Στο δημοτικό τραγούδι, που είναι η γνήσια, ειλικρινής και ανόθευτη έκφραση της λαϊκής ψυχής, μας παρουσιάζεται ένας λαός λιτός στη διάθεση, στη ζωή και κλασσικός στην έκφραση του συναισθηματικού κόσμου. Τα δημοτικά τραγούδια έχουν τη ρίζα τους στα αρχαία λαϊκά τραγούδια. Πολλά δεν διαφέρουν από εκείνα παρά μόνο στη γλώσσα. Έχοντας αυτό ως δεδομένο, μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι παρά το πέρασμα τόσων αιώνων η λαϊκή ποίηση, όπως και όλος ο λαϊκός πολιτισμός, (παροιμίες, έθιμα, μύθοι, παραμύθια κτλ.) εκφράζουν με τον ίδιο τρόπο τη λαϊκή ψυχή.
Απουλία – Μεγάλη Ελλάδα (Ιταλία) – 5ος αιώνας π.Χ. |
Το δημοτικό τραγούδι, στη μορφή που γίνεται πλατιά γνωστό, δεν είναι δημιούργημα ενός ξεχωριστού ατόμου. Πλάθεται από το λαό και εκφράζει τους πόθους και τις λαχτάρες, τα ιδανικά και το πνεύμα ενός λαού. Φορείς και δημιουργοί αυτών των τραγουδιών, όπως φυσικά και όλων των γνήσιων δημοτικών τραγουδιών, είναι ο απλός λαός. Όσον αφορά τους δημιουργούς, πρέπει να τονίσουμε ότι είναι ανώνυμοι. Ανήκουν στο σύνολο της ελληνικής κοινωνίας και ανώνυμης μάζας και δεν ξεχωρίζουν απ’ αυτό. Κατέχονται από το αίσθημα της κοινοκτημοσύνης και δεν θεωρούν ότι το αποτέλεσμα της δουλειάς τους ανήκει μονό σ’ αυτούς. Έτσι δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός, ότι δεν μας είναι γνωστά ονόματα λαϊκών δημιουργών.
Σημαντικό είναι ότι κανείς από αυτούς δεν δημιουργούσε τραγούδια για να γίνει διάσημος ή τουλάχιστον για να αναγνωριστεί η αξία και το ταλέντο του. Επίσης κανείς δεν προσπάθησε να μετατρέψει το χάρισμα αυτό σε επάγγελμα.
O δημιουργός ποτέ δεν πιέζεται να συνθέσει ένα τραγούδι. Απλώς περιμένει την στιγμή που θα νοιώσει την ανάγκη να εκφράσει την προσωπική του, ή όχι απαραίτητα, ιδέα. Και λέγοντας ότι είναι πιθανόν να μην είναι αποκλειστικά προσωπική του ιδέα, εννοώ ότι μπορεί ο δημιουργός να ήταν επηρεασμένος από το άμεσο ή έμμεσο περιβάλλον του. Συχνό φαινόμενο είναι να παίρνει ο στιχοπλάστης αφορμή από ασήμαντα γεγονότα για να δημιουργήσει ένα τραγούδι, ταυτόχρονα όμως μπορεί να αδιαφορήσει για άλλα πολύ πιο σημαντικά.
Η αρχική σύλληψη του τραγουδιού γίνεται, όπως αναφέρεται παραπάνω, από ένα μόνο άτομο, που έχει και το χάρισμα της στιχουργίας. Στη συνέχεια όμως αυτό το αυτοσχέδιο τραγούδι το παίρνει ο “ανώνυμος” λαός και το προσαρμόζει αδιάκοπα στην καλαισθησία και στις διαθέσεις του. Έτσι ξεχνιέται εντελώς ο πρώτος δημιουργός του, ενώ παράλληλα το τραγούδι δε μας διασώζεται σε μια και μόνο μορφή, όπως συμβαίνει με τα επώνυμα ποιήματα, αλλά σε διάφορες (μορφές) που δεν διαφέρουν συνήθως πολύ μεταξύ τους και είναι οι γνωστές μας παραλλαγές.
Σημαντικό χαρακτηριστικό του δημοτικού τραγουδιού είναι ο αναπόσπαστος δεσμός του με τη μουσική και το χορό. Ακόμη και σήμερα, που τα δημοτικά τραγούδια καταγράφτηκαν ως ποιήματα, παρατηρούμε ότι ο λαός σε ένα γλέντι ή σε πανηγύρια δεν τα απαγγέλει, αλλά τα συνοδεύει με μουσική και άλλοτε με μουσική και χορό. Δηλαδή τα τραγούδια χωρίζονται σ’ αυτά που τραγουδιούνται στο τραπέζι σε ένα γλέντι (της τάβλας) ή στους δρόμους, και σ’ αυτά που χορεύονται (χορευτικά).
Ως ποιητικά δημιουργήματα τα δημοτικά τραγούδια ξεχωρίζουν για την τολμηρή σύλληψη του θέματος, τη ζωντανή και παραστατική απεικόνιση του εξωτερικού και εσωτερικού κόσμου, την ανάγλυφη πλαστικότητα των εικόνων, όπως και την πυκνότητα και λιτότητα του λόγου. Ειδικότερα, στα δημοτικά τραγούδια παρατηρούμε τολμηρές προσωποποιήσεις: το βουνό, το δέντρο, το άλογο, το πουλί, κάθε άψυχο και έμψυχο πλάσμα δηλαδή, έχει το χάρισμα να μιλάει, ενώ ο άνθρωπος συμπάσχει και παίρνει μέρος στη δράση που διαδραματίζεται γύρω του.
Επίσης αποτελούν τα πρώτα μνημεία που διασώθηκαν στη νεοελληνική γλώσσα. O δρόμος που ακολούθησε το δημοτικό τραγούδι είναι χωριστός και αποκομμένος από τη λογοτεχνική πορεία της βυζαντινής γραμματείας και νεοελληνικής λογοτεχνίας. Στη βυζαντινή γραμματεία, αλλά και αργότερα κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας το δημοτικό τραγούδι αγνοήθηκε τελείως από τους λόγιους. Κανείς από τον κύκλο των λογοτεχνών ή λογίων δεν θεώρησε απαραίτητο να ασχοληθεί τότε με κάτι που δεν ήταν στη γλώσσα των λογίων, αλλά σε μια “χυδαία” και φτωχή γλώσσα ή πιο σωστά ιδίωμα, που δεν είχε καμιά σχέση με την γλώσσα των αρχαίων προγόνων μας, αλλά ούτε ήταν σε θέση να εκφράσει με “αποδεκτές” λέξεις τις υψηλές ιδέες του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και όχι μόνο.
O πρώτος που ενδιαφέρθηκε και αναγνώρισε την αξία των δημοτικών τραγουδιών ήταν ο Fauriel. Η συμβολή του Fauriel στην γνωστοποίηση του λαϊκού μας αυτού πλούτου είναι τεράστια. Πρώτος αυτός κατέγραψε δημοτικά τραγούδια, τα μετέφρασε και τα έκανε γνωστά με το να τα δημοσιεύσει στο Παρίσι το 1825 (Chants populaires de la Gréce moderne). Έτσι έγινε γνωστός αυτός ο παραμελημένος θησαυρός στον δυτικό κόσμο που έδειξε πολύ μεγαλύτερη αγάπη – για κάτι ξένο προς τα βιώματά του – απ’ ότι οι Έλληνες λόγιοι.
Στις μέρες μας η αξία των τραγουδιών αυτών είναι αδιαμφισβήτητη. Η τάση για επιστροφή στις ρίζες μας, που φυσικά προϋποθέτει μια σχετική εξοικείωση με τη λαϊκή μας παράδοση, αποτελεί κίνητρο για να γνωρίσουμε καλύτερα αυτό τον κόσμο που κρύβεται πίσω της.
Δυστυχώς όμως όσο καλή θέληση και αν δείξει ο σημερινός Έλληνας δεν είναι πια και τόσο εύκολο – αν όχι ακατόρθωτο – να γνωρίσει τα τραγούδια αυτούσια, στη μορφή δηλαδή που τραγουδήθηκαν και αγαπήθηκαν από το λαό. Διάφοροι παράγοντες έχουν συμβάλλει στην αλλοίωση των τραγουδιών που μας παραδίνονται. Τα περισσότερα από τα τραγούδια που μας είναι γνωστά έχουν υποστεί μερικές αλλοιώσεις.
Οι πιο συνηθισμένες αλλοιώσεις έγιναν σε φωνητικό επίπεδο (φωνητικές αλλοιώσεις ή μικροαλλαγές). Οι λόγιοι αδυνατώντας να καταγράψουν τα τοπικά ιδιώματα κάθε περιοχής, αντικατέστησαν τις ιδιωματικές φράσεις με ανάλογες εκφράσεις της νεοελληνικής. Αυτό δεν έγινε φυσικά με κακή πρόθεση και ούτε είχαν συνειδητοποιήσει οι τότε λόγιοι ότι δεν έχουν το δικαίωμα να κάνουν τέτοιες καταστροφικές παρεμβάσεις σε μια τόσο μακρόχρονη παράδοση που κινδύνευε να αφανιστεί. Σκοπός τους ήταν να γίνουν αυτά τα τραγούδια γνωστά και στον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο, αλλά το γλωσσικό ιδίωμα ξένο πολλές φορές στα άλλα ελληνικά ιδιώματα αποτελούσε τροχοπέδη.
Υπήρξαν δυστυχώς όμως και περιπτώσεις όπου οι λόγιοι θεώρησαν απαραίτητο να “ευπρεπίσουν” την γλώσσα αυτών των τραγουδιών επεμβαίνοντας σε μεγάλο βαθμό. Λέξεις αντικαταστάθηκαν με άλλες λογιότερες ή καταλήξεις τροποποιήθηκαν σύμφωνα με την αρχαιότροπη γραμματική. Παράδειγμα τρανταχτό αποτελούν οι Φαναριώτες κατά την περίοδο της Επανάστασης του 1821, που δεν καταδέχτηκαν τα δημοτικά τραγούδια στη γνήσια μορφή τους και τα μετέφρασαν στην καθαρεύουσα.
Αλλά αλλοιώσεις υποβλήθηκαν και από τον ίδιο το λαό. Η καταγραφή ενός τραγουδιού παρουσιάζει πολλά προβλήματα. Πρώτον γιατί ο καταγραφέας πρέπει να καταγράψει πιστά όσα ακούει, πράγμα καθόλου εύκολο, μια που πρέπει να καταγράψει όλους τους ιδιωματισμούς και δεύτερον γιατί ο τραγουδιστής πρέπει να τραγουδήσει σ’ ένα άγνωστο για αυτόν περιβάλλον. Είναι συνηθισμένος να τραγουδάει κατά τη διάρκεια μιας γιορτής, όπου είναι όλοι μαζεμένοι, με συντροφιά ή ακόμα και μόνος του. Σ’ αυτήν την περίπτωση όμως βρίσκεται μόνος με τον καταγραφέα και πρέπει να τραγουδήσει ή να απαγγείλει από την αρχή μέχρι το τέλος ένα τραγούδι. Επίσης είναι πιθανό ο τραγουδιστής να προσθέσει στο τέλος ένα ή δυο στίχους αλλοιώνοντας έτσι ένα τραγούδι που δεν θυμάται μέχρι το τέλος, μόνο και μόνο γιατί ο καταγραφέας το απαιτεί ολόκληρο.
Oι περισσότεροι σήμερα γνωρίζουμε τα δημοτικά τραγούδια μόνο από τα βιβλία. Λίγοι είναι αυτοί που τα ξέρουν από την ίδια την προφορική παράδοση, εκείνοι δηλαδή που έζησαν σε χωριά, όπου η προφορική παράδοση είναι – αν και σε περιορισμένη έκταση – ζωντανή, ή οι συλλογείς.
Σήμερα δημοτικά τραγούδια δεν δημιουργούνται πια. Αυτά που τραγουδιούνται ακόμη είναι απλώς επαναλήψεις παλιότερων. Τα δημοτικά τραγούδια έσβησαν μαζί με τις απομονωμένες κλειστές κοινωνίες, που ευνοούσαν τη γέννησή τους. Την τελευταία δημιουργική τους άνθιση τη γνώρισαν την εποχή της τουρκοκρατίας με το κλέφτικο τραγούδι. Παρόλ’ αυτά και στις μέρες μας δεν εκτοπίστηκαν ολότελα ούτε, πολύ περισσότερο, αχρηστεύτηκαν. Αντίθετα εξακολουθούν να ζουν, να συγκινούν και να προβάλλονται, γιατί αποτελούν την πιο γνήσια έκφραση της λαϊκής ψυχής.
Τα κλέφτικα τραγούδια
Τα κλέφτικα τραγούδια που κατατάσσονται στα δημοτικά τραγούδια παίρνουν το όνομά τους από το περιεχόμενο των στίχων τους. Είναι δημιουργήματα μιας συγκεκριμένης περιόδου, της Τουρκοκρατίας – και ακριβέστερα είναι συνθεμένα μέσα στον 18ο και στις αρχές του 19ου αιώνα – και μιας ορισμένης περιοχής, της ηπειρωτικής Ελλάδας. Τα κλέφτικα τραγούδια δημιούργησαν ένα καινούργιο είδος δημοτικής ποίησης, που ήταν και το τελευταίο της προφορικής μας παράδοσης και λογοτεχνίας.
Πριν όμως γίνει εκτενέστερη αναφορά στα κλέφτικα τραγούδια θα ήταν χρήσιμο να γίνει η διαφοροποίηση των ρόλων των κλεφτών και των αρματολών στην εποχή της Τουρκοκρατίας.
Κλέφτες
Στη σημερινή εποχή διαχωρίζουμε τους όρους κλέφτης και ληστής. Στην εποχή της Τουρκοκρατίας αυτές οι λέξεις ήταν ταυτόσημες, με τη διαφορά ότι τη μια λέξη τη χρησιμοποιούσε ο λαός και την άλλη οι μορφωμένοι. Οι κλέφτες λοιπόν ήταν άνθρωποι, που κυνηγημένοι από το νόμο, ζούσαν στα βουνά χωρίς να δουλεύουν και λήστευαν τους περαστικούς διαβάτες ή ακόμα χειρότερα κατέβαιναν στα χωριά και λεηλατούσαν ό,τι έβρισκαν. Αποτελούσαν μόνιμο παράγοντα ανησυχίας και αταξίας. Οι κλέφτες δεν ζούσαν μόνοι τους, παρά σε μικρές ή πολυάριθμες οργανωμένες συμμορίες. Είχαν μάλιστα και αρχηγό που τον ονόμαζαν πρωτοκλέφτη.
Αυτές οι συμμορίες δεν αποτελούνταν μόνο από Έλληνες, ούτε οι Έλληνες βέβαια ήταν οι μόνοι ληστές. Πολύ συνηθισμένες ήταν και οι τουρκαλβανικές συμμορίες, καθώς και οι μικτές, δηλαδή αυτές που αποτελούνταν από Τούρκους, Έλληνες ή Αλβανούς. Η τελευταία αυτή αναφορά, παρόλο που αποσιωπάται από τους ιστορικούς είναι ευνόητη. οι κατατρεγμένοι από το νόμο κλέφτες δεν είχαν περιθώρια για εθνικές διακρίσεις. Δύσκολα μπορεί να πιστέψει κανείς πως ακόμα και οι Έλληνες κλέφτες έκλεβαν μόνο τους Τούρκους ή όπως συχνά αναφέρεται, και τους πλούσιους αλλά υποταγμένους Έλληνες. Βιαιοπραγίες εναντίον των ισχυρών – Χριστιανών ή Οθωμανών – επιχειρούσαν στην πραγματικότητα σπάνια και μόνο στην περίπτωση που ένοιωθαν εξαιρετικά ισχυροί. Συνήθως ήταν αδύνατο να επιλέγουν οι κλέφτες ποιους θα λεηλατούσαν και προφανώς θα απέφευγαν να ερεθίζουν την εξουσία με άσκοπους φόνους, ιδίως Τούρκων.
Οι κλέφτες ήταν ο φόβος και ο τρόμος των χωρικών και όπως είναι φυσικό δεν ήταν καθόλου αρεστοί σ’ αυτούς. Δεν είναι λίγες οι μαρτυρίες όπου χωρικοί αντιστέκονταν τους ληστές για να προστατέψουν τις περιουσίες τους.
Οι κλέφτες αποτελούσαν λοιπόν μια μόνιμη πληγή και δεν ήταν δυνατό να προκαλούσαν το θαυμασμό. Τα τελευταία χρόνια όμως της Τουρκοκρατίας, όταν πια φούντωσε το αίσθημα για την ελευθερία, ορισμένοι πατριώτες πίστεψαν ότι οι κλέφτες μπορούσαν να αποτελέσουν τον πυρήνα ενός επαναστατικού στρατού. O ανώνυμος συγγραφέας μάλιστα της “Ελληνικής Νομαρχίας” τούς παρουσιάζει ως ανθρώπους που, μην μπορώντας να υποφέρουν τον τούρκικο ζυγό, ανεβαίνουν στα βουνά, αναζητώντας την ελευθερία τους. Κατά τον ανώνυμο συγγραφέα πάντα της “Ελληνικής Νομαρχίας”, οι κλέφτες ζούσαν στα βουνά τρώγοντας για μέρες μόνο χόρτα και πίνοντας μόνο νερό, χωρίς να ενοχλούν ούτε στο ελάχιστο τους χωρικούς ή τους Έλληνες που είχαν παραμείνει στα χωριά ή στις πόλεις. Φυσικά αυτή η άποψη είναι πολύ ρομαντική για να αγγίζει έστω και στο ελάχιστο την πραγματικότητα.
Αρματολοί
Σήμερα υποστηρίζεται η άποψη, ότι ο θεσμός των αρματολικιών είναι δημιούργημα των συνθηκών της Τουρκοκρατίας και όχι βυζαντινό κατάλοιπο. Φαίνεται ότι πρωτοδημιουργήθηκε στα Άγραφα, από τον σουλτάνο Μουράτ Β’, γύρω στα 1430. Σιγά– σιγά αυτός ο θεσμός διαδόθηκε σ’ όλη την ηπειρωτική Ελλάδα.
O θεσμός των αρματολών αντιπροσωπεύει την προσπάθεια της οθωμανικής εξουσίας, αλλά και της ίδιας της κοινωνίας, να περιορίσει τη ληστεία. Αποστολή των αρματολών ήταν να επιμελούνται την εσωτερική τάξη των περιοχών τους, να επιτηρούν τις ορεινές διαβάσεις και να προστατεύουν τους κατοίκους από τις επιδρομές των κλεφτών.
Αρματολίκια συναντιούνται μόνο στις ορεινές περιοχές που συχνά ήταν πυκνοκατοικημένες από συμπαγείς ελληνικούς πληθυσμούς. Η δημιουργία τους οφείλεται προφανώς στην αδυναμία της οθωμανικής αυτοκρατορίας να τηρεί την τάξη σ’ όλη την επικράτειά της.
Η ιστορία των αρματολών χωρίζεται σε δυο μεγάλες περιόδους:
Η 1η περίοδος εκτείνεται από τον 15 μέχρι τα τέλη του 17ου αιώνα. Oι αρματολοί αυτή την εποχή αποκτούν μεγάλη εξουσία. Μερικές φορές μάλιστα φτάνουν στο σημείο να μην επιτρέπουν την είσοδο Τούρκων στην περιοχή της επιρροής τους. Η μόνη σχέση που έχουν με την τούρκικη εξουσία είναι να της δίνουν τα χρήματα που μάζευαν από τους φόρους. O καπετάνιος των αρματολών κατέχει υψηλή κοινωνική θέση, αυτός είναι ο δικαστής, ο φύλακας, ο προστάτης και αυτός που ορίζει το ποσό, που πρέπει να πληρώσει ο καθένας ως φόρο.
Η 2η περίοδος διαρκεί από τις αρχές του 18ου αιώνα ως το πρώτο μισό του 19ου αιώνα. Σ’ αυτό το διάστημα η τουρκική εξουσία προσπαθεί να περιορίσει ή να εξαλείψει αυτό το θεσμό, παραμερίζοντας από τις ηγετικές θέσεις τους Έλληνες αρματολούς και βάζοντας στη θέση τους Αλβανούς. Oι Έλληνες αρματολοί αναγκάζονται να υπερασπιστούν τα παλιά τους προνόμια και έτσι έρχονται σε ρήξη με το οθωμανικό κράτος. Πολλοί από αυτούς γίνονται κλέφτες και καταφεύγουν στα βουνά. Το 1836 γίνεται η τελευταία και οριστική διάλυση των αρματολικών σωμάτων από τον Ιμίν πασά.
Τα κλέφτικα τραγούδια και η ιστορία τους
Τα κλέφτικα τραγούδια αναφέρονται όχι τόσο στους κλέφτες όσο στους αρματολούς. Η ονομασία κλέφτικα δεν αποτελεί εμπόδιο αφού, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, η λέξη αυτή χρησιμοποιείται τα τελευταία χρόνια της Τουρκοκρατίας και για τους αρματολούς. Εκτός αυτού μας είναι δύσκολο να πιστέψουμε ότι ο λαός έγραψε τέτοια τραγούδια για να υμνήσει τους κλέφτες, τη στιγμή μάλιστα που δεν του ήταν καθόλου συμπαθείς. Αντίθετα οι αρματολοί ήταν αυτοί που τους προστάτευαν από τους κλέφτες και απομάκρυναν τους Τούρκους από την περιοχή της κυριαρχίας τους.
Τα τραγούδια αυτά πρωτοβγήκαν μάλλον στις αρχές ή στα μέσα του 18ου αιώνα, όταν δηλαδή το κύρος των αρματολών είχε αυξηθεί, μια που δεν περιόριζαν μόνο τη ληστεία, αλλά προσπαθούσαν να απομακρύνουν τους αλλόθρησκους που διεκδικούσαν τις θέσεις και τα αξιώματά τους. Εκτός αυτού τα παλιότερα τραγούδια που μας σώζονται αναφέρονται όλα στους αρματολούς, που η δράση τους τοποθετείται γύρω στα μέσα του 18ου αιώνα, όπως για παράδειγμα στον Χρίστο Μιλιόνη, τον Λάπα, τον Ζίδρο…
Άλλο γεγονός που ενισχύει αυτήν την άποψη είναι ότι ο χώρος δημιουργίας του κλέφτικου τραγουδιού είναι οι περιοχές όπου έδρασαν οι αρματολοί, δηλαδή η Στ. Ελλάδα, η Θεσσαλία, η Ήπειρος και η δυτική Μακεδονία. Ενώ η “κλεψιά” ήταν πανελλήνιο φαινόμενο, που υπήρχε πολύ πριν από τη δημιουργία αυτών των τραγουδιών και που δεν σταμάτησε, όταν έπαψαν πια να δημιουργούνται τραγούδια αυτού του είδους.
Η τεχνική του κλέφτικου τραγουδιού
Τα κλέφτικα τραγούδια είναι πολύ απλά στην τεχνική τους δομή. Τα διάφορα μοτίβα που χρησιμοποιούνται για την αρχή είναι περιορισμένα. Ένα μοτίβο είναι να πληροφορούμαστε από τον πρώτο κιόλας στίχο αυτό που πρόκειται να ακολουθήσει:
O Νικοτσάρας πολεμά με τρία βιλαέτια
Fauriel, 1, 192. Πρβ. Χασιώτης, σ.104
Άλλοτε πάλι αρχίζει με ένα προοίμιο για να τονίσει περισσότερο το θέμα του:
Τρία πουλάκια κάθονταν στη ράχη, στο λιμέρι
ένα τηράει τον Αρμυρό, κι άλλο κατά το Βάλτο,
το τρίτο το καλύτερο, μοιρολογάει και λέει:
“Κύριέ μου, τι εγίνηκεν ο Χρίστος ο Μιλιόνης;”
Fauriel, 1, 4
Μερικές φορές αυτό το προοίμιο αρχίζει με άστοχες ερωτήσεις:
Το τι ‘ν’ ο αχός που γίνεται κι η ταραχή η μεγάλη;
Μήνα βουβάλια σφάζονται, μήνα θεριά μαλώνουν;
Κι ουδέ βουβάλια σφάζονται κι ουδέ θεριά μαλώνουν,
ο Μπουκουβάλας πολεμάει με χίλιους πεντακόσιους…
Haxthausen, σ. 46. Πρβ. Fauriel, 1, 12
Τα θέματα που συναντούμε σ’ αυτού του είδους τα τραγούδια είναι ή η νικηφόρα μάχη ή ο ένδοξος θάνατος. Οι ήρωες που εξυμνούνται δεν έχουν υπερφυσικές ικανότητες. Είναι απλοί θνητοί με συνηθισμένα σπαθιά και ντουφέκια.
Τα τραγούδια αυτά είναι ολιγόστιχα, λιτά, χωρίς εξηγήσεις και περιγραφές περιστατικών. Η μετάβαση από την μια εικόνα στην άλλη γίνεται γρήγορα, απότομα, χωρίς πρωτύτερα να μας προετοιμάσει γι’ αυτήν την αλλαγή. O ζωντανός διάλογος συναντιέται σ’ όλα σχεδόν τα τραγούδια. Όταν δεν υπάρχει δεύτερο πρόσωπο ο δημιουργός εισάγει τότε ένα συμβατικό πρόσωπο, όπως ένα πουλί με ανθρώπινη λαλίτσα, ή μια “ξανθή κόρη”, ή μια “παπαδοπούλα”, ή κάτι παρόμοιο, για να δημιουργηθεί ο διάλογος. Μέσω αυτών των προσώπων δίνεται η ευκαιρία στον τραγουδιστή να μιλήσει χωρίς να χαλάσει ταυτόχρονα την όλη σκηνή που έχει δημιουργηθεί.
Το πνεύμα του κλέφτικου τραγουδιού
Το κύριο χαρακτηριστικό των κλέφτικων τραγουδιών είναι η στάση των ανθρώπων που εξυμνούνται απέναντι στη ζωή. Οι ήρωές του δεν φοβούνται το θάνατο, μάλιστα τον προτιμούν από μια σκλαβωμένη και ατιμωτική ζωή. Η ελευθερία και η ελεύθερη ψυχή παρουσιάζεται ως το κυριότερο αγαθό. Γι’ αυτήν αγωνίζονται, αρνούμενοι να τους εξουσιάζουν άλλοι.
O σκοπός τού δημιουργού δεν είναι τόσο να περιγράψει ένα περιστατικό, παρά να μας δώσει και να εκφράσει την ελεύθερη συνείδηση του κλέφτη. Αξιοσημείωτο είναι αυτό που γράφει ο Γιάννης Αποστολάκης στο βιβλίο του “Το κλέφτικο τραγούδι”: “Το περιστατικό βέβαια γεννάει το κλέφτικο τραγούδι δε θέλει όμως ρώτημα πως στην τελειότερη μορφή του το τραγούδι δεν είναι μια φορά η διήγηση του περιστατικού. Ούτε το τραγικό τέλος τού κλέφτη, ούτε τα έργα του, όσο ξακουστά κι αν είναι, και πολύ λιγότερο τα αισθήματα και οι ιδέες του για τη φύση και για τον κόσμο, κάνουν την ουσία του κλέφτικου τραγουδιού.
Το κλέφτικο τραγούδι δεν είναι διήγηση υπερφυσικού ή μυθικού περιστατικού, ούτε λυρική διάχυση λεπτών ή παράδοξων αισθημάτων, ούτε περιγραφή και θεωρία της Φύσης. Εξωτερικά μοιάζει να είναι η έκφραση του θαυμασμού για το εξαιρετικό άτομο, ο ύμνος του όμως στην ουσία είναι το πρώτο αδρό σχεδίασμα της καινούργιας Μορφής του Έλληνα. Αίσθημα, λοιπόν, θεωρία, δράση μπορεί να μη λείπουν και δε λείπουν, όμως όλα αυτά βρίσκονται στο τραγούδι, επειδή ο δημοτικός ποιητής τα θεωρεί απαραίτητα για να φτάσει στον πόθο του που είναι η σύλληψη του ανθρώπου.
Η μεγάλη αξία και πρωτοτυπία του κλέφτικου τραγουδιού βρίσκεται στον καινούργιο πόθο, που γεμίζει την ψυχή τού δημοτικού ποιητή, στον πόθο για το σύνολο και όχι για το μέρος, στον πόθο για τον άνθρωπο και όχι για το μερικό φανέρωμά του, είτε σε λόγο, είτε σε έργο, όσο κι αν είναι αυτό εξαιρετικό”.
Πηγές:
- Ιστορικά και Κλέφτικα Τραγούδια (Μαρίνα Χ.)
- Τα κλέφτικα τραγούδια (Ν. Πολίτη)
- Κλέφτες και Αρματωλοί (Π. Ροδάκη)