές ήταν εκείνες που προκάλεσαν την διάσπαση της εξωτερικής του ενότητας και την αβασάνιστη και μονόπλευρη επιβολή ξένων συστημάτων με παράλληλο παραγκωνισμό των λαϊκών μας θεσμών, όπως είχαν αυτοί διαμορφωθεί στα πλαίσια της κοινότητας στηριζόμενοι στο πλέγμα των γενικών ρητρών του δικαίου μας.
Όπως και άλλοτε ετόνισα οι ξενικές κατακτήσεις μπορεί να εξηγούν αλλά δεν δικαιολογούν τη συνεχιζόμενη αβελτηρία με την οποία αντιμετωπίζονται οι αδράνειες και τα κενά που προήλθαν από αυτές, χωρίς παράλληλα να γίνεται συστηματική προσπάθεια συμπληρώσεώς των πολύ δε λιγότερο επανορθώσεως των διαπιστωθέντων λαθών.
Ο Καραβίδας υπήρξε ένας από τους λίγους οι οποίοι δεν αρκέσθηκαν στην διάγνωση – διαπίστωση των κενών και των λαθών, αλλά προχώρησε στον εντοπισμό των αιτίων που τα προκάλεσαν, υποδεικνύοντας με βάση τα πολιτιστικά δεδομένα της εποχής του τους τρόπους και τα μέσα επανορθώσεως – αποκαταστάσεως της πολιτιστικής παραδόσεως, αναμορφώνοντας τον θεσμό της κοινότητας• ανατρέχοντας δηλαδή στο πρωταρχικό κύτταρο το οποίο είχε υποστεί αμεσότερα τις ζημιογόνες επιπτώσεις των ξενικών κατακτήσεων.
Κρίνοντας από τον υπεύθυνο τρόπο αντιμετωπίσεως των εθνικών προβλημάτων από μέρους του, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο Καραβίδας υπήρξε ένας κοινωνικός ανατόμος ο οποίος συγκλονισμένος από την εδαφική συρρίκνωση και την ιδεολογική συντριβή της Μεγάλης Ιδέας αγωνίσθηκε από την πατροπαράδοτη έσχατη γραμμή άμυνας: την κοινότητα, για να αντληθούν από αυτή δυνάμεις για την αναζωογόνηση της χώρας μας, αρχίζοντας όπως χαρακτηριστικά επανελάμβανε από τον πρωταρχικό πυρήνα: την αγροτική δημητριακή κοινότητα. Ο πυρήνας αυτός ενώ αποτελούσε την γεωοικονομική βάση της εθνικής οικονομίας παρουσίαζε ανησυχητικά δείγματα συνεχιζόμενης αποδιοργανώσεως.
ΙΙ. Ας δούμε λοιπόν, σε γενικές γραμμές, ποιο ήταν το αναπτυξιακό του πρόγραμμα όπως προκύπτει μέσα από το έργο του, καταφεύγοντας γι’ άλλη μια φορά σε σχετικό του κείμενο.
«Ύστερα από την αποχώρησή μας από την Ασία, τον Εύξεινο Πόντο και τα Βαλκάνια ανέκυψαν ιστορικοί λόγοι μοιραίοι, που επιβάλλουν την μετατροπή της οικονομικής και κοινωνικής ζωής του Έθνους, που επιβάλλουν μια ανακατανομή των εργατικών χειρών και των επαγγελμάτων και μια μεταβολή συνεπώς στην οικονομική και κοινωνική σύνθεση του κάθε κυττάρου της ομαδικής μας ζωής, της οικογενείας και της κοινότητας, που θέτουν εκ τούτου καθαρά το πρόβλημα της μελέτης για την αναδημιουργία αυτών των κυττάρων και ιδιαιτέρως της κοινότητος που εδώ μας ενδιαφέρει, της μετατροπής της δηλαδή σε όργανο προσαρμοσμένο εις τας νέας ανάγκας της ομαδικής μας ζωής. Το δε κύριο σημείο αυτού του
προβλήματος κορυφώνεται ιδίως στη δημιουργία μέσα στη χώρα μας κοινοτήτων πραγματικά αγροτικών διότι αυτές προ-πάντων μας λείπουν».
Τα προτεινόμενα μέτρα αποσκοπούσαν στην πρακτική εφαρμογή σε πρώτη φάση του αναπτυξιακού του προγράμματος. Αυτό δε απέβλεπε στην «ενεργητική εκκεφαλαιοκράτηση» της παραγωγής με την αναδιοργάνωση του τρόπου εργασίας στις πηγές ενέργειας: την αγροτική και την μικτή χωροαστική κοινότητα, που θα επιτυγχανόταν με την αντικατάσταση της μονοναλλιέργειας των σιτηρών με πολλαπλές ειδικές καλλιέργειες, που θα απέδιδαν ποικιλία εξαγώγιμων ανταγωνιστικών Προϊόντων, τα οποία θα διατίθενταν επικερδώς στην διεθνή αγορά.
Κατά την άποψή του οι δυνατότητες για την αξιοποίηση της εθνικής οικονομίας βρίσκονταν στην διεθνή αγορά. Η Ελλάς επομένως έπρεπε να επωφεληθεί από τις διεθνείς συγκυρίες του μεσοπολέμου και να οργανώσει την παραγωγή της, εφαρμόζοντας μια πρόσφορη μορφή οικονομικοκοινωνικής οργανώσεως και εκμεταλλεύσεως, εγκαταλείποντας την τακτική των δανειοδοτήσεων. Έπρεπε να επωφεληθεί της γεωγραφικής της θέσεως, χρησιμοποιώντας ως κυρία πλουτοπαραγωγική δύναμη, την υπερεργασία.
ΙΙΙ. Κατά πόσο τώρα, η πραγματοποίηση του προγράμματός του ήταν στην εποχή του ενόλω ή ενμέρει εφικτή καθώς κι αν εξακολουθεί στις μέρες μας να είναι κατορθωτή, ή τέλος αν αποτελεί στο μέτρο που πραγματοποιήθηκε, απλώς ένα δοκιμαστικό πείραμα που δεν μπόρεσε να αναβιώσει με την πάροδο του χρόνου, είναι ζήτημα που θα πρέπει ν’ απασχολήσει τους μελετητές της προσπάθειας του Κ.Δ.Κ. σ’ ολόκληρο το φάσμα της.
Μέσα από την παιδαγωγικού χαρακτήρα προσπάθειά του προβάλλει η επιδίωξή του για την δημιουργία και καλλιέργεια στα πλαίσια πάντοτε της κοινότητας, ενός πνεύματος συνεργασίας – αλληλεγγύης, συνεκτικού της ενότητάς της που θα πήγαζε από την ατομική αυτογνωσία και θα κατέτεινε στην συλλογική ταυτότητα των μελών της.
Γιατί οσοδήποτε και αν θεωρηθούν, ορισμένες τουλάχιστον από τις ιδέες του ως προσωπικές και επομένως για το κοινωνικό σύνολο αδιάφορες, ανεφάρμοστες ή ακόμα και ουτοπικές, ένα είναι κατά τη γνώμη μου το αναμφισβήτητο θετικό αποτέλεσμα. Συνέβαλαν στον προβληματισμό και τη διάπλαση ατομικής αυτογνωσίας ως διαμορφωτικού παράγοντα της νεοελληνικής συλλογικής ταυτότητας, σε θεωρητικό είναι αλήθεια ακόμη επίπεδο μέσα από τους διαύλους του κοινοτισμού, σε μια περίοδο που παρουσίαζε εμφανή σημεία κάμψεως.
Η οικονομική αυτάρκεια – αυτονομία της κοινότητας, με συντονιστικό στοιχείο τη συλλογική αλληλεγγύη αποτελούσε ανέκαθεν αυτονόητη προϋπόθεση για την ομαλή και αυτοδύναμη λειτουργία της κοινότητας. Ασφαλιστικές δικλείδες της αυτοδύναμης αυτονομίας της υπήρξαν τα συστήματα αλληλοβοήθειας των κτηνοτρόφων, ή αλληλασφαλίσεως των ναυτικών πού λειτουργούσαν ικανοποιητικά αποτρέποντας τη μείωση ή την απώλεια της παραγωγικής δραστηριότητας των μελών της κοινότητας εξαιτίας τυχαίων περιστατικών.
Η αποδυνάμωση της αυτοδυναμίας της κοινότητας και η απορρόφηση των εξουσιαστικών της δικαιοδοσιών από το κράτος, επέφερε εκτός της πολιτιστικής της υποβαθμίσεως και τον σταδιακό μαρασμό της παραγωγικής της δραστηριότητας τόσο σε ατομικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο. Η σημασία της επομένως ως αυτοδύναμης πηγής ενέργειας ελαχιστοποιήθηκε.
Ως αντίδοτο —σε περιπτώσεις ελαττωματικής λειτουργίας της παραγωγικής διαδικασίας στον γεωργικό τομέα— ενδημικό φαινόμενο εξαιτίας των δυσλειτουργειών που αναφέραμε — το Κράτος εφάρμοζε την πολιτική της ατομικής δανειοδοτήσεως, μιας διαδικασίας όμως που βρισκόταν σ’ εξάρτηση όχι από τα μέσα παραγωγής αλλ’ από το κομματικό πελατειακό σύστημα που απεργαζόταν τη διάσπαση της κοινοτικής αλληλεγγύης, εφόσον οι δανειοδοτήσεις χορηγούνταν με βάση τα κομματικά κριτήρια και όχι την παραγωγική δραστηριότητα του δανειοδοτούμενου.
Τους διαβρωτικούς αυτούς για την ενότητα της κοινότητας κρατικούς παρεμβατικούς μηχανισμούς θέλησε ν’ αναμορφώσει ο Κ.Δ.Κ. αποβλέποντας στην βελτίωση της καλλιέργειας της γης, εισάγοντας το σύστημα της συλλογικής κοινοτικής δανειοδοτήσεως, το οποίο με την συνεργασία όλων των μελών της κοινότητας θα συντελούσε στη δραστηριοποίηση της οικονομικής αυτάρκειας – αυτονομίας και στη διατήρηση της πολιτιστικής της ταυτότητας. Θα συνέβαλε επομένως στον απεγκλωβισμό της από την εξουθενωτική εξάρτηση – περίπτυξή της από τα κρατικά κέντρα εξουσίας.
Θέλοντας να προλάβει τη σταδιακή αποδιοργάνωση και το μαρασμό των κοινοτικών θεσμών ο Κ.Δ.Κ. ύστερα από επισταμένη επιτόπια έρευνα, επεσήμανε την ύπαρξη – επιβίωση εθιμικών κανόνων, τούς οποίους στην περίπτωση της αγροτικής παραγωγής αποκαλεί «εγγενή γεωργικά δίκαια» ναι τόλμησε να προχωρήσει στην πρακτική εφαρμογή τους κινητοποιώντας σε πρώτη φάση την ΑΤΕ, ως μοχλό συνεργασίας κράτους – κοινότητας για την γεφύρωση του χάσματος ανάμεσα στο συγκεντρωτικό (κράτος) και το αποκεντρωτικό (κοινότητες) σύστημα διακυβερνήσεως. Γιατί φανερό είναι από όσα εκτέθηκαν ότι σε τελευταία ανάλυση, αυτό ήταν το άλυτο ως τότε πρόβλημα που έπρεπε να αντιμετωπισθεί.
Κατευθυντήρια ιδέα του Κ.Δ.Κ. ήταν η εξασφάλιση της οικονομικής αυτοδυναμίας των δημητριακών κοινοτήτων οι οποίες εξαιτίας της συνεχιζομένης κρατικής παρεμβατικής πολιτικής στους μηχανισμούς της αυτόνομης λειτουργίας της κοινότητας και της εφαρμογής του αντιοικονομικού συστήματος καλλιέργειας ήταν καθηλωμένες σε μια κατάσταση υπαναπτύξεως και αδράνειας, καθώς εξαρτούνταν από εξωτερικούς συντελεστές, όπως οι κρατικές δανειοδοτήσεις και τα εμβάσματα του εξωτερικού.
Πρότεινε λοιπόν τη σύσταση κοινοτικών ταμιευτηρίων με τα οποία θα εξασφαλιζόταν η αυτοχρηματοδότηση, απαραίτητη προϋπόθεση για την αυτοδύναμη λειτουργία της αγροτικής κοινότητας, ως αυτόνομης δεκτικής παραπέρα εξελίξεως οικονομικής μονάδας. Ενώ δε τα κοινοτικά ταμιευτήρια θα εξυπηρετούσαν τα μικρά εγγειοβελτιωτικά έργα, η ΑΤΕ θα στήριζε την εκτέλεση μεγαλυτέρων μακροπρόθεσμων έργων υποδομής.
Την πολιτική αυτή εξυπηρετούσε η σύνταξη από τον Κ.Δ.Κ. σημαντικού αριθμού εκθέσεων για την εκτέλεση σε νευραλγικές γεωργικές περιοχές εγγειοβελτιωτικών έργων.
Σύμφωνα με το αναπτυξιακό πρόγραμμα του Κ.Δ.Κ. η γεωργική πολιτική του κράτους που βασιζόταν στην εξασφάλιση της σιτάρκειας με εντατική μονοκαλλιέργεια, έπρεπε ν’ αντικατασταθεί από ένα σύστημα εξειδικευμένων καλλιεργειών, που θ’ αποδέσμευαν το έδαφος και. τα εργατικά χέρια από την μονόπλευρη καλλιέργεια με την «πολλαπλότητα των παραγωγικών ζωνών και την ποικιλία των προϊόντων», θα εξασφαλιζόταν, σε συνδυασμό με τα εμβάσματα του εξωτερικού, η οικονομική αυτάρκεια των κοινοτήτων και θα διευκολυνόταν η οργανική ένταξη της αγροτικής κοινωνίας και οικονομίας στο ευρύτερο κοινωνικό σχηματισμό. Θα περιοριζόταν έτσι το μεταναστευτικό ρεύμα που συντελούσε στη δημογραφική αφαίμαξη του αγροτικού δυναμικού.
Για την επίτευξη των στόχων αυτών θα δραστηριοποιούνταν τα δοκιμασμένα από μακραίωνη εμπειρία κοινοτικά δίκαια. Οι κανόνες δηλαδή που εξυπηρετούσαν μόνιμες συλλογικές ανάγκες των μελών της κοινότητας που δεν ήταν δυνατόν να ρυθμισθούν από την ασυντόνιστη ιδιωτική πρωτοβουλία.
Για να λειτουργήσει αποδοτικά το σύστημα αυτό η κοινότητα έπρεπε ν’ ανακτήσει τις εξουσιαστικές δικαιοδοσίες που της είχε υφαρπάσει το κράτος. Εγχείρημα δύσκολο διότι ο κοινοτισμός είχε εμπλακεί στον αμφιλεγόμενο θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, ο οποίος καθοδηγόνταν εκ των άνω ενώ θα έπρεπε να διαμορφώνεται εκ των κάτω.
Ιδιαίτερη σημασία απέδιδε ο Κ.Δ.Κ. στα μικρά εγγειοβελτιωτικά έργα με την συστηματική εφαρμογή των οποίων ήλπιζε να δραστηριοποιήσει τη γεωργική παραγωγή. Πράσινο φως για την εφαρμογή του προγράμματος αυτού δίνει ο νόμος 6027/1933 που ψηφίζεται ύστερ’ από πρόταση του Κ.Δ.Κ. Με το νομοθέτημα αυτό παρέχεται στους δήμους και τις κοινότητες η δυνατότητα ν’ αναλαμβάνουν υπεύθυνα την εκτέλεση μικρών παραγωγικών έργων με την οικονομική ενίσχυση της ΑΤΕ.
Ορισμένες δυσλειτουργίες τον Ν. 6027/1933 αντιμετωπίσθηκαν στην περίπτωση της εκτελέσεως στραγγιστικών έργων στην κοινότητα Φήκης Τρικάλων. Τα έργα άρχισαν άλλ’ η άρνηση ορισμένων μελών της κοινότητας ν’ ανταποκριθούν στις οικονομικές απέναντι στην ΑΤΕ υποχρεώσεις τους προκάλεσε την αντίδραση της Τράπεζας, η οποία απείλησε τη διακοπή της χρηματοδοτήσεως του έργου. Το κοινοτικό συμβούλιο εισηγήθηκε τότε με σχετικό του ψήφισμα, τρείς λύσεις μια από τις οποίες ήταν η συνομολόγηση αλληλέγγυας συμβάσεως ιδιοκτητών και κληρούχων Φήκης που θα καθόριζε τις υποχρεώσεις της απέναντι σε επιτροπή που θα εκλεγόταν από τους ίδιους και θα επόπτευε την εκτέλεση του έργου και πρότεινε τρόπους εξωφλήσεως της οφειλής προς την Τράπεζα. Η επιλογή από το κοινοτικό συμβούλιο Φήκης της λύσεως που προέβλεπε τη σύσταση αναγκαστικού συνεταιρισμού βρήκε αντιμέτωπο τον Κ.Δ.Κ. ο οποίος την θεώρησε ως περίπτωση ασκήσεως «κοινωφελούς εκβιασμού». Προτιμούσε την από μέρους της κοινότητας επιβολή σχετικής εισφοράς. Την εφαρμογή δηλαδή μιας πρακτικής η οποία είχε δοκιμασθεί κατά την κατανομή του φόρου, ενέργειας δηλαδή που είχε από τη φύση της αμυντικό και όχι αυθαίρετο χαρακτήρα, δεδομένου ότι απέβλεπε στην αντιμετώτιση αναγκών απαραιτήτων για την κανονική λειτουργία και την επιβίωση της κοινότητας.
Θα ήταν επομένως χρήσιμο από κάθε άποψη να δημοσιευθούν όλες οι σχετικές ενθέσεις του Κ.Δ.Κ. η αξιολόγηση των οποίων έχει ήδη αρχίσει, και να διαπιστωθεί από επιτόπια έρευνα αν η κατά περίπτωση εφαρμογή του προγράμματός του απέδωσε στην εποχή του, καθώς επίσης κατά πόσο θα μπορούσε να συμβάλλει στη σύγχρονη οικονομική ανασυγκρότηση της υπαίθρου.
Πράγματι οι επισημάνσεις – διαπιστώσεις και οι προτάσεις του Κ.Δ.Κ. καίριας σημασίας για την εποχή του ενδιαφέρουν άμεσα και τη σύγχρονη προβληματική, διότι παραπέμπουν σε επίκαιρα αδιέξοδα σχετικά με την οικολογία, τον περιβαλλοντισμό, τον άμετρο κρατικό παρεμβατισμό, θέματα δηλαδή από τα οποία επηρεάζονται ιδιαίτερα οι διαπροσωπικές σχέσεις των μελών της κοινωνίας μας η οποία χάνει σταδιακά την παλιά της συνοχή.
Η πολλαπλότητα του προβληματισμού και η αμεσότητα των διαπιστώσεων και των πρακτικών λύσεων του Κ.Δ.Κ. θεωρούμενα από τη σκοπιά του επιδιωκόμενου σκοπού, την αναζήτηση και διαμόρφωση συνειδητής και υπεύθυνης ατομικής αλληλένδετης με την συλλογική νεοελληνικής ταυτότητας, είναι φυσικό να προκαλεί το ενδιαφέρον κάθε ευαίσθητου δέκτη των συγχρόνων κοινωνικών προβλημάτων.
Σ’ αυτόν ακριβώς το στόχο αποβλέπει ο συνεχής διάλογος και η έντονη επιθυμία τον να βρίσκεται σε διαλεκτική επικοινωνία με τον «αγαπητό [του] αναγνώστη». Η επαφή αυτή έχει παιδαγωγικό περιεχόμενο αφού στοχεύει να τον ωθήσει στην αποκάλυψη και διαμόρφωση του ίδιου του εαυτού στην ευαισθητοποίηση νια την πρόσκτηση αυτογνωσίας – αυτοσυνειδησίας.
Η οργανική ένταξη της μονάδας στα πλαίσια της ομάδας, κεντρικός άξονας και επίτευγμα του κοινοτισμού από την προκλασική ακόμη εποχή, αποτελεί για τον Καραβίδα τη σύγχρονη έκφραση της σχέσεως του μορίου – πολίτη, στα πλαίσια τον συνόλου – πόλεως.
Αυτή την ένταξη επιδιώκει προβάλλοντας το ατομικό του παράδειγμα με πίστη και πάθος και για το λόγο αυτό αναβαπτίζεται στη «σγουρή κώγχη του χοινοτισμού» , στους κολπους της οποίας είχε πραγματοποιηθεί οργανικά η ένταξη αυτή και είχε συντελέσει στη διαμόρφωση της κοινοτικής αρετής μεταγενέστερου εξελικτικού σταδίου της πολιτικής αρετής, που έχει ως πηγή τον κοινωνικό έλεγχο και αποτελεί την κεντρική συνιστώσα του νεότερου κοινοτισμού.
Με την ενεργό παρέμβασή του στα κοινοτικά πράγματα ο Κ.Δ.Κ. απέβλεπε στη διαμόρφωση και καλλιέργεια ενός κλίματος κοινοτικής αλληλεγγύης, όπως ετόνισε «… μόνης πηγής αλλά και εγγυήσεως των εμπράκτων ελευθεριών. Αποκρυσταλλώνοντες ούτω τας δεσμέσεις από της απλουστέρας… έως την πλέον σύνθετον… θα δυνηθώμεν να έχωμεν ως τελικήν σύνθεσιν δια της εμμέσου και κλιμακωτής ανοικοδομήσεως την κεντρικήν εξουσίαν…».
«Η εξουσία αυτή θα είναι η αληθής κοινοτική δημοκρατία στηριγμένη εις πραγματικήν επιλογήν προσώπων και θεσμών αξιολογικώς και γνησίως ιεραρχουμένων όπου η [μεν] νομοθετική εξουσία της θα πηγάζει… δια κλιμακωτής αντιπροσωπεύσεως βάσει δυναμικής πολλαπλής ψήφου η [δε] εκτελεστική… [Θα προέρχεται] απ’ ευθείας εν, του λαού δια καθολικής ψηφοφορίας, κρινούσης την προτίμησιν του Έθνους μεταξύ των προσώπων των διαδραμόντων ανεπιλήπτως την κλίμακα ωρισμένων κοινοτικών λειτουργιών».
Ο Καραβίδας την «αληθή κοινοτικήν Δημοκρατίαν» την αντιλαμβάνεται ως «τελικήν σύνθεσιν» των επιμέρους κοινοτήτων, οι οποίες δια της εμμέσου και κλιμακωτής ανοικοδομήσεως θα συγκροτήσουν την κεντρικήν εξουσίαν, θεωρεί με άλλα λόγια δυνατό το συγκερασμό της αιιτι0έσεως ανάμεσα στο συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό σύστημα διακυβερνήσεως.
Θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι η περικοπή αυτή εντάσσεται σ’ εκείνες τις περιπτώσεις, στις οποίες ο Κ.Δ.Κ. δεν προσδιορίζει τι ακριβώς εννοεί. Χρειάζεται επομένως μια ειδική διασάφηση – ερμηνεία.
Στο σημείο αυτό ο καθηγητής Φαίδων Βεγλερής παρατηρεί εύστοχα ότι «δεν μας πέφτει λόγος να επικρίνουμε το σύστημά του υποδεικνύοντας ότι η περιγραφή του για τη σκιαγράφηση του πολιτεύματος της κοινοτικής δημοκρατίας είναι υπερβολικά σχηματική, ή δηλώνοντας πώς δεν δεχόμαστε ότι η κυβέρνηση μπορεί να εκλέγεται από το λαό ή ότι δεν εννοούμε τι μπορεί να είναι η πολλαπλή ψήφος». Δεν νομιμοποιούμεθα, θα πρόσθετα εγώ, εμείς τουλάχιστον της γενιάς του Κ.Δ.Κ. να εξεγειρόμαστε επειδή, όπως σωστά συμπληρώνει ο καθηγητής Βεγλερής «Όταν ο Καραβίδας μας προεκάλεσε στο έδαφός μας ευθέως δε λάβαμε τον κόπο ούτε ν’ αναιρέσουμε τη δοκιμαστική κατασκευή του, ούτε να βοηθήσουμε με την κριτική μας να γίνει ακριβέστερη και πιο βιώσιμη, ούτε για να είμαστε ειλικρινείς να τη διαβάσουμε. Πενήντα χρόνια από τότε φόρτωσαν στην πλάτη μας άπειρες και ογκώδεις αποδείξεις ότι η συνταγματολογία μας δεν έδωσε κανένα πραγματικό χρήσιμο καρπό» (ο.π.).
Μια άλλη περικοπή του Καραβίδα που επίσης επιδέχεται ιδιαίτερη ανάγνωση – ερμηνεία, είναι αυτή που αφορά στα Jura Fundi, στα εγγενή δηλαδή κοινοτικά δίκαια που ενυπάρχουν όπως είπαμε προηγουμένως στη φύση κάθε αγροτικής καλλιέργειας. Όταν τα δίκαια αυτά ασκούνται από κρατικά όργανα για την εξυπηρέτηση της κρατικής πολιτικής, κλονίζεται ή ανατρέπεται η εσωτερική ισορροπία, η οικονομική αυτονομία και αυτάρκεια του γαιοκτητικού συστήματος, που λειτουργεί παράλληλα συμπληρώνοντας τις κρατικές αδράνειες, με το κρατικό, στα πλαίσια της λαϊκής γεωργικής δικαιοταξίας λανθάνοντας. Ο Κ.Δ.Κ. διακρίνει αυτές τις δύο κατηγορίες κανόνων δικαίου το κρατικό από την μια πλευρά και το κοινοτικό από την άλλη δίκαιο και αναζητεί τις διαφορές του τις χαρακτηρίζουν. Ωστόσο, μια ευρύτερη διερεύνηση του φαινομένου αυτού βασιζόμενη, στις αντιμαχόμενες πηγές του ελληνικού από τη μια πλευρά και τον ρωμαϊκού δικαίου απ’ την άλλη, που επίμονα αντιδικούν γύρω από τους θεσμούς αυτούς από την εποχή ακόμη της ρωμαϊκής κατακτήσεως, θα ενδυνάμωνε τα επιχειρήματά του σχετικά με τη πραγματική φύση ναι το περιεχόμενο των «εγχωρίων κοινοτικών θεσμών» στους οποίους ο ίδιος αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα.
Σε τελευταία ανάλυση η συνεχιζομένη αντιδικία κράτους – κοινότητας είναι επιβίωμα της εγγενούς αντιθέσεως ανάμεσα στο συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό σύστημα διακυβερνήσεως, η οποία υφέρπει με διάφορες μορφές σε όλες τις περιόδους της ιστορίας του δικαίου μας. Στην κλασσική περίοδο αντιμετωπίσθηκε το πρόβλημα συνθετικά. Επιτεύχθηκε ο συγκερασμός στην αρχή εμπειρικά (φατρίες φυλές δήμος – πόλις) και στη συνέχεια με το μέσο των αμφικτυονιών των κοινών και των συμπολιτειών ανάλογα με τις εκάστοτε κατά τόπο και χρόνο επικρατούσες συνθήκες.
Κατά την ελληνιστική περίοδο συνεχίζεται η συγκρότηση των αυτονόμων πόλεων με ομοσπονδιακή μορφή σε κοινά, για να διακοπεί ή να ατονήσει με την επιβολή της ρωμαϊκής κυριαρχίας εξαιτίας του περιορισμού της κρατικής ανεξαρτησίας των επιμέρους πόλεων.
Κατά τη βυζαντινή περίοδο το αποκεντρωτικό σύστημα εμφανίζεται με ιδιόρρυθμη μορφή στους θεσμούς των ομοκήνσων και ομοδούλων κτημάτων, φορολογικών μονάδων συγκροτουμένων με πρότυπα τα ελευθερικά χωριά, τις μητροκωμίες ναι τις κωμητουρίες.
Είναι γνωστό, ότι οι περιοχές αυτές συγκροτούσαν αυτοδιοικούμενες κοινότητες που επιβίωσαν στο κρατικό συγκεντρωτικό σύστημα ως φορολογικές μονάδες, οι οποίες ενδέχεται να ταυτίζονταν εδαφικώς με εκτεταμένες περιοχές (επαρχίες – πλησιόχωροι).
Η ρύθμιση αυτή εφαρμόσθηκε από λόγους ανάγκης. Το συγκεντρωτικό κράτος για να εξασφαλίσει την τακτική φορολογική απόδοση της γεωργικής παραγωγής ανεχόταν, ή ακόμα και επέβαλε (επιβολή) το αποκεντρωτικό σύστημα, το οποίο λειτουργούσε σαν αναγκαίο υποκατάστατο του κοινοτικού, στα πλαίσια του κρατικού συγκεντρωτικού συστήματος.
Στη Τουρκοκρατία το αποκεντρωτικό σύστημα όχι μόνο αναπτύσσεται με φορείς τις κάθε είδους κοινότητες, είτε μεμονωμένες είτε ενταγμένες σε ευρύτερα διοικητικά σύνολα (επαρχίες – νομοί) σε τέτοιο βαθμό, εξαιτίας του ενιαίου διανεμητικού φορολογικού συστήματος, ώστε να μπορεί να γίνει λόγος για το πλουραλιστικό παρακράτος του Έθνους, δίδυμη εκδήλωση του παρακράτους του Γέννους.
Παρά. τον σαφή αποκεντρωτικό χαρακτήρα των δύο παρακρατικών συστημάτων αυτά διαταράσσονται εσωτερικά από αντίρροπες συγκεντρωτικές τάσεις ομοσπονδιακής μορφής. Τέτοιες περιπτώσεις παρατηρούνται στις στρατιωτικές (αρματολισμός ομοσπονδίες Σουλίου, Χειμάρας), πολιτικές (24 χωριά του Πηλίου), οικονομικές (συντεχνίες – συντροφιές, Σέρρες, Μελένικο, Αμπελάκια) μικτές (οι ομοσπονδίες των Μαντεμοχωριών της Χαλκιδικής και των Μαστιχοχωριών της Χίου, οι ομόσπονδες κοινότητες των Χασικοχωριών και της Κασσάνδρας της Χαλκιδικής ή η συντεχνιακή οργάνωση των μεταλλοφόρων περιοχών του Πόντου ή τα Ζαγοχώρια), θρησκευτικές (καθεστώτα Οικουμ. Πατριαρχείου – Άγιον Όρος (κοινόβια – ιδιόρρυθμες μονές).
Υπό δραματική μορφή εξαιτίας της επικρατούσης πολυαρχίας, εκδηλώνεται η αντίθεση πολυκρατικού – συγκεντρωτικού συστήματος κατά την Επανάσταση του ‘21 όταν το πολυκρατικό παρακράτος προσλαμβάνει την μορφή του Έθνους, ενός Έθνους όμως που δυσκολεύεται εξαιτίας οργανικών τριβών να συγκροτηθεί όπως επέβαλαν οι ετερόνομες επιταγές εκείνου τον καιρού σε συγκεντρωτικό κράτος.
Ο αμυντικός θώρακας του πολυκρατικού κοινοτικού συστήματος που άνθεξε στις εξωτερικές πιέσεις του κατακτητή αποδυναμώθηκε επικίνδυνα όταν απαιτήθηκε να συγκροτηθεί στο κράτος που προέκυψε από την Επανάσταση. Ένα κράτος που ήταν αναγκασμένο ν’ απαρνηθεί τον πλουραλιστικό εαυτό του για να ενταχθεί απροετοίμαστο αναγκαστικά στη δυτική μονολιθική συγκεντρωτική δικαιοταξία.
Στο τέλος του 18ου αιώνα το υπαρξιακό αίτημα της απαλλαγής από την τυραννία οδήγησε τον Ρήγα Βελεστινλή να προτείνει με το Σύνταγμά του την ομοσπονδιακή επί υπερεθνικής βάσεως συσσωμάτωση όλων των υποδούλων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία πληθυσμών και την αναγνώριση των πολιτιστικών δικαιωμάτων των επί μέρους κοινοτήτων – εθνοτήτων . Στην πρόταση αυτή είχε προχωρήσει, έχοντας υπόψη όπως ρητά προκύπτει από τα κείμενά του την ομοσπονδιακή συγκρότηση των ελληνικών κοινοτήτων και ιδιαίτερα εκείνων της ιδιαίτερης πατρίδας του, της Θεσσαλομαγνησίας.
Άλλωστε και στην αρχή της Επαναστάσεως τον ‘21 η Νομική Διάταξη της Ανατολικής Χέρσας Ελλάδας (27 Νοεμβρίου 1821) στα πλαίσια της οποίας ήταν ενταγμένες ευρύτερες περιοχές με μακραίωνη ομοσπονδιακή παράδοση όπως η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η Μακεδονία, προγραμματίζει την ομοσπονδιακή συγκρότηση του κράτους που απελευ0ερώνεται. Την ίδια δε εποχή ο πρώτος πολιτειολόγος της νεότερης Ελλάδας, ο Ιωάννης Κοκκώνης, προτείνει και αυτός την ομοσπονδιακή οργάνωση του Νεοελληνικού κράτους, επικαλούμενος τα συστήματα των «κοινών» της κλασικής Ελλάδας σε συνδυασμό με εκείνα των «Ενωμένων Επαρχιών» της Αμερικής και της Ελβετίας. Το συγκερασμό δηλαδή όχι μόνο της εγγενούς αντιθέσεως (συγκεντρωτικού – αποκεντρωτικού συστήματος) αλλά και των αυτόχθονων με τους ετερόχθονες πολιτειακούς θεσμούς. Κατά την περίοδο εκείνη ο ορυμαγδός του πολέμου δεν άφηνε τα’ απαραίτητα περιθώρια ώστε ν’ ακουσθεί το συγκαλυμμένο ακόμη αίτημα του συγκερασμού των αντιθέσεων. Να λειτουργήσει δηλαδή αποτελεσματικά η γενική ρήτρα της διαιτησίας – διαλλαγής.
Στις περιπτώσεις αυτές που εξετάσαμε δεν επιλύεται οριστικά, υπέρ του ενός ή του άλλου συστήματος η αντίθεση, αλλά πρόκειται μάλλον για καταστάσεις πρόσκαιρης ανακωχής ή αμοιβαίας ανοχής του ενός
στα πλαίσια του άλλου, που κάποτε λειτουργεί λανθανόντως (με την μορφή της φορολογικής μονάδας) με τη μέθοδο συγκαλύψεως των πηγών και άλλοτε πάλι εκδηλώνεται όπως στην περίπτωση της Αντιβασιλείας απροκάλυπτα, οπότε επιφέρει τον αυθαίρετο παραγκωνισμό του αποκεντρωτικού συστήματος και την αντικατάστασή του με το συγκεντρωτικό.
Συγκερασμός συγκεντρωτικού και αποκεντρωτικού συστήματος, καρπός της ομαλής ανελίξεως των διοικητικών θεσμών στα πλαίσια μακραίωνου καθεστώτος αυτοδιοικήσεως, επιτυγχάνεται στο ομοσπονδιακό πολίτευμα του Αγίου Όρους. Εκδηλώνεται με τη μορφή μόνιμης αντιθέσεως με εναλλασσόμενες τάσεις άλλοτε προς το κοινοβιακό (συγκεντρωτικό) και άλλοτε προς το ιδιόρρυθμο (αποκεντρωτικό) σύστημα, η οποία με βάση τη γενική ρήτρα της διαιτησίας διαλλαγής καταλήγει σε σύνθεση.
Αναγκαστική συνύπαρξη, όχι όμως ομαλό συγκερασμό, όπως αυτόν που διαπιστώσαμε στην περίπτωση του Αγίου Όρους, παρατηρείται στα κοινοτικά πράγματα της Μακεδονίας, όπου παράλληλα με το συγκεντρωτικό σύστημα που επέβαλε ο Ν 293, της 30 Σεπτεμβρίου 1914, εξακολούθησαν να ισχύουν κατάλοιπα του αποκεντρωτικού συστήματος με φορείς την παρασιτική ηγετική τάξη των τζορμπατζήδων που είχε υφαρπάσει εξουσιαστικές δικαιοδοσίες σε ουσιαστικές κοινοτικές υποθέσεις.
Ως προκαταρκτικό στάδιο, ο Κ.Δ.Κ., δεν αποκλείει την εφαρμογή του κοινοτικού συστήματος ως τρόπο οργανώσεως της ομαδικής ζωής και σ’ άλλες περιπτώσεις εκτός της δημητριακής αγροτικής κοινότητας, την οποία χρησιμοποιεί ως το κατ εξοχήν πρότυπο για τη θεμελίωση και εφαρμογή του ευρυτέρου προγράμματός του στην πράξη.
Έτσι ενώ αξιοποιεί τα επιτεύγματα της κοινοτικής δικαιοταξίας στην πράξη σε τοπική κλίμακα επιδιώκει, όπως είδαμε παράλληλα την γενικότερη εφαρμογή της σε κρατικό επίπεδο (Κοινοτική Δημοκρατία).
Η ευχέρεια εναλλακτικής σταθμίσεως – επιλογής κατά περίπτωση που θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε ως παράλληλη ρύθμιση, όπως ίσως ήταν αυτή που εκδηλώθηκε σποραδικά κατά την Επανάσταση του ‘21 με τα ψηφίσματα της Β’ και της Γ’ Εθνικής Συνελεύσεως, χάνεται, όταν την ανάκτηση της πολιτικής Ελευθερίας που υπήρξε επίτευγμα του κοινοτισμού διαδέχεται η επιβολή της Απόλυτης Μοναρχίας, συγκεντρωτικού συστήματος, που όχι μόνο ήταν με τον τρόπο του εφαρμόσθηκε αντίρροπο αλλά και ασυμβίβαστο με το πολυκρατικό.
Ο Καραβίδας εντοπίζει την καταλυτική επίδραση της Αντιβασιλείας και της Μοναρχίας του Όθωνα στον κοινοτισμό εξακολουθεί όμως να αισιοδοξεί, ότι παρά τις συνεχιζόμενες κωδικοποιήσεις των αντικοινοτικών διατάξεων του νόμου ΔΝΖ’/1912, ότι θα ήταν δυνατή η ανασυγκρότηση του Νεοελληνικού Κράτους με βάση τις κοινότητες, στα πλαίσια του δημοκρατικού αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος.
Ασκώντας ο Καραβίδας κριτική στο έργο που επιτέλεσε το περιοδικό «Κοινότης» (1922 – 1924), που απέβλεπε στο «ξεκαθάρισμα της έννοιας της κοινότητας από τις νεφέλες της αοριστίας και την εστυλιζάρισε με σαφήνεια και σταθερότητα», παραδέχεται ότι υπάρχει —όπως ήδη επισημάναμε— μια «βαθειά σύγχυση ως προς τη φύση, την έκταση και την αναγκαιότητα των κοινοτικών προβλημάτων ως και των αντιστοίχων κοινοτικών λειτουργιών, που τα παρακολουθούν και τα ρυθμίζουν και υπάρχει επίσης ασάφεια ως προς το αν αυτές οι λειτουργίες πρέπει να είναι καθαρά κοινοτικές ή καθαρά δημόσιες κρατικές ή μικτές».
Βέβαια η επιφύλαξη αυτή ισχύει αναγκαστικά και στην περίπτωση της προτάσεώς του για τη συγκρότηση της Κοινοτικής Δημοκρατίας. Στο θέμα αυτό
μια ιστορικής φύσεως αναδρομή ίσως πρόσφερε κάποια θεωρητικού χαρακτήρα απάντηση στο φαινομενικό αδιέξοδο στο οποίο οδηγεί η πρόταση αυτή.
Μπορούμε όμως να συζητούμε για αδιέξοδο τη στιγμή που κατά την Επανάσταση, δεν λείπουν παραδείγματα όχι μόνο αντιθέσεως – συγκρούσεως, αλλά και συνθέσεως – συγκλίσεως των αντιμέτωπων όπως είδαμε συστημάτων στην πράξη;
Αναφέρομαι στο παράδειγμα της Σάμου της οποίας ο καταστατικός χάρτης, γνωστός ως Στρατοπολιτικός Διοργανισμός (Μάιος 1821), υπήρξε, όπως είναι γνωστό το πρώτο συνταγματικό κείμενο της Επαναστάσεως.
Στην περίπτωσή μας το επαναστατικό γεγονός, η έκρηξη της Επαναστάσεως συμπίπτει χρονικά με τη σύνταξη του Πολιτεύματος, το οποίο συμπορεύεται και συντονίζεται κατά τρόπο αξιοθαύμαστο με την προϋπάρχουσα αποκεντρωτική συγκρότηση των 18 αυτόνομων κοινοτήτων. Και οι τρείς εξουσίες, νομοθετική, εκτελεστική και δικαστική εκπορεύονται και ασκούνται από όργανα εκλεγόμενα άμεσα από το λαό, ο οποίος σε συνεχή επαγρύπνηση συμπράττει δημιουργικά στη διαμόρφωση της πολιτικοκοινωνικής πραγματικότητας, αποτρέποντας εξωγενείς παρεμβάσεις, κάτω από την συγκεντρωτική αρχηγία του επίσης αιρετού Γενικού Αρχηγού της Πατρίδος, ο οποίος ασκεί την εξουσία, όχι πλασματικά για λογαριασμό του απόντα λαού, αλλά με την ενεργό σύμπραξη και συμπαράσταση της Γενικής Συνελεύσεως των 18 χωριών της νήσου.
Τα παραδείγματα που επικαλεστήκαμε σχετικά με την αντίθεση αποκεντρωτικού και συγκεντρωτικού συστήματος διακυβερνήσεως, πείθουν ότι δεν πρόκειται για παροδικό, ή μεμονωμένο αλλά μονιμώτερο και γενικότερο φαινόμενο. Πρόκειται μ’ άλλα λόγια για τη μόνιμη αντιδικία των κοινοτικών κατηγοριών της «λογίας» (κράτους) και της «δημοτικής (κοινότητες) παραδόσεως με την μορφή με την οποία εκδηλώθηκε ειδικότερα στο δίκαιο, αντιδικία, η οποία στη περίπτωσή μας αναθερμάνθηκε από τη συνεχώς οξυνόμενη συγκεντρωτική – παρεμβατική πολιτική του κράτους σε βάρος του λαϊκού μας δικαίου.
Για την κατανόηση όμως των προβλημάτων που απασχολούσαν τη σκέψη του Καραβίδα απαραίτητη είναι ναι πάλι μια σύντομη αναφορά στα περιστατικά που τα προκάλεσαν.
Ενώ η αναγεννηθείσα Ελλάς αγωνιζόταν κάτω από το ανελεύθερο καθεστώς της Μοναρχίας να διαμορφώσει τη νέα της προσωπικότητα, η εθνική της ταυτότητα αμφισβητήθηκε από τη θεωρία του Fallmerayer ο οποίος υποστήριζε ότι ο ελληνικός πολιτισμός είχε διαβρωθεί από τις αλβανικές και σλαβικές εποικήσεις.
Η θεωρία αυτή που διατυπώθηκε σε εποχή που οι γνώσεις μας για τη ρωμαιοκρατία τη λατινοκρατία τη βυζαντινή και τη τουρκοκρατούμενη περίοδο ήταν συγκεχυμένες ή ανύπαρκτες βρήκε πρόθυμους οπαδούς στα πρόσωπα των εχθρών της Ελλάδας.
Πρόβαλλε λοιπόν αδήριτη η ανάγκη, να επιδιωχθεί η ανασύνδεση της νεοελληνικής με τις προγενέστερες περιόδους της ιστορίας μας και μάλιστα την κλασική, δοθέντος ότι προς την κατεύθυνση αυτή ήταν την εποχή εκείνη, εστραμμένη η ιστορική έρευνα στην Ευρώπη, από την οποία αντλούσε τις ιδέες και τα επιχειρήματά της η άωρη ακόμη και απροσανατόλιστη εθνικά νεοελληνική Επιστήμη.
Φιλόλογοι υπήρξαν εκείνοι, που έχοντας το προνόμιο ναι την τύχη να βρίσκονται με την γέφυρα της γλώσσας πλησιέστερα από τους νομικούς στις αυτόχθονες πηγές διάνοιξαν το δρόμο που οδηγούσε στην αποκατάσταση της λανθάνουσας προηγουμένως ενότητας της εθνικής μας παραδόσεως. Η έλλειψη ωστόσο νομικής παιδείας και ειδικών γνώσεων δεν τους επέτρεψε να ολοκληρώσουν την προσπάθειά τους επεκτείνοντας την έρευνα στους θεσμούς, από την οποία θα προέκυπτε έστω και έμμεσα) η απόδειξη της ενότητας αφού οπωσδήποτε θα διαπιστωνόταν ως ζημιογόνα συνέπεια των ξενικών κατακτήσεων, ο διχασμός των πηγών από τις οποίες άντλησαν τόσο το επίσημο όσο και το λαϊκό δίκαιο.
Όπως ναι να έχει το πράγμα, φιλόλογος ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος ανέλαβε και έφερε σε αίσιο πέρας την προσπάθεια αποκαταστάσεως της ιδέας της ενότητας τον ελληνικού πολιτισμού επεσήμανε δε και διέγνωσε την πρωταρχική σημασία του κοινοτισμού ως κεντρικής του συνιστώσας.
Φιλόλογοι επίσης υπήρξαν οι δύο σημαντικοί ιστορικοί: ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και ο Νικόλαος Πολίτης, οι οποίοι συνέβαλαν με την προβολή της βυζαντινής ιστορίας ο πρώτος, της λαογραφίας και του λαϊκού πολιτισμού ο δεύτερος στην ανασύνδεση – εμπέδωση της νεοελληνικής πολιτιστικής παραδόσεως.
Στα «ομότροπα ήθη» του Ηροδότου, δηλαδή στην κοινότητα των ηθών και των εθίμων, των δοξασιών και των παραδόσεων, της αντιλήψεως τον εξωτερικού κόσμου, της αντιμετωπίσεως δηλαδή της ατομικής μοίρας και του συλλογικού πεπρωμένου ανάγει ο Νικόλαος Πολίτης την αφετηρία της διαπλάσεως της συλλογικής συνειδήσεως της εθνικής μας ενότητας.
Οι καταστάσεις αυτές εξωτερικεύονται κατά περίπτωση εναλλακτικά με την αρωγή:
α. της κοινής γλώσσας βασικού συντελεστή ο οποίος κατά τον κορυφαίο γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζηδάκη, διαμορφώνει, συμπορεύεται παρακολουθεί και αποδεικνύει την συνέχεια του πολιτισμού (ομόγλωσσον)
β. τη συνείδηση της κοινής καταγωγής (όμαιμον)
γ. την προσήλωση στην κοινή θρησκεία (για του Χριστού την πίστη την αγία για της πατρίδος την ελευθερία – ομόθρησκον).
δ. με τη συνειδητή εφαρμογή κοινών γραπτών και αγράφων κανόνων δικαίου ρυθμιστικών της δημοσίας και της ιδιωτικής ζωής (κοινός πανελλήνων νόμος, του οποίου η απαρχή χάνεται στο βάθος τον χρόνου).
Στην περίφημη διακήρυξη του φιλόσοφου του Μυστρά Πλήθωνος Γεμιστού «εσμέν γαρ έλληνες το γένος, ως η τε φωνή και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί» που θεμελιώνεται στην συνείδηση της κοινής καταγωγής (όμαιμον) και της κοινής γλώσσας (ομόγλωσσον), αποκρυσταλλώνεται τις παραμονές της Αλώσεως σε συγκεκριμένη πρόταση για πολιτειακή ανασυγκρότηση του δεσποτάτου του Μυστρά ένα καινοτόμο πολιτειακό μόρφωμα πλατωνικής εμπνεύσεως και συγκερασμού των ιστορικών προϋποθέσεων, που θεμελιωμένο επάνω στην κοινή γλώσσα και την πάτριο παιδεία (ομόγλωσσον), καθώς και στη συνείδηση της κοινής καταγωγής (όμαιμον) και οργανωμένο κατά το σοσιαλιστικό σύστημα προοριζόταν ν’ αντιπαραταχθεί εγείροντας φραγμό στις επεκτατικές προθέσεις τόσο της Ανατολής όσο και της Δύσεως.
Τα «ομότροπα ήθη» και όσοι όροι συνδέονται εννοιολογικώς με αυτά εκφράζουν αντιλήψεις προσκείμενες στο φυσικό δίκαιο ναι είναι κατά περίπτωση ισοδύναμα με τις έννοιες γένος, έθνος, κράτος, λαός, χώρα πατρίς, με τις οποίες άλλοτε ταυτίζονται και άλλοτε διαστέλλονται, πράγμα που συμβαίνει ειδικώτερα όταν διασπάται κλονίζεται ή απειλείται ο κόσμος του κοινού πεπρωμένου, που ιδιαίτερα σε κρίσιμες καταστάσεις διαδραματίζει συνεκτικό ρόλο, ή επίσης Όταν από την υποκειμενική πλευρά δεν συντρέχει το στοιχείο – βίωμα της πολιτιστικής ταυτότητας.
Από την αντίθεση επισήμου – λαϊκού δικαίου εκπορεύεται η αντιπαράθεση συγκεντρωτικού – αποκεντρωτικού συστήματος διακυβερνήσεως η οποία αναφαίνεται κατά την προεπαναστατική περίοδο και εκδηλώνεται με τις προσκείμενες στο λαϊκό δίκαιο έννοιες «το έθος της Πολιτείας μας ή οι νόμοι του Έθνους μας».
Κατά την μετεπαναστατική περίοδο όταν άρχισε να διαμορφώνεται μονόπλευρα η επιστημονική καλλιέργεια του δικαίου απαντούμε την αντίληψη αυτή της υπεροχής του λαϊκού μας δικαίου ν’ αναγνωρίζεται κάτω από το προσωπείο του εθίμου υποκριτικά και να διαστρεβλώνεται συνειδητά από οπαδού; της Σχολής των Ελλήνων Ρωμαϊστών, οι οποίοι αντί ν’ αγωνισθούν για την επικράτηση του λαϊκού δικαίου που προερχόταν από την Επανάσταση, ή τουλάχιστον για την αναγνώριση της ισοτιμίας του όπως είχε πραγματωθεί στην Καποδιστριακή περίοδο με το επίσημο δίκαιο, συγκαλύπτοντες τις προθέσεις τους εμφανίζονται ως υπερασπιστές του ενώ στην πραγματικότητα υπήρξαν απηνείς διώκτες του, που πέτυχαν τελικά πραξικοπηματικά τον παραγκωνισμό του.
Τα «ομότροπα ήθη, όταν η έννοια του γραπτού αποχωρίζεται από εκείνη του αγράφου δικαίου με την οποία αρχικώς ταυτιζόταν, εκούσια ή ακούσια, συγχέεται ή ταυτίζεται με διαφορετική κατά περίπτωση εμβέλεια με τις έννοιες έθος, έθιμα, συνήθειες για να υποβιβασθεί σε περιόδους πολιτικής υποδουλώσεως και να καταγραφεί στον Πανδέκτη του Ιουστινιανού ως Connsuetudo, άχρωμη έννοια που ασφυκτιούσε κάτω από την εξουθενωτική περύπτυξη του αυτοκρατορικού νόμου.
Ύστερ’ από τη σύντομη εξιστόρηση των περιπετειών του κοινοτικού ως πρωταρχικού στοιχείου του λαϊκού μας δικαίου, καθώς και των ζημιογόνων επιπτώσεων των ξενικών κατακτήσεων που αυτές προκάλεσαν έχουμε σχηματίσει ήδη μια συνοπτική εικόνα, ώστε να είμαστε σε θέση να καταλήξουμε στο ακόλουθο συμπέρασμα:
Η διαχρονική διάσταση του ελληνικού πνευματικού πολιτισμού του οποίου η εξωτερική συνοχή έχει στην μακραίωνη πορεία του διασπασθεί εξαιτίας των αλλεπαλλήλων ξενικών κατακτήσεων και των επιπτώσεών τους, βρίσκεται σε κάποια σημεία της μακραίωνης οδυνηρής πορείας του πέρα ατό τη συγκεκριμένη έννοια του χρόνου. Όπως επίσης πέρα από τον συγκεκριμένο χώρο βρίσκεται η άλλη διάσταση του ελληνισμού (αποικίες, απόδημος ελληνισμός) συγκροτημένη κοινοτικά γύρω από την Ορθοδοξία που υποκαθιστά εδώ την έννοια της πατρίδας (ομόθρησκον, ομόγλωσσον, όμαιμον).
Μήπως ο χρόνος δεν υπερκεράσθηκε όσον αφορά το παρελθόν προς το οποίο τον ανασυνδέει ο θρύλος του Μεγαλέξανδρου, και δεν εντάσσεται οργανικά στο μέλλον χάρη στον άλλο θρύλο του Μαρμαρωμένου Βασιλιά; Μήπως σύμβολα όπως ο σταυρός και ο δικέφαλος αετός δεν συμπλήρωναν σε κρίσιμες περιόδους τα κενά που δημιούργησε η έλλειψη στοιχειώδους παιδείας και δεν προσφέρουν ερμηνευόμενα την απόδειξη της ενότητας της εθνικής μας παραδόσεως; Στις περιπτώσεις λοιπόν αυτές ο χρόνος έχει υπερβατικό χαρακτήρα. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση τον αποδήμου ελληνισμού όπου η έννοια πατρίδα (χώρος) υποκαθίσταται η ταυτίζεται με την έννοια της Ορθοδοξίας (θρησκεία).
Στις παραπάνω περιπτώσεις επομένως η κοινότητα είναι το συνεκτικό στοιχείο (τρόπος) που συνδέει το δεδομένο ιστορικό γεγονός με τον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο.
Η προβολή του κοινοτισμού ως κεντρικής συνιστώσας του ελληνικού πολιτισμού από τον Κωνσταντίνο Παπαρρηγόπουλο και τούς οπαδούς του και η αξιοποίηση του περιρρέοντος λαϊκού πολιτιστικού κλίματος από τον Νικόλαο Πολίτη και τούς ομοϊδεάτες του είχε αμβλύνει τις εντυπώσεις που είχε προκαλέσει η ανθελληνική προπαγάνδα του Fallmerayer προσφέροντας μια σταθερή βάση για τη μεθόδευση της αντεπιθέσεως που θα στόχευε στην ανατροπή της.
Εξαιτίας όμως της εχθρικής απέναντι στον κοινοτισμό πολιτικής της Βαβαρικής Αντιβασιλείας και έπειτα της Μοναρχίας, την οποία συνέχισαν αβασάνιστα και οι μεταγενέστερες τον Συντάγματος του 1864 κυβερνήσεως, ο σπόρος του κοινοτισμού δεν μπόρεσε ν’ αναβλαστήσει στη γενέθλια γη.
Οι ελπίδες για μια θεσμική αναμόρφωση Της δημόσιας ζωής που ευαγγελίζονταν οι φιλελεύθερες κυβερνήσεις που διαδέχθηκαν την Επανάσταση του 1909 διαψεύστηκαν όταν με το Νόμο ΔΝΖ τού 1912 ανατροφοδοτήθηκε η σφαλερή ρύθμιση του κοινοτισμού χωρίς την οργανική ανασύνδεση με τον θεσμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.
Ιδιαίτερα αυστηρή υπήρξε για τους λόγους αυτούς η κριτική που άσκησε ο Κ.Δ.Κ. στο Νόμο ΔΝΖ/1912.
Πράγματι το νομοθέτημα αυτό αντί να επανορθώσει τα ζημιογόνα αποτελέσματα του περί Δήμων νόμου του 1833/4 και να προχωρήσει στην ανόρθωση της Ελλάδας, που άνοιγε τα φτερά της στην Εθνική της αποκατάσταση αναπροσαρμόζοντας το κυβερνητικό – διοικητικό της σύστημα με τη ζωντανή ακόμη κοινοτική παράδοση της «Μείζονος Ελλάδος» έγινε πρόξενο μιας «παρακμής βαθειάς και εσωτερικής απότοκης της νίκης των ρηχών κοινωνιολόγων των μοιραίων αυτών μεταπρατών της ξένης σοφίας στον τόπο μας, που οδήγησε «στην ανάλγητη όσο και μυστική δολοφονία τον πιο αγνού σπέρματος που ύστερ’ από αιώνων σκοτεινή και άθλια ζωή είχε πιαστεί χαρμόσυνα ναι δειλά είχε σκιρτήσει τότε μέσα στην ελληνική μήτρα στον έγκατο και βαθύτατο κόλπο της Ελληνικής ιστορίας».
Ο Καραβίδας συναισθανόταν τον κίνδυνο που αντιμετώπιζαν όσοι αποτολμούσαν να θίξουν τα κακώς κείμενα αναζητώντας μέσα από τα απατηλά σχήματα τις γνήσιες θεσμικές μορφές.
Το 1948 διασταυρώθηκαν οι δρόμοι μας. Είχαν κυκλοφορήσει τα βασικά του έργα «Αγροτικά» (1931) και «Κοινοτική Πολιτεία» (1935) και τα δικά μου για τις συσσωματώσεις στην κλασική περίοδο (1946) και για την αντίθεση λογιωτατισμού και δημοτικισμού στη σύγχρονη εποχή (1945 και 1947) και αντιμετωπίζαμε και οι δύο άλλοτε μικρόψυχες επικρίσεις και άλλοτε μεγαλόψυχες «συνωμοσίες σιωπής».
Τότε με μια σπάνια συμβολική χειρονομία επιστημονικής αλληλεγγύης μου προσέφερε τη βασική του μελέτη για την «Τοπική Αυτοδιοίκηση και τον επιχώριο εν Ελλάδι οικονομικό ρεζιοναλισμό», με την ακόλουθη αφιέρωση: «εις τον φίλον Ν. Πανταζόπουλον νέον μπλεγμένον στην τόση μεγάλη πνευματική προσπάθεια ώστε να είμαι υποχρεωμένος να του ευχηθώ το ξέμπλεγμα με όσο το δυνατόν λιγότερες ζημιές της υγείας του και της υπολήψεώς του, ανάμεσα στους μαουνιέρηδες της ξένης σοφίας, 27.5.1948. Ο φίλος Κ.Δ. Καραβίδας». Ήταν μια προφητική προειδοποίηση που έμελλε να με συντροφεύει σ’ ολόκληρη την επιστημονική σταδιοδρομία μου.
Αλλ’ αφού το έφερε ο λόγος, ας προχωρήσουμε στο πεδίο των «εξομολογήσεων». Χρήσιμη για τη σφαιρική θεώρηση του γνωστικού αντικειμένου μπορεί ν’ αποβεί η μαρτυρία προσώπων που έχουν βιώσει τα προβλήματα που ανακύπτουν κατά την έρευνα, με την προϋπό0εση βεβαίως ότι δεν ενδίδουν στο υποκειμενικό αλλά υπηρετούν το αντικειμενικό κριτήριο.
Όπως προκύπτει και από τον τίτλο της όταν έγραφα την διδακτορική μου διατριβή «Ελληνικαί Κοινωνίαι, Προλεγόμενα εις το αττικόν σωματειακόν δίκαιον» (1946), δεν είχα ακόμη υποπτευθεί την άμεση εξάρτησή της από τον κοινοτισμό, γεγονός που διαπίστωσα αργότερα. Όπως αργότερα επίσης με την γέφυρα των μελετών που προανέφερα (Αστικός κώδιξ και «εθνικόν δίχαιον» και από της «λογίας παραδόσεως εις τον Αστικόν κώδικα» (1947), οδηγήθηκα στην ανίχνευση του λανθάνοντα κόσμου των συσσωματώσεων κατά την Τουρκοκρατία (1953), τομέας όπου ύστερ’ από εξαντλητική έρευνα εντοπίσθηκε η άμεση εξάρτησή τους από τον κοινοτισμό.
Η μελέτη αυτή αποτέλεσε το έναυσμα και τη φυσιολογική αφετηρία από την οποία εκπορεύθηκαν οι μεταγενέστερες μελέτες μου, στις οποίες άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο, προβάλλει αυτοδύναμα ο κοινοτισμός ως πυρήνας της έρευνας ναι ταυτόχρονα ως εργαλείο ανιχνεύσεως – κατανοήσεως της διαχρονικής κοινοτικής πραγματικότητας.
Οδηγούμενος, λοιπόν, από το ιστορικό μου αισθητήριο, όπως αυτό επαληθευόταν από τα στοιχεία της έρευνας, κατέληξα στο συμπέρασμα ότι η σύλληψη του Παπαρρηγοπούλου για τον πρωταρχικό ρόλο του κοινοτισμού φαινομενικά μετέωρη κατά την εποχή της πρώιμης διατυπώσεώς της εξαιτίας της άμεσης ανάγκης που είχε προκύψει γι’ αντίκρουση της θεωρίας του Fallmerayer και της ελλείψεως επαρκών πηγών, ήταν καρπός της σφαιρικής διαχρονικής ενδο-σκοπήσεως της ιστορίας μας. Ταυτόχρονα διαμορφωνόταν μέσα μου το βίωμα για το οποίο μιλούσα λίγο πριν: η συνείδηση δηλαδή της εθνικής ταυτότητας ως υπαρξιακού στοιχείου της επιστημονικής προσωπικότητας, τη βαθύτερη σημασία της οποίες ενθέτω σ’ ένα άλλο τομέα των ερευνών μου όπως αυτές αποκρυσταλλώθηκαν στις Πανεπιστημιακές παραδόσεις μου (1953-79).
Σε μια πρόσφατη ομιλία μου, αναλύοντας τις μόνιμες δυσλειτουργίες και τα αδιέξοδα που συσσωρεύονται γύρω από τους διδύμους θεσμούς της Κοινότητας και της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως είχα αναρωτηθεί αν κάτω από τις σύγχρονες εξελίξεις θα μπορούσε να γίνει λόγος για τον γνήσιο λαϊκό κοινοτισμό, πού πηγάζει από τη βάση, ή αν πρόκειται για προβολή του νόθου κρατικού κοινοτισμού όπως αυτός κατευθύνεται από τα υπερέχοντα κέντρα εξουσίας.
Είχα καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κοινοτισμός διέρχεται στις μέρες μας κρίσιμη καμπή μετασχηματισμού, του οποίου τα στοιχεία δεν έχουν ακόμη αποκρυσταλλωθεί ώστε να μπορούν με ακρίβεια να εντοπισθούν, να καθορισθούν και να αξιολογηθούν.
Υπάρχουν ακόμη παραδοσιακές κοινότητες, αλλ’ ο αριθμός των μειώνεται συνεχώς, η εξωτερική τους εμφάνιση αλλοιώνεται και το έμψυχο υλικό τους διαβρώνεται από την μετανάστευση και την υλιστική αντίληψη για την ζωή, σε τρόπο ώστε να κινδυνεύουν να χάσουν την πολιτιστική τους ταυτότητα.
Την ίδια χρονιά στην οποία διατύπωνα τις επιφυλάξεις αυτές, εκδόθηκε ένα κείμενο διεθνούς εμβέλειας: ο «Ευρωπαϊκός χάρτης της Τοπικής Αυτονομίας» στον οποίο ολοκληρώνοντας την έρευνά μας, αξίζει να συγκεντρώσουμε τη προσοχή μας, διότι αποτελεί την σύγχρονη εξέλιξη της ιδέας του κοινοτισμού σε διεθνές επίπεδο.
Ο χάρτης αυτός ερμηνευόμενος κάτω από το πρίσμα των διαπιστώσεων που προηγήθηκαν αποτελεί μια προσπάθεια συγκερασμού της μόνιμης αντιθέσεως ανάμεσα στο συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό σύστημα διακυβερνήσεως με προφανή προβολή του αποκεντρωτικού συστήματος.
Διότι, τι άλλο αν όχι προβάδισμα του αποκεντρωτικού συστήματος στα. πλαίσια ενός οιχουμενινού χαραχτήρα παγκόσμιού υπερκράτους επιδιώκει ο ευρωπαϊκός αυτός χάρτης, όταν στο προοίμιό του ρητά θεσπίζει ότι «η Τοπική Αυτονομία αποτελεί σημαντική συμβολή για την οικοδόμηση μιας Ευρώπης θεμελιούμενης επάνω στις αργές της Δημοκρατίας και της αποκεντρώσεως της εξουσίας».
Άλλωστε η τάση συγκερασμού συγκεντρωτικού και αποκεντρωτικού κυβερνητικού συστήματος συνάγεται σαφώς από τις συχνές σχεδόν σε κάθε άρθρο του αναφορές στο Σύνταγμα και τους Νόμους των Κρατών – μελών, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την ένταξή τους στο ευρύτερο σχήμα της Πανευρωπαϊκής Κοινοπολιτείας.
Η αποκέντρωση της εξουσίας, αντίστοιχη έννοια της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, που προβλέπεται από το Σύνταγμα του 1927 και από όλα τα μεταγενέστερα δημοκρατικά Συντάγματα, με εξαίρεση το χουντικό εκείνο του 1968, δεν έχει ακόμη πραγματοποιηθεί αλλά βρίσκεται στα πλαίσια της θεωρίας όχι μόνο στη χώρα μας αλλά και διεθνώς.
Το γεγονός αυτό αποκαλύπτει τις εγγενείς σε κάθε πολίτευμα διαλεκτικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στο συγκεντρωτικό και το αποκεντρωτικό σύστημα τις οποίες εντοπίσαμε προηγουμένως αναλύοντας την ιστορική τους πορεία και διαπιστώνοντας ότι η αντίθεση αυτή εξακολουθεί να είναι και σήμερα μια προβληματική πραγματικότητα.
Κάτω από τις πιο πάνω συνθήκες, η Τοπική Αυτονομία, όπως προβάλλεται στον Ευρωπαϊκό Χάρτη του 1985 μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, διότι είναι έννοια ταυτόσημη μ’ εκείνη της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως όπως αυτή διατυπώνεται στα ελληνικά δημοκρατικά Συντάγματα από το 1927 ως τις μέρες μας, συνυφασμένη με το θεσμό της κοινότητας από τον οποίο παρά τις καταλυτικές κρατικές παρεμβάσεις δεν έχει ακόμη κατορθώσει να απαγκιστρωθεί.
Αυτό συμβαίνει διότι η Τοπική Αυτονομία ως έκφραση – μορφή της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, υπήρξε στις ιστορικές της καταβολές δημιούργημα της κοινότητας στα πλαίσια της οποίας διαμορφώθηκαν τα ατομικά ή ακριβέστερα τα ανθρώπινα δικαιώματα στη χώρα μας, πολύ πριν αυτά προβληθούν στις διακηρύξεις της Αμερικανικής και Γαλλικής Επαναστάσεως και τα άλλα ευρωπαϊκά Συντάγματα.
Η Τοπική Αυτονομία είναι, όπως ρητά τονίζεται στο προοίμιο του Ευρωπαϊκού χάρτη του 1985, αναπόσπαστα συνυφασμένη με το δημοκρατικό αντιπροσωπευτικό πολίτευμα, που καλλιεργήθηκε και άκμασε στα πλαίσια της κοινότητας, το οποίο αντιστρατεύεται ριζικά στους αυθαίρετους περιορισμούς των ανθρώπινων δικαιωμάτων που επιβάλλουν δυναστικά καθεστώτα (Σύνταγμα του 1844) ή τελευταία το χουντικό Σύνταγμα του 1968.
Σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των διατάξεων του Ευρωπαϊκού Χάρτη του 1985 η Τοπική Αυτονομία θεμελιώνεται επάνω στον πρώτο βαθμό της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, δηλαδή την κοινότητα —το κύτταρο κατά τον Καραβίδα της συλλογικής μας ζωής, το οποίο μαζί με τη θρησκεία και τη γλώσσα, τροφοδότησε τον ελληνισμό κατά την μακραίωνη δραματική πορεία του.
Η καταξίωση της Κοινότητας ως πυρήνα της ευρωπαϊκής υπερκατικής κοινωνίας την ανάγει σε κεντρική συνιστώσα της Πανευρωπαϊκής Οικουμενικής ιδέας, όπως αυτή εκδηλώθηκε στην Οικουμενική Διακήρυξη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων του 1948 με μια σημαντική διαφορά. Ενώ στην Οικουμενική Διακήρυξη του 1948 γίνεται στα άρθρα 22, 23 και 17 αναφορά στους όρους Community και Society δεν
συμβαίνει το ίδιο στον Ευρωπαϊκό Χάρτη τον 1985, στον οποίο χωρίς να γίνεται αναφορά στον όρο society, ο όρος Κοινότητα αντικαθίσταται με τη φράση «πρώτος βαθμός της Τοπικής Αυτοδιοικήσεως» ο οποίος όμως όπως και η κοινότητα αναγνωρίζεται ως πρωταρχικό κύτταρο του Ευρωπαϊκού Ομοσπονδιακού Υπερκράτους.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι αν αληθεύει ότι η κοινότητα υπό το νόθο – κρατικό περιεχόμενο που εμφανίζεται, ως έννοια και ως πραγματικότητα συρρικνώνεται, εξίσου δεδομένο είναι ότι το κοινοτικό ιδεώδες ως πρωταρχικός πυρήνας της συλλογικής συνειδήσεως των ανθρώπινων ελευθεριών, δυναμικός φορέας και αναδημιουργός των οποίων υπήρξε ανέκαθεν ο ελληνικός κοινοτισμός, συνεχίζοντας την πορεία που χάραξε η Οικουμενική Διακήρυξη τον 1948, διαποτίζει ολόκληρο το κείμενο του Ευρωπαϊκού Χάρτη της Τοπικής Αυτονομίας του 1985, αναγόμενο σε παγκόσμιο επίπεδο, γεγονός που δικαιώνει την προσήλωση των προγενεστέρων και μεταγενεστέρων ομοϊδεατών του Καραβίδα στην κοινοτική ιδέα.
Η στροφή του ελληνικού πνεύματος προς τα ανθρώπινα ιδανικά που είχε πραγματοποιηθεί στα πλαίσια της κοινότητας, στα μεταγενέστερα στάδια της εξελίξεώς της από τον Ρήγα έως τις ημέρες μας άλλοτε προηγείται και άλλοτε συμπορεύεται με τα γνήσια ιδανικά του κοινοτισμού, του οποίου την πρακτική εφαρμογή επί οικουμενικού επιπέδου επιδιώκει σήμερα η Ευρωπαϊκή Κοινότητα με τον συγκερασμό του συγκεντρωτικού με το αποκεντρωτικό σύστημα διακυβερνήσεως.
Απομένει να διαπιστωθεί αν ο Ευρωπαϊκός Χάρτης τον 1985 επαναπροσδιορίζοντας το αίτημα του συγκερασμού, θα φθάσει στο τέρμα, ή αν απλώς θα σημειώσει έναν ακόμη σταθμό στην αέναη πορεία της «παλίντροπης αρμονίας» που χαρακτηρίζει τη διαλεκτική αντίθεση συγκεντρωτικού και αποκεντρωτικού συστήματος.