Εν μέρει για να εξακριβώσω μια εποχή, εν μέρει και την ώρα να περάσω, αλλά και για ν’ αναπνεύσω λίγο ορεινό οξυγόνο μετά τη δύσπνοια των τελευταίων μου αναγνώσεων, άνοιξα σήμερα την «Ανάβαση στο όρος Βεντού» του Πετράρχη που κυκλοφορεί στα ελληνικά σε μετάφραση της Φραγκίσκης Αμπατζοπούλου από τις εκδόσεις Άγρα. Πρόκειται για μιαν επιστολή που έστειλε ο Πετράρχης σ’ έναν φίλο του μοναχό για να του περιγράψει την ανάβασή του στην κορυφή ενός βουνού, στις 26 Απριλίου του έτους 1336, και θεωρείται από τους μελετητές η ιδρυτική πράξη του δυτικού ενδιαφέροντος για το τοπίο αλλά και της οπτικής ευαισθησίας του σύγχρονου ανθρώπου, ο οποίος εκείνη ακριβώς την εποχή (της αρχόμενης δηλαδή Αναγέννησης) τολμάει να πάρει για λίγο το βλέμμα του από την ψυχή του και τη μετά θάνατον τύχη της και αρχίζει να αντικρίζει πραγματικά τον εξωτερικό κόσμο.
Για άλλη μια φορά διαπιστώνω, με αφορμή την ανάγνωση του Πετράρχη, πόση αλήθεια κρύβει ο κοινός τόπος που λέει πως κάθε αναγνώστης βρίσκει στα βιβλία που διαβάζει αυτό ακριβώς που εκείνη τη στιγμή γυρεύει. Γιατί αυτό που εγώ κυρίως διάβασα στην «Ανάβαση» ήταν ένα εξαιρετικά απολαυστικό μικρό κείμενο γεμάτο με οικείες βιβλιοφιλικές αναφορές, απ’ αυτές που κι ο ίδιος απολαμβάνω να καταγράφω. Όπως το διατυπώνει ο Νίκος Δασκαλοθανάσης σε ένα από τα επίμετρα της εξαιρετικά προσεγμένης έκδοσης, «αυτή η επιστολή όχι μόνο εγκλείει όλη τη δυτική φιλολογική παράδοση αλλά αποτελεί και ένα, λαβυρινθώδες, υπόδειγμα διακειμενικότητας. Η αφήγηση της ανάβασης στο Mont Ventoux από τον “βιβλιοφάγο” Πετράρχη χτίζεται κυριολεκτικά πάνω σε βιβλία».
Μόλις ξέπνοος έφτασε ο Πετράρχης στην κορυφή του βουνού άνοιξε στην τύχη μια σελίδα των «Εξομολογήσεων» του Αυγουστίνου και βάλθηκε να διαβάζει δυνατά.
«Τότε σκέφτηκα πως ταίριαζε να διαβάσω κάτι από τις Εξομολογήσεις του Αυγουστίνου: ένα αντίτυπό τους, που το χρωστώ στη γενναιοδωρία σου, ποτέ δεν το αποχωρίζομαι, κι έτσι τιμώ τον συγγραφέα και συνάμα τον δωρητή – το βιβλίο είναι τόσο μικρό όσο μια παλάμη, κι όμως χαρίζει απέραντο βάλσαμο. Το ανοίγω λοιπόν, κι αποφασίζω να διαβάσω στην τύχη. Και πέφτω σε μια σελίδα που είναι γεμάτη με – τι άλλο; – με αγιοσύνη κι ευσέβεια. Ήταν από το δέκατο βιβλίο των Εξομολογήσεων. Ο αδελφός μου, που περίμενε ν’ ακούσει από το στόμα μου τα λόγια του Αυγουστίνου, στεκόταν δίπλα μου με αυτιά ορθάνοιχτα. Μάρτυς μου ο Θεός, κι ο αδελφός μου που ήταν δίπλα μου, πως οι πρώτες γραμμές όπου σταμάτησε το βλέμμα μου ήσαν ετούτες: «Οι άνθρωποι δεν παύουν να θαυμάζουν τις κορυφές των βουνών, τα πελώρια κύματα της θάλασσας, τα πλατιά ποτάμια, τις ακτές των ωκεανών, τις περιφορές των ουρανίων σωμάτων, όμως παραμελούν τον εσώτερο εαυτό τους.»
Την ίδια εποχή, κι ας είναι στην πραγματικότητα εκατόν πενήντα χρόνια αργότερα, παρόμοια είναι και η αναγνωστική συμπεριφορά του Νικολό Μακιαβέλι, όπως αυτή αποτυπώνεται σε μία δική του επιστολή προς τον φίλο του Φραγκίσκο Βεττόρι. Αντιγράφω ένα μεγάλο μέρος της, γιατί παρουσιάζεται σε αυτήν ο Μακιαβέλι όχι ως ο αδίστακτος και κυνικός φιλόσοφος που συνήθως έχουμε στο μυαλό μας, αλλά ως ένας δάσκαλος της ανάγνωσης και της γραφής απ’ αυτούς που θαυμάζω. Ένας αποδιωγμένος, βασανισμένος και αποκαρδιωμένος άνθρωπος που περνούσε τις μέρες τους τριγυρνώντας στο δάσος μ’ ένα βιβλίο ποίησης στο χέρι, συγχρωτιζόταν με τους ανθρώπους του μόχθου και γνώριζε τα πάθη και τις αδυναμίες τους και, στο τέλος της μέρας, έβαζε τα καλά του και βυθιζόταν στην προσεκτική και κριτική ανάγνωση των αρχαίων συγγραφέων και να οδηγηθεί ύστερα απ’ αυτά στη συγγραφή του «Ηγεμόνα». Η μετάφραση είναι του Τάκη Κονδύλη από την κλασική έκδοση των έργων του Μακιαβέλι των εκδόσεων Κάλβος.
«Θα σου πω πώς τα περνάω τώρα. Σηκώνομαι το πρωί με τον ήλιο κι έρχομαι σ’ ένα δασάκι που ‘βαλα να το κόψουν, όπου κάθομαι κάνα δυο ώρες κοιτάζοντας τη δουλειά της περασμένης ημέρας και περνώντας την ώρα με τους ξυλοκόπους, που πάντα έχουνε στο στόμα κάποιον καβγά, συναμεταξύ τους ή με τους γειτόνους. […]
Φεύγω από το δασάκι, από κει πάω σε μια πηγή και κείθε σ’ ένα μέρος, όπου έχω στημένους βρόχους για τα πουλιά. Έχω απάνω μου ένα βιβλίο, ή το Δάντη ή τον Πετράρχη ή κάποιον από τους μικρότερους ποιητές, καθώς ο Τίβουλος, ο Οβίδιος κι οι όμοιοι· διαβάζω της καρδιάς τους τα πάθια και τους έρωτές τους, θυμάμαι τα δικά μου κι αφήνομαι για λίγο γλυκά σε τούτο το στοχασμό. Ύστερα τραβάω από το δρόμο κατά το χάνι, μιλάω με τους περαστικούς, ρωτάω τα νέα απ’ τον τόπο τους, μαθαίνω διάφορα και παρατηρώ τα χίλια γούστα και τις διαφορετικές φαντασίες των ανθρώπων. Στο μεταξύ φτάνει η ώρα για το φαΐ και με τη φαμίλια μου τρώω όσο μου δίνει το φτωχικό τούτο χτήμα κι η τιποτένια πατρική μου περιουσία. Μόλις αποφάω, ξαναγυρίζω στο χάνι· εκεί είναι ο χανιτζής και συνήθως κι ένας χασάπης, ένας μυλωνάς και δυο φουρναραίοι. Μαζί με δαύτους βουτιέμαι όλη μέρα σε πράματα τιποτένια, παίζοντας κρίκα και τρικ-τρακ, ώσπου στο τέλος απ’ τα παιχνίδια γεννιούνται χίλιοι καβγάδες κι αμέτρητες βρισιές με λόγια βαριά· ένα παλιοδίφραγκο παίζουμε τις πιο πολλές φορές κι οι φωνές μας ακούγονται ίσαμε το Σαν Κασιάνο. Έτσι, βουτηγμένος μέσα σε τέτοιες ψείρες, δεν αφήνω το μυαλό μου να μουχλιάσει και χορταίνω την κακία της μοίρας μου, αφήνοντάς τη μ’ όλη μου την καρδιά να με σέρνει σε τούτη τη στράτα, για να ιδώ μήπως και ντραπεί καμιά φορά.
Μόλις πέσει το βράδυ, γυρίζω σπίτι και μπαίνω στο γραφείο μου· και στο κατώφλι πετάω από πάνω μου τα καθημερινά ρούχα, που ‘ναι γιομάτα λάσπη και λέρα, και βάνω φορέματα βασιλικά κι αυλικά· και ντυμένος καθώς ταιριάζει, μπαίνω στις αρχαίες αυλές των αρχαίων ανθρώπων, όπου γίνομαι καλόδεχτος και τρέφομαι από την τροφή εκείνη που ‘ναι μοναχά δική μου και που γι’ αυτήν γεννήθηκα· εκεί μέσα δεν ντρέπομαι να μιλάω μαζί τους και να τους ρωτάω την αιτία των πράξεών τους· κι εκείνοι, όντας καλόγνωμοι, μου αποκρίνονται· και για τέσσερις ώρες δε νιώθω κανένα βάρος, απολησμονώ κάθε θλίψη, δε φοβάμαι τη φτώχεια, δε με σκιάζει ο θάνατος: ολόκληρος τους δίνομαι. Κι αφού ο Δάντης λέει πως γνώση δε γίνεται άμα δε συγκρατείς ό,τι έμαθες, γι’ αυτό κι εγώ κατέγραψα ό,τι ωφελήθηκα από τις κουβέντες τους και σύνθεσα ένα έργο μικρό «Περί Ηγεμονιών», όπου εμβαθύνω όσο μπορώ στους στοχασμούς πάνω σε τούτο το θέμα».
Ελάχιστα, νομίζω, διαφέρει η αναγνωστική συμπεριφορά του βιβλιόφιλου της εποχής μας από εκείνη του Πετράρχη και του Μακιαβέλι. Ποιος λάτρης του βιβλίου και σήμερα ακόμα δεν υπολογίζει ως μία από τις μεγαλύτερες αναγνωστικές ηδονές το διάβασμα εκτός σπιτιού: στη θάλασσα κάτω από την ομπρέλα, σε μια καφετέρια, σ’ ένα σκιερό παγκάκι, ακόμα και στα σκαλοπάτια ενός κτιρίου ή μες στο λεωφορείο. Γιατί αυτή η ανάγνωση πλουτίζεται από τη ζωή που συνεχίζεται γύρω απ’ τον αναγνώστη και είναι έτσι διπλά απολαυστική και επωφελής.
Χαράλαμπος Γιαννακόπουλος (bookstand.gr)