Όλοι μας νομίζουμε πως γνωρίζουμε τι είναι ρομαντισμός. Συνήθως τον ταυτίζουμε με μιαν έξαρση του συναισθήματος εις βάρος της λογικής. Κάποιοι έχουν ακούσει πως ο ρομαντισμός ήταν ένα πνευματικό και καλλιτεχνικό κίνημα του δεκάτου ενάτου αιώνος. Πόσοι όμως στις ημέρες μας διαβάζουν εκείνα τα έργα που εγκαινίασαν και θεμελίωσαν αυτό το κίνημα; Και πόσοι από αυτούς που τα διαβάζουν μπορούν να νιώσουν την έκπληξη των ματιών που αντικρίζουν ένα καινούργιο εσωτερικό τοπίο, όπως σίγουρα την ένιωθαν μερικά απ’ τα πιο δεκτικά πνεύματα εκείνου του καιρού;
Οι Ύμνοι στη Νύχτα του Νοβάλις, που μας τους συστήνουν οι εκδόσεις Περισπωμένη στη θαλερή μετάφραση του Κώστα Κουτσουρέλη είναι ένα τέτοιο θεμελιώδες έργο. Η τέχνη ανακαλύπτει εδώ και κατακτά μια νέα επικράτεια: τον μυστηριώδη κόσμο της νύχτας, το απέραντο σκοτεινό διάστημα.
Σε καιρούς περασμένους, σιδηρούν πεπρωμένο κυβερνούσε των ανθρώπων τα διάσπαρτα γένη, με βία βουβή. Βαρειές, ζοφερές αλυσίδες περισφίγγαν τις δειλές τους ψυχές. Απέραντη απλωνόταν η γη – κατάλυμα και πατρίδα θεών. Από τα βάθη των αιώνων υψωνόταν η μυστική της κτίση. Πέρα απ’ τα ρόδινα βουνά της αυγής, στον ιερό κόρφο της θάλασσας κατοικούσε ο ήλιος, φως ζωντανό που κατέκαιε τα πάντα. Ένας γίγας πανάρχαιος βάσταζε τον μακάριο κόσμο. Δέσμιοι κάτω απ’ τα βουνά κείτονταν της μάνας γης τα πρωτότοκα τέκνα. Ανήμπορα και με μένος ανήλεο για των νέων θεών τη μεγάλη γενιά κι όσους μαζί της συγγένευαν, τις χαρούμενες φυλές των ανθρώπων. Του πελάγους τα σκοτεινά, μαυροπράσινα βύθη ήτανε μιας θεάς η αγκάλη. Στα κρυστάλλινα άνδρα ξεφάντωνε λαός τρυφηλός. Ποταμοί, δέντρα, άνθη και ζώα κατείχαν αισθήσεις ανθρώπινες. Γλυκό κερνούσε το κρασί η αφθονία της νιότης – ένας θεός μέσα στ’ αμπέλια – μια στοργική μάνα θεά μες στων σπαρτών τον άπεφθο χρυσό – η ιερή μέθη του έρωτα, λατρεία γλυκύτατη στην πιο ωραία θεά. – Αέναη, πολύχρωμη γιορτή των τέκνων τ’ ουρανού και των κατοίκων της γης, θρόιζε ο βίος, καθώς η άνοιξη μες στους αιώνες. – Με αφέλεια παιδική προσκυνούσε κάθε φυλή την αβρή, χιλιόγλωσση φλόγα, σαν νά ’ταν η πεμπτουσία του κόσμου. Μα όλα αυτά δεν ήταν παρά μια ιδέα μονάχα, μια σκαιά οπτασία,
Που στη γιορτή χύμηξε βίαια την τερπνή
Και τις ψυχές τις έζωσε με άγριο τρόμο.
Κανείς θεός δεν είχε πια μια συμβουλή,
Κανείς δεν βρήκε για να στηριχτεί έναν ώμο.
Καμιά δεν δάμασε ικεσία την οργή
Και το θηρίο από κρυφό προσήλθε δρόμο.
Ήταν ο θάνατος που αυτή την ευωχία
Με δάκρυα έπαυσε, μ’ οδύνες κι αγωνία.
Παντοτινά τώρα απ’ τα πάντα χωρισμένοι
Όσα η ψυχή γλυκά ποθεί κι αποζητά,
Μακριά από κείνους που τους ήταν λατρεμένοι,
Τους μάταιους θρήνους τους και τ’ αναφιλητά,
Είδαν σαν σ’ όνειρο μονάχα οι πεθαμένοι
Την ανημπόρια μας που δέσμιους μάς κρατά.
Σκόρπισε κι έσβησε πια της χαράς το κύμα
Πάνω στων βράχων των αιώνιων το μνήμα.
Με τόλμη οι άνθρωποι, λαχτάρα αληθινή,
Εξωραΐζαν τη φρικτή τη μάσκα του Άδη.
Πώς σβήνει πράο παιδί το φως πριν κοιμηθεί –
Θά ’ρθει το τέλος, λέγανε, σαν άρπας χάδι.
Λειώνουν κι οι θύμησες στων ίσκιων την ροή –
Έτσι τραγούδαγαν το θλιβερό σκοτάδι.
Μα η Νύχτα έμενε αίνιγμα βαρύ η αιώνια,
Σκληρό σημάδι από μια βία καταχθόνια.
Πηγή: Νοβάλις, Ύμνοι στη Νύχτα, μτφρ. Κ. Κουτσουρέλης, Περισπωμένη 2011