Έλληνες και εποχές
Ο κύκλος του χρόνου χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή των εποχών, άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας και πάλι άνοιξη. Στον κύκλο αυτό του χρόνου οι Έλληνες ζουν στον τόπο που τους γέννησε και τους ανέθρεψε για χιλιάδες χρόνια.
Τον κάθε χρόνο τον έχουν διανθίσει με μια ποικιλία γιορτών, εθίμων, δρωμένων, συνηθειών, που χαρακτηρίζουν την κάθε εποχή.
Η διάβαση αυτή από τη μια εποχή στην άλλη, ο φόβος και η ελπίδα μπροστά στις διαβατήριες ώρες του χρόνου και το πέρασμα από το παλαιό στο καινούριο, επέβαλε την τήρηση καθορισμένων τελετουργικών πράξεων, ώστε να εκβιαστεί η τύχη (μαγικά) ή να παρακληθεί το θείο (θρησκευτικά) να ευλογήσει τη νέα περίοδο.
“έφυγον κακόν, ευρον αμεινον”
“Έμπα καλόχρονε-έβγα κακόχρονε”
O Έλληνας παλαιότερα, αλλά σε πολλά μέρη ακόμα και σήμερα, δίνει το δικό του ιδιαίτερο νόημα σε κάθε εποχή.
Η αναγγελία κάθε εποχής γίνεται με το καλάντισμα ή καλύτερα με τα άσματα του αγερμού, μια συνήθεια που έχει τις ρίζες της πέρα από τη Βυζαντινή εποχή, στην αρχαιότητα.
Οι αγερμοί στα καλαντίσματα γινόταν κυρίως από παιδιά που γύριζαν από σπίτι σε σπίτι ψάλλοντας στην αρχαία Ελλάδα την Ειρεσιώνη, τα Κορωνίσματα και τα χελιδονίσματα, που διασώθηκαν έως τις μέρες μας.
Τα κάλαντα παλαιότερα άρχιζαν τα ξημερώματα και τελείωναν το πρωί. Τα παιδιά-“αγύρτες” κρατούσαν στα χέρια τους συμβολικό αντικείμενο κι έκαναν αγερμούς σε κάθε αρχή, έναρξη χρονικής περιόδου (πρώτη του Μάρτη, του Λαζάρου, Βαΐων, πρώτη του Μάη, Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα).
Ο σκοπός ήταν “αναγγελτικός” των εποχών, αλλά και “ευετηριακός” δηλαδή η καλοχρονιά και η εξασφάλιση καλής υγείας και καλής σοδειάς στην κοινότητα. Γι’ αυτό τα κάλαντα είναι η φωνή των Ελλήνων στους αιώνες που θα μείνει για να δίνει εθνική νότα στις ολοένα διεθνοποιούμενες γιορτές μας.
Πέρα από τα καλαντίσματα που γινόταν από μικρά παιδιά, συμμετείχαν και οι μεγάλοι τελώντας δρώμενα σε προκαθορισμένες χρονικές περιόδους, με κυρίαρχο στοιχείο τους αγερμούς, όπου συμμετείχαν μέλη της κοινότητας και αποτελούσαν το θίασο. Συνήθως τα δρώμενα τελείωναν, κορυφώνονταν, με τον πάνδημο χορό (τρανός μέγας), όπου εκεί συμμετείχε ενεργά όλη η κοινότητα.
Ο ελληνικός χώρος είναι διάσπαρτος από δρώμενα, πολλά από τα οποία έχουν φθάσει έως τις μέρες μας, κυρίως στη Μακεδονία και τη Θράκη. Τέτοια είναι το έθιμο των Αράπηδων της Νικήσιανης και του Μπέη με κύριο στοιχείο την εικονική αροτρίαση στη Θράκη, της καμήλας και του Ντιβιντζή, της Ανδρομάνας Δεσκάτης που παρουσιάζονται σήμερα καθώς και άλλα.
Σκοπός των δρωμένων αυτών πέρα από αναγγελτικός και ευετηριακός ήταν και “αποτρεπτικός”, δηλαδή να αποτρέψει το κακό και την αφορία και να εκβιάσει τη φύση να βλαστήσει και να πέσει ευφορία. Η ευφορία ήταν γενική και αφορούσε όλη την κοινότητα, ανθρώπους, ζώα, γη.
Σύμφωνα με τις πανανθρώπινες δοξασίες “η γη είναι μητέρα όλων των ανθρώπων.
Όλοι επιστρέφουν εκεί με το θάνατό τους, για να γίνουν και πάλι νέοι μέσα στο μητρικό κόλπο”. Τις περισσότερες φορές με τον εικονικό θάνατο και το ξάπλωμα πάνω στη γη επιτυγχάνονταν η γονιμότητα της γης και η άντληση της ζωής πάλι από τη γη.
Ο αστός σήμερα έχασε την επαφή με τη γη, καθώς και τη διαλεκτική διαδικασία του θανάτου και της ζωής. Μια σύλληψη στην οποία έφτασε ο άνθρωπος της υπαίθρου, ο γεωργός, καλλιεργώντας τη γη και παρακολουθώντας την παράλληλη διαδικασία του κύκλου, σπορά-βλάστηση-συγκομιδή. Αυτός ο κύκλος πέρα από τα δρώμενα εκφράστηκε κορυφαία μέσα από το Χριστιανισμό κυρίως στα πασχαλινά έθιμα (θάνατος και Ανάσταση του Λαζάρου και του Χριστού), που τα δέχτηκε με ανακούφιση η εξοικειωμένη ελληνική ψυχή.
Κυρίαρχο στοιχείο αυτών των δρωμένων και εθίμων ήταν ο χορός και το τραγούδι που επιτελούσαν μια συγκεκριμένη λειτουργία.
Ο χορός και το τραγούδι παλαιότερα ήταν οι απόηχοι μιας μακρόχρονης βιωμένης πείρας ζωής και είχαν κάποιο νόημα με το οποίο επικοινωνούσε κάθε φορά η ομάδα.
Αν και παλαιότερα ο χορός δεν ήταν αποκομμένος από το συγκεκριμένο έθιμο ή δρώμενο, σήμερα που πολλά δρώμενα έπαψαν να τελούνται, ο χορός αποκτά ιδιαίτερη σημασία. Το γεγονός αυτό τον δικαιώνει σε βάθος και τον μετατρέπει σε σύμβολο ξεχασμένων δρωμένων, με τα οποία εκφράζονταν σε κάθε περίπτωση η ομάδα.
Με τη σημερινή παράσταση γνωρίζουμε ότι είναι δύσκολο να κλείσουμε μέσα σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα όλο το εύρος των δρωμένων που διαρκούσαν μέρες και που τελούνταν τελετουργικά, με διαφορετική ψυχική ή συναισθηματική προδιάθεση των τελεστών απ’ ότι σήμερα που τα αντιλαμβανόμαστε επιφανειακά.
Έτσι, συμβολικά, προσπαθούμε να συνοψίσουμε τις κορυφαίες τοπικές συνήθειες στις διάφορες εθιμικές πράξεις που κάποτε τελούνταν με ευλάβεια σε πολλές περιοχές της Ελλάδας.
Μέσα από αυτές τις συνήθειες είναι δυνατόν να εμβαθύνουμε το νόημα και το μήνυμα που είχε κάθε εποχή, έτσι ώστε να συνδεθούν σ’ ένα θέμα και σε σχέση πάντα με το χορό και το τραγούδι. Γι’ αυτό λοιπόν η μουσική και χορευτική αλληλοδιαδοχή επιλέχθηκε (χωρίς πάντα να τηρείται αυστηρά η τοπική χορευτική ιδιομορφία), έτσι ώστε ν’ αποκτήσουμε μια συνολική εικόνα παρόμοια μ’ αυτή που είχαν οι πρόγονοί μας για τις εποχές.
Σαν αρχή λαμβάνεται η 1η Μαρτίου, ημερομηνία που παλαιότερα θεωρούνταν Πρωτοχρονιά. Εν συνεχεία συμβολικά διαβαίνουμε στις Απόκριες, στις Γιορτές του Πάσχα(Λαζάρου, Λαμπρής), στην Πρωτομαγιά, στον Δεκαπενταύγουστο, όσο και στις μεγάλες γιορτές του Δωδεκαημέρου (Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς, Φώτων). Τόσο σ’ αυτές όσο και στις μικρότερες γιορτές, όπως στις 16 Δεκεμβρίου στη Λήμνο, ή του ανοίγματος των κρασιών του Αγίου Δημητρίου, καθώς και σε άλλες περιστάσεις, όπως του ξενιτεμού που σημαδεύει τη ζωή των Ελλήνων, ο Έλληνας έδινε ένα δικό του
ξεχωριστό νόημα.
Θεωρώ σκόπιμο να διευκρινίσω, ότι προσεγγίζουμε το θέμα με βάση προσωπική άποψη και γνώση, γεγονός που επιδέχεται πολλές και διαφορετικές θεωρήσεις.
Αυτή η παράσταση είναι μια προσπάθεια να δούμε τον ελληνικό χορό όχι μόνο σαν μια διαρκή αλληλοδιαδοχή κινητικών στοιχείων από διάφορες περιοχές, αλλά και σαν μια μορφή καλλιτεχνικής έκφρασης και τέχνης. Μιας τέχνης, που δεν έχει διάσταση ανάμεσα στη ζωή και στην τέχνη, όπως οι άλλες τέχνες, αλλά αντίθετα είναι ενίσχυση και τόνωση της ίδιας της ζωής.
Απόσπασμα από το μελέτημα “Έλληνες και Εποχές”
Δημήτρης Τσιπλακούλης