Ένα αρχαίο ινδικό παραμύθι για την αγωνιστικότητα και τον κομφορμισμό.
Μιά φορά κι’ έναν καιρό ένας ποταμός, λέει η παλιά Ανατολική παράδοση, έτρεχε ήρεμα πάνω στην καλοβολεμένη από λάσπη κοίτη του. Τα νερά του ήταν θολά και μέσα τους ζούσαν βαριά και μολυβένια ψάρια, απ’ αυτά που αναζητούν την τροφή τους στη λάσπη.
Επειδή ήταν αβαθύς, κανένας άνθρωπος δεν είχε την ιδέα να κάνει γέφυρα και έτσι αρκούνταν στο να ρίχνουν μέσα του μερικές μεγάλες πέτρες και να αυτοσχεδιάζουν δρόμους, που μόλις βρέχονταν από τα ήρεμα και αργά νερά.
Τα ζώα του δάσους τον περνούσαν στα μέρη που ήταν λιγότερα βαθιά, ανακατεύοντας τα σπλάχνα του με τα πόδια τους. Για να πιούν νερό πήγαιναν στη κοντινή λίμνη, γιατί τα νερά του ποταμού ήταν σκοτεινά και δύσοσμα.
Αλλά μιά μέρα ο Θεός Ιντρα, που όλα τα βλέπει, λυπήθηκε τον δαίμονα του ποταμού, γιατί χωρίς να είναι χαζός, ενεργούσε σαν τέτοιος, έτσι που ήταν παγιδευμένος, ναρκωμένος από την αδράνεια και το βόλεμα. Είχε συνηθίσει να πατούν το σώμα του, που ήταν υγρό και δύσοσμο και γλοιώδες σαν νεκρό φίδι.
Με το πέρασμα του χρόνου, ο ποταμός είχε βολευτεί με τους εύκολους δρόμους και απόφευγε τις απότομες κατηφόρες.
Είχε γίνει άσχημος, μουγγός και οι όμορφες νεράιδες και τα ξωτικά των ακτών δεν τον πλησίαζαν ούτε καν τις νύχτες με πανσέληνο, για να φτιάξουν τους μαγικούς καθρέφτες τους.
Ενας από τους υπηρέτες του Ιντρα στέγνωσε τη γη μπροστά του και την ανύψωσε με τέτοιο τρόπο που τον ανάγκασε να εκτραπεί.
Ο ποταμός στην αρχή φοβήθηκε, άρχισε ν’ αναστενάζει, αλλά γρήγορα ανακάλυψε την ηδονή του να πηδάει πάνω από τους βράχους, και μ’ ένα μουγγρητό άρχισε να ισοπεδώνει δέντρα και ν’ ανοίγει δρόμους, πηδώντας πάνω από αβύσσους και ορμώντας ενάντια σε τρομερούς βράχους.
Το νερό του έγινε καθαρό, αφού φιλτραριζόταν μέσα από τις αμμουδιές και τις πέτρες. Η κοίτη του έγινε πέτρινη και μερικές φορές μεταλλική και έλαμπαν οι φλέβες μέσα του. Από τα σπλάχνα του, που πρώτα ήταν σκοτεινά και κατηφή, γεννήθηκε ο άσπρος αφρός, γιατί η ασπράδα δεν εμφανίζεται, αν δεν υπάρχει μάχη, αν δεν υπάρχει εξαγνισμός.
Το ποτάμι γέμισε τότε με χρωματιστά ψάρια, απ’ αυτά που ανεβαίνουν στα βουνά και οι καθαρές λιμνούλες που άφηνε στα πλάγια του, στολισμένες με τρομερούς βράχους, έγιναν η απόλαυση των Στοιχείων των νερών. Με την ιριδένια ανταύγεια των άστρων έκαναν οι Νύμφες τα μαγικά τους χτένια και έβγαλαν τους μαγικούς καθρέφτες από το βυθό των λιμνών.
Οι άνθρωποι δεν μπορούσαν πιά να τον πατήσουν, αλλά ύψωσαν θριαμβευτικές αψίδες πάνω του, που τις ονόμασαν γέφυρες. Τα ζώα τον διέσχιζαν κολυμπώντας και καθαρά και λαμπερά σχολίαζαν ύστερα τη δύναμη του ποταμού. Στο τέλος όταν έφτασε στη μητέρα Γάγγα, την θάλασσα, τον υποδέχτηκαν με χειροκροτήματα τα άλλα νερά, που αγκαλιαζόντουσαν με τα δικά του, φωνάζοντας από χαρά.
Και βλέποντας όλα αυτά και πολλά ακόμα, που δεν σας διηγούμαι, ο Ιντρα σκέπτεται τους πολλούς ανθρώπους που δεν χρησιμοποιούν τις δυνατότητές τους, τις ευκαιρίες τους και εξακολουθούν να είναι αργοί ποταμοί και λασπώδεις, χωρίς ανδρεία και χωρίς δόξα. Δυο δάκρυα κυλούν τότε από το πρόσωπό του το φλογερό και έτσι εμφανίζονται τα σύννεφα και τα πάντα στη Φύση γίνονται γκρίζα και τότε λυπάται για την ανθρώπινη ανοησία.