Σύμφωνα με τον (μεταφραστή) Γεώργιο Παπαχατζή, αυτό το βιβλίο γράφτηκε από τον Ελβετό Paul Dienach το 1924. Ο άνθρωπος αυτός, μας λέει ο φίλος του Παπαχατζής στον πρόλογο της έκδοσης, ότι είχε μία παραφυσική εμπειρία: Έπεσε σε νάρκη και ξύπνησε στο σώμα ενός άλλου ανθρώπου με παρόμοιο πρόβλημα, αλλά περίπου το 3.900 μ.Χ. Περιγράφει λοιπόν σαν σε ημερολόγιο, ότι έζησε εκεί, τον πολιτισμό του μέλλοντος και την πορεία της ανθρωπότητας μέχρι τότε. Κατά πάσα πιθανότητα όλη αυτή η ιστορία είναι του Παπαχατζή και ο συγγραφέας είναι ο ίδιος, παρότι αυτός επιμένει για το αντίθετο, καθώς τα γερμανικά χειρόγραφα είπε ότι τα κατέστρεψαν οι αντάρτες μετά την κατοχή και ο Dienach γενικώς δεν ξέρουμε αν υπήρξε. Λεπτομέρειες… Η ουσία είναι ότι ο Παπαχατζής (Dienach) έγραψε ένα λογοτεχνικό αριστούργημα επιστημονικής φαντασίας και έρωτα, μέσα από το οποίο περνά τις απόψεις του και το όραμά του για την πορεία της ανθρωπότητας. Την περιγράφει ως ένας ταξιδιώτης του μέλλοντος που μελετά την καταγεγραμμένη ιστορία μέχρι τότε. Οι λεπτομέρειες όμως που παραθέτει είναι τόσο ανατριχιαστικές, που ο μυστηριώδης καθηγητής Γεώργιος Παπαχατζής καθίσταται αν όχι προφήτης, ένας άνθρωπος που με κάποιο τρόπο γνώριζε πολλά και ήθελε επίσης με κάποιο τρόπο να τα δημοσιεύσει, να προειδοποιήσει… Στο προφητικό αυτό απόσπασμα περιγράφει την πορεία του πολιτισμού του 20-21ου αιώνα, δηλαδή στα χρόνια μετά την εποχή που ζούσε ο ίδιος και τον ενδιέφερε, μελετώντας υποτίθεται πάντα την ιστορική καταγραφή των ανθρώπων του μέλλοντος. Κατά τον συγγραφέα ο κόσμος εισήλθε σε έναν νέο μακρύ μεσαίωνα, κατόπιν μας λέει ότι ήρθαν τεράστιοι φυλετικοί πόλεμοι και μετά από αιώνες ήλθε μία ευρωπαϊκή αναγέννηση. Ένας νέος άνθρωπος που αποκαλούνταν “Homo Occidentalis Novus” και ένας νέος πολύ υψηλός, παγκόσμιος Ευρωπαϊκός πολιτισμός, βαθιά πνευματικός, που στηρίζονταν στις πνευματικές βάσεις του αρχαίου ελληνικού. Η περιγραφή αυτού του πολιτισμού από τον συγγραφέα είναι τόσο λεπτομερής και μαγευτική που δημιουργεί ερωτηματικά για το αν πρόκειται για φαντασία του ή αν λέει αλήθεια ότι πράγματι τα έζησε. Δίνει περιγραφές από κοινωνική οργάνωση, επιστήμη, πολιτεύματα, θρησκεία, πολιτισμό, καθημερινή ζωή και από τα περιηγητικά ταξίδια του με αποκορύφωμα μία περιοχή που ονομαζόταν κοιλάδα των Ρόδων κάπου στην Ευρώπη, όπου εκεί σε μία κοινότητα υψηλών βιοτικών συνθηκών, συνέβη ένα θαύμα: γεννήθηκε σταδιακά μια νέα ανώτερη φυλή. Αν πρόκειται για μυθιστόρημα του Παπαχατζή είναι άγνωστο, όπως και να έχει πάντως, ο συγγραφέας ήταν άνθρωπος με μεγάλη γνώση, οξυδέρκεια και διορατικότητα. Με το έργο του αυτό φαίνεται ότι ήταν μία πολύ σπουδαία προσωπικότητα που πέρασε από την Ελλάδα και την Ευρώπη, εντελώς άγνωστος.
Ευρώπη!… Δοξασμένη κι αγαπημένη και τόσο «απαραίτητη» — για μια ανθρωπεμένη στη σφαίρα μας ζωή — τόσο «απαραίτητη» πνευματική παρουσία στην οικουμένη… Φωτοδότειρα του κόσμου για αιώνες κι αιώνες, που δεν απέκανες να τον καταυγάζεις μ’ εξαίσιο λευκό φως απ’ την μικρή τούτη θαλασσόβρεχτη γωνιά της Ευρασίας, απ’ τις μεσογειακές βόρειες ακρογιαλιές, ως τις χώρες των Σκανδιναβών κι ως τη Σουόμη. Τί θάτανε η ανθρωπότητα χωρίς εσένα, Ευρώπη, τι θάτανε η ζωή του ανθρώπου σήμερα χωρίς τις ασύγκριτες πολιτιστικές κι ηθικές κι ανθρωπιστικές αξίες που εδώρησε η μεγαλώνυμή σου γη σ’ όλη την υδρόγειο…
Κατάφορτη από πνευματική αίγλη, από περγαμηνές, από αιώνες, ατάραχη, ολύμπια, σίγουρη για το αύριο, πνευματοδοτούσες ως τις αρχές του αιώνα μας κολοσσιαίους πληθυσμούς κι εκτάσεις απέραντες, ως τις νοτιώτατες περιοχές του Νέου Κόσμου και τής Αφρικής κι ως την Άπω Ανατολή κι ως τούς αντίποδες, ως την Ωκεανία. Ο κατατρεγμός της ιστορικής σου μοίρας άρχισε σύγκαιρα με τα δικά μου, λέει, χρόνια, εξ αιτίας της εγκληματικής παραφροσύνης των ίδιων σου των παιδιών. Στον πόλεμο του 1914 κατατροπώθηκαν οι λαοί της Ευρώπης, οι μοναδικές «μεγάλες δυνάμεις» — και ηθικά μεγάλες ως τα τότε — κείνου του καιρού. Ηττήθηκαν πέρα για πέρα, πέφτοντας στον γκρεμνό της εμφύλιας σύγκρουσης.
Δε μπορούσε, λέει, να γενεί διαφορετικά. Μικρόψυχοι και κοντομάτηδες και χαμηλού ηθικού αναστήματος αφεντάδες κι οι κλίκες τους κρατούσανε στα χέρια τους την πολιτική και τη στρατιωτική εξουσία εδώθε απ’ το Ρήνο κι εμπόδιζαν τους λαούς να ενωτιστούνε τις απεγνωσμένες επικλήσεις των μεγάλων του πνεύματος και να δώσουνε προσοχή στην οργή τους και στα σκοτεινά τους προαισθήματα. Δε μπορείς, λέει, να βάλεις στη μεγάλη γαλατική επικράτεια με την αρχαία πνευματική δόξα, δε μπορείς να βάλεις έναν Ιωάννη Jaures να κυβερνήσει, την ώρα πού στην άλλη όχτη κυριαρχούνε ανεμπόδιστα οι άγριες έμφυτες ροπές τής τευτονικής ψυχής κι ο άπληστος επεκτατισμός των ιμπεριαλιστών και τα έξαλλα πάθη. Θεσμοί έννομης τάξης έλειπαν ολότελα τότε στην Ευρώπη.
Κι έτσι το ανεπανόρθωτο συντελέστηκε. Η ηθική γύμνια του ευρωπαίου φάνηκε απροσδόκητα, ανάμεσ’ απ’ τους διαλυόμενους καπνούς του πολέμου, μπροστά στα ορθάνοιχτα μάτια των εκατομμυρίων πληθυσμών πού ανήκανε στις έγχρωμες φυλές. Κι ο «δυτικός» πολιτισμός, το καύχημα του ανθρώπου της Ευρώπης, το εγκαλλώπισμα της ζωής του, πέρασε τότε την πρώτη του μεγάλη κρίση, νιώθοντας πόσο εύθραυστο πράγμα είνε καταβάθος ένας πολιτισμός, οσοδήποτε υψηλής στάθμης κι οσοδήποτε αιωνόβιος. Το κύρος του ευρωπαϊκού πνεύματος έχασε έξαφνα την ιδιότητα του «αδιαμφισβήτητου». Κι οι νέγκροι κι οι ασιάτες κι οι κίτρινοι ήρθε ώρα που λησμονήσανε πόσο είχανε ευεργετηθεί απ’ την Ευρώπη, τα λησμονήσανε όλα μονομιάς όσα της χρωστούσανε: τα ιδρύματα, τις ιεραποστολές, τους θεσμούς και τα ρεύματα ιδεών, την παιδεία και τανθρωπιστικά ιδανικά, όλες κείνες τις ηθικές αξίες του δυτικού πνεύματος με τις ελληνικές και ρωμαϊκές και χριστιανικές ρίζες. Κρυφογελούσανε για την πτώση των ευρωπαίων και προλέγανε πανηγυρίζοντας πως «όπου και νάνε η βασιλεία τους αγγίζει στο τέλος της» — τόσο λίγο μπορεί να επιβληθεί ηθικά στον υπόλοιπο κόσμο ένας πολιτισμός, οσοδήποτε μεγάλος κι αν είνε, ένας πολιτισμός που «η δράση του» και τα «έμπρακτα παραδείγματα που δίνει» έρχουνται τόσο πολύ σε αντίθεση με τις διδαχές του και με τις αρχές του.
Οι δυο πρώτες δεκαετίες του 20ού αιώνα είδαν έτσι να τερματίζεται η ηγεμονία των ευρωπαίων πάνω στην οικουμένη. Όχι μόνο σε στρατιωτική ισχύ και σε δύναμη πολιτικής επιρροής, όχι μόνο σ’ επιδράσεις σχετικές με την οικονομική ζωή, αλλά προπαντός απ’ την άποψη της ηθικής επιβολής και του κύρους. Τα εκατομμύρια του άλλου κόσμου παύουν πια να σέβουνται το «δυτικό» πνεύμα. Και το πιο περίεργο είνε πως κι οι ίδιοι οι ευρωπαίοι χάνουνε κείνη την παλιά τους ευγενική περηφάνεια, κείνη τους την αυτοπεποίθηση για την υπερέχουσα ηθική τους θέση στον κόσμο. Δίνουνε θεληματικά πολιτική χειραφέτηση στους λαούς τής δικής τους ως τα τώρα επιρροής. Καλούνε άλλους να κατευθύνουνε τις τύχες της οικουμένης. Κι αν πιστέψει κανένας τον Λαίν, ολάκερος ο αιώνας κυλάει και τις παραπέρα δεκαετίες του ολοκληρώνοντας αυτή την πένθιμη μετάπτωση του πνευματικού πολιτισμού των ευρωπαίων, με το πλήθος τις αιωνόβιες ηθικές αξίες, σε μια μορφή απλού τεχνικοοικονομικού πολιτισμού, που τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του είνε τάφθονα τυποποιημένα βιομηχανήματα για την κατανάλωση, ο ανεπιφύλακτος κι απεριόριστος θαυμασμός για τις τεχνικές εφαρμογές της προόδου των φυσικών επιστημών — και γενικώτερα για τις οικονομικές αξίες — η ροπή προς τις ανέσεις του υλικού βίου, η αδιαφορία για την εσωτερική καλλιέργεια κι ένα συνακόλουθο «χαίνον κενό» σε ψυχή και σε συναίσθημα. Κι επαληθεύει έτσι η κασσάνδρεια προφητεία του Oswald Spengler, το 1918 στο Μόναχο, για τον ερχομό του «άψυχου» πολιτισμού, του «μηχανικού», του «εξωτερικού» μονάχα.
Η αισθητική κοινή συνείδηση είχε, λέει, σημειώσει πτώση ευθύς με τη λήξη του παγκόσμιου πολέμου. Πολλοί μάλιστα είπανε πως και πρωτήτερα. Τα αίτια δεν τελούνε, λέει, σ’ αποκλειστική συνάρτηση με την υποχώρηση του πολιτισμού, που ακολουθάει τον κάθε πόλεμο. Είνε βαθύτερα και γενικώτερα. Ποτέ οι «εποχές μεγάλης ακμής» στην τέχνη δεν ήτανε ικανοποιητικές και σε διάρκεια. Έτσι η κάμψη της αισθητικής συνείδησης αρχινάει να γίνεται αισθητή γύρω στις δύο πρώτες δεκαετίες του 20ού και συνεχίζεται για πολύν καιρό σ’ όλους τους τομείς της τέχνης. Οι αισθητικές αξίες τότε παραμερίζουνται και τα έργα τέχνης της Αναγέννησης και του 19ου καταφεύγουνε να στεγασθούνε στα μουσεία. Τα παλαιά κι ονομαστά μεγάλα έργα ζωγραφικής και γλυπτικής φυλάσσουνται εκεί στα μουσεία με ασφάλεια, χωρίς όμως να εμφανίζουνται στις εικαστικές τέχνες νέα αποχτήματα καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ο πρωτογονισμός κι η «αφηρημένη» τέχνη είνε του συρμού και κείνο που θα ονομαζότανε αλλοτινά «ασυναρτησία» το θωρούνε τώρα «ένα είδος νέας τεχνοτροπίας».
Στην αρχιτεκτονική τα κυβικά σχήματα έχουνε αντικαταστήσει τα παλιά αριστουργήματα. Λυρική ποίηση δεν υπάρχει πια και στη μουσική σύνθεση οι ευχάριστοι στην ακοή ρυθμοί έχουνε μπει στη θέση της σεβάσμιας κι υψηλής σε αξία «δημιουργίας της μεγάλης τέχνης» του 18ου και του 19ου «με το βάθος του φιλοσοφικού στοχασμού». «Το σημάδι τ’ ολοφάνερο της παρακμής, είπε ο Λαίν. δεν είνε τόσο πως παράγουνταν απ’ το ευρωπαϊκό πνεύμα κείνου του καιρού τέτοιας λογής και τέτοιας ποιότητας «έργα», όσο ιδίως πως μόλις εξωτερικεύουνταν κείνα τα «έργα», εύρισκαν αμέσως απήχηση στο περιβάλλον της εποχής τους, πως γίνουνταν ανεκτά απ’ τους συγχρόνους τους, πως δεν είχανε σαν αποτέλεσμα να εξανίσταται και να εξεγείρεται η αισθητική συνείδηση της εποχής. Αυτός ιδίως ήτανε ο μεγάλος ξεπεσμός».
Στη διάρκεια ολόκληρου του 20ού αιώνα διαδέχουνται σιγά – σιγά τις ηθικές άξιες του «δυτικού πνεύματος» του 19ου, η υλιστική αντιμετώπιση της ζωής, οι «πρακτικές» επιδιώξεις, τα τεχνολογικά κι οικονομικά επιτεύγματα, η «δημοκρατικοποίηση κι εκλαΐκευση των ανέσεων» κι η «εξύψωση» της στάθμης της ζωής με το υλικό νόημα (Λαίν). Το βιοτικό επίπεδο ανεβαίνει. Η κατανάλωση σε τρόφιμα και σε βιομηχανικά προϊόντα ικανοποιείται σε διαμέτρημα άγνωστο αλλοτινά. Το «κυνηγητό του δολλαρίου» αποτελεί τώρα κι εμπρός ένα απ’ τα πρωταρχικά κίνητρα κάθε δράσης δημιουργικής και γενικώτερα της τρεχούμενης ζωής στο σύνολό της. Συνάμα έρχεται κι η πτώση της ηθικής συνείδησης. Μπροστά στο ρύπο της ολοφάνερης απανθρωπιάς, της στυγνής απολυταρχίας, της βαριάς κοινωνικής αδικίας, μπροστά στα νέα ανελεύθερα πολιτικά καθεστώτα, οι ευρωπαίοι δεν αγανακτούνε πια τόσο εύκολα. Δεν εξανίσταται η συνείδηση. Η παλιά ευαισθησία είνε πια ξεπερασμένη. Μειώνεται η ηθική ικανότητα για εξέγερση, καθώς γινότανε στον 19ο και καθώς και στα δικά μου ακόμα χρόνια στην περίπτωση του Ντρεϋφύς.
Το «δυτικό πνεύμα» — εξαίσιος αλλοτινά γόνος ενός θαυμαστού υμέναιου της κλασσικής παιδείας και του ουμανισμού αφ’ ενός με τη χριστιανική παράδοση αφ’ ετέρου — διευρύνεται έτσι σ’ εδαφική έκταση, αλλά ταυτόχρονα χάνει ένα πολύ μεγάλο μέρος απ’ την πνευματικότητά του. Διαχέεται παντού, σε κάθε χώρα της οικουμένης, στα δυο ημισφαίρια, μισερεμένο στις παλιές παραδεγμένες αιώνιες αξίες του και στα ιδεώδη του, μετουσιωμένο σ’ ένα παγκόσμιο υλιστικό πνεύμα τεχνικοκρατίας, σ’ έναν κοσμοπολίτικης υφής τεχνικοοικονομικό πολιτισμό. Αντίκρυ του τα «γραφικά στοιχεία» και το «τοπικό χρώμα» υποχωρούνε παντού, ακόμα και στις αλλοτινά «εξωτικές» χώρες της μακρινής Ανατολής. Οι εξωευρωπαίοι αγγλοσάξωνες κατορθώνουνε τελικά να επιβληθούνε σε διεθνή πλαίσια, με τα δυό τους νομίσματα και με τη γλώσσα τους, κι ειδικώτερα η μεγάλη βορειοαμερικάνικη συμπολιτεία επωμίζεται ευθύνες πολιτικής επιρροής σ’ ολάκερη την υδρόγειο σε τέτοια έκταση, που ούτε να το φανταστεί κανένας θα μπορούσε πριν απ’ τον πόλεμο του 1914 και που δεν ήτανε κι η ίδια προετοιμασμένη γι’ αυτό — της έλειπε η παράδοση.
Και δεν έγινε καν εκείνο που στην αρχαία ιστορία είχε υποδειγματικά συμβεί. Τότε οι ρωμαίοι είχανε πει πάνω – κάτω στους έλληνες: Σας επιβάλλουμε την πολιτική και στρατιωτική μας δύναμη — τώρα κι εμπρός η pax romana είνε καθεστώς — και σεις πάλι με τη σειρά σας ευεργετήστε μας με τον δικό σας πνευματικό πολιτισμό — τα γράμματα, την καλλιτεχνία, τη φιλοσοφική διανόηση – που μ’ όλη μας την προθυμιά να τον προσδεχτούμε, γιατί είνε αναντίρρητα και δίχως δεύτερη σκέψη ανώτερος. Τώρα, στη νεώτερη τούτη καμπή της ιστορίας, έγινε το αντίθετο. Μαζί με την πολιτική και την οικονομική επιρροή που ήρθε πέρ’ απ’ τον ωκεανό, μαζί με τις υπερέχουσες τεχνολογικές κείθε επιτεύξεις, ξεχύθηκε ασυλλόγιστα στην Ευρώπη κι η ανώριμη αμερικάνικη κουλτούρα, σ’ όλους σχεδόν τους τομείς πνευματικού βίου, κι επιβλήθηκε δίχως αντίσταση: Στις αξιολογικές ροπές στην αισθητική, στους ρυθμούς των χορών, στις εικαστικές τέχνες, στη μουσική, στην αρχιτεκτονική, στις αρχές και στις πεποιθήσεις για τον τρόπο αγωγής των νέων και για τη στάση τους απέναντι στη ζωή και γενικά σε χίλιες-δυό σφαίρες πνευματικού πολιτισμού, που σ’ αυτές είχε ακόμα τόσα και τόσα η οικουμένη να ωφεληθεί απ’ τους ευρωπαίους.
Στην παιδεία η διδασκαλία των κλασσικών ελαττώνεται παντού, σ’ όλες τις χώρες, για να μένουν διαθέσιμα χρονικά περιθώρια για την «πρακτικώτερη» μόρφωση που απαιτούνε οι νέοι καιροί κι ιδίως για την τεχνική κατάρτιση. Δεν υπάρχουνε πια ώρες για χάσιμο με την επίδοση στις ανθρωπιστικές σπουδές. Ένα ολάκερο σύμπαν από ηθικές αξίες, που πάνω σ’ αυτό στηρίζεται η ουμανιστική παράδοση, περνάει έτσι σ’ εντελώς δευτερότερο πλάνο.
Στην παιδαγωγική επικρατούνε καινούργια ρεύματα. Γίνουνται πειραματισμοί επικίνδυνοι και σε πολλές περιστάσεις αφήνουνται οι νεώτερες ηλικίες ακαθοδήγητες, δίχως την επικουρία της πείρας των πρεσβύτερων, για «να βρούνε μόνες τους το δρόμο τους». Πράξεις βίας κι ανατροπής κι εκδηλώσεις μηδενιστικής νοοτροπίας εμφανίζουνται κάθε τόσο σε μύριες περιοχές της υδρογείου. Σεβάσμιες «καθιερωμένες» με ηθικό κάλλος αρχές, όπως το «βίωμα αλληλεγγύης και βοήθειας του αδυνατότερου» μέσα στις οικογένειες, ή όπως «ο σεβασμός προς την αξία του ανθρώπου», καταρρέουνε κάτω απ’ το νέο ισχυρό εγωιστικό κήρυγμα «να κυττάζει ο καθένας τον εαυτό του». Ένας «ανθρωπισμός» καινούργιος, «επιστημονικός», στηριζόμενος σε ορθολογική οργάνωση και σε τέλεια λειτουργία θεσμών κοινωνικής ασφαλίσεως — κατάψυχρος όμως και δίχως αίσθημα — έρχεται και μπαίνει στη θέση της παλαιότερης μορφής αλληλοβοήθειας, όπως την είχαν νιώσει η χριστιανική κι η ουμανιστική παράδοση, με τους συναισθηματικούς θησαυρούς.
Άν σ’ όλα αυτά προσθέσει κανένας τον «αυτοματισμό της δουλειάς» στις μεγάλες νέες βιομηχανίες και τις επιτευχθείσες απίστευτες γι’ αλλοτινούς καιρούς υλικές ταχύτητες, που αποβαίνουνε και κείνες σε βάρος της εσωτερικής περισυλλογής και του στοχασμού και της αυτοσυγκέντρωσης — που τόσο είνε απαραίτητη σε σύντομα χρονικά διαστήματα αυτή η τελευταία για τον «ηθικό αυτοέλεγχο στην πορεία της ζωής» — καταλαβαίνει πολύ καλά κανένας τη φτώχεια του εσωτερικού βίου του ανθρώπου, που είνε ένα απ’ τα κυριώτερα χαρακτηριστικά του 20ού αιώνα, μαζί με τον «αγχώδη ρυθμό» της ζωής και με τις χίλιες – δυο εκδηλώσεις επιθετικής βιοπάλης.
Η τεχνική πρόοδος κι η εκβιομηχάνιση κι η «πλουσιώτερη σε ανέσεις ζωή» κι η οικονομική ανοδική πορεία κι η πληθοπαραγωγή τυποποιημένων βιομηχανικών προϊόντων προσιτών στις μάζες για πρώτη φορά στην ιστορία σε τέτοιο βαθμό, δεν είνε κείνα που συντελέσανε στην κρίση του πολιτισμού. Κείνα δε ρίχνουνε τον πολιτισμό — το αντίθετο μάλιστα, μπορούνε να τον προαγάγουνε, αν ήθελε χρησιμοποιηθούνε με ορθολογισμό και με αγάπη για τον άνθρωπο — γιατί η τεχνική πρόοδος έχει το καλό να αφήνει ευρύτερα ολοένα χρονικά περιθώρια για χάρη του εργαζόμενου, για την πνευματική του αυτοδιάθεση, για τη μόρφωσή του, για την εσωτερική του καλλιέργεια. Η δραματική κρίση του πνεύματος δε χρωστάει στην τεχνική πρόοδο και στην οικονομική άνοδο την εμφάνισή της. Είνε διαφορετική η αιτία της. Είνε πως σιγά – σιγά αφέθηκε κι επικρατήσανε «ορισμένες αντιλήψεις, αυτοκαλούμενες «ρεαλιστικές», που σύμφωνα μ’ αυτές η τεχνική πρόοδος είνε όχι το μέσο — για να φέρει την εξύψωση της στάθμης του πνευματικού πολιτισμού — αλλά είνε ο ίδιος ο σκοπός, είνε αυτοσκοπός. Πως είνε δηλαδή αυτή αρκετή και δεν χρειάζεται τίποτα παραπάνω. Πως αυτή καθαυτή εξυψώνει δήθεν και καλλιτερεύει κι «ωραΐζει» κι εξευγενίζει τη ζωή.
Έτσι είνε (απ’ τις παραπάνω αιτίες) που έκανε την εμφάνισή του ο νέος Μεσαίωνας στην Ευρώπη και παντού στην υδρόγειο, χωρίς κανένας καλά – καλά να τον νιώσει πως έφτασε κιόλα. Έτσι είνε που ήρθε, φιδογλιστρώντας ύπουλα, μέσα σε όρους ζωής που δεν τον προμηνούσανε στο παραμικρό, μέσα σ’ έναν καταιγισμό απ’ το πλούσιο λευκό φως των εντισόνειων συσκευών, μέσα σ’ ένα περιβάλλον ζωής που ήτανε εξωτερικά, «υλικά», πολύ ομορφότερη και πολύ φωτεινότερη και πολύ πλουσιώτερη απ’ τον τρόπο ζωής του «μεγάλου αιώνα» των Ευρωπαίων, του 19ου. Λογιζότανε «μια καθαυτό νίκη» το πως έγινε μπορετό να παραμεριστούνε σιγά – σιγά οι «χρεοκωπημένες» ηθικές άξιες του τελευταίου: Η κλασσική παιδεία, τανθρωπιστικά ιδεώδη, η καλλιτεχνική δημιουργία, το ιδανικό της ελευθερίας, η υψηλή στάθμη ηθικής συνείδησης με την λεπτόλογη «προσοχή» της και με τους δισταγμούς της, το θρησκευτικό συναίσθημα, οι άξιες αισθητικές ροπές στην αρχιτεκτονική που δεν ίσχυαν να τις καταπνίγουν οι «πρακτικές απαιτήσεις», τ’ ολάκερο κείνο σύμπαν στους κόσμους της αρμονίας, η αγωγή των νέων, οι κατευθυνόμενες βουλητικές κλίσεις, ο εμπλουτισμός του συναισθήματος, το άξιο κι υψηλό από κάθε άποψη επίπεδο εσωτερικού βίου του ανθρώπου, όλα όσα εξυψώνουνε αληθινά τη ζωή.
Τα δημοκρατικά ιδεώδη του 19ου τα διαδέχτηκε ο «ανταγωνισμός των απολυταρχιών». Το ζήτημα δεν ήταν πια αναμεταξύ πλατωνικής ή γαλλικής μορφής δημοκρατίας αφ’ ενός κι ανελεύθερης τάξης πολιτικού βίου αφ’ ετέρου. Το πρόβλημα στα μέσα και στα τέλη του 20ού, στις μεγάλες κι ισχυρές χώρες του κόσμου, ήταν αν οι ολοκληρωτικοί καθεστωτικοί θεσμοί στη νέα τάξη πραγμάτων θάπρεπε νάνε της δεξιάς ή της αριστερής σε θέματα κοινωνικού καθεστώτος ιδεολογίας. Συγκρούσεις τρομαχτικές έγιναν γι’ αυτή την αιτία. Κι όταν σε κάμποσες ακόμα δεκαετίες ο αλόγιστα αχαλίνωτος υπερπληθυσμός έφερε σε αληθινό αδιέξοδο τόσο τους ίδιους τους λαούς, όσο και τις ανάξιες κείνες ηγετικές τους τάξεις, κι όταν έγινε φανερό πώς είχανε υπερβολικά καθυστερήσει τα μέτρα τα προληπτικά — τάστοχα καλλίτερα ημίμετρα — στην παρακολούθηση του δημογραφικού δείκτη, τότε υποχωρήσανε ακόμα πιο τελειωτικά τα παλιά ηθικά και πολιτικά αιτήματα γι’ «ατομικές ελευθερίες», για «δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη» και κανένας πια δεν τα σκεφτότανε καν. Και γινότανε στο εξής αποκλειστικά λόγος για απαραίτητη κι «επείγουσα» «δημογραφική πειθαρχία» και για «μέτρα εξαναγκασμού» και για το «νόμο της ανάγκης» και για σιδερένια «υποταγή» των ακαταμέτρητων κείνων κι αδιαχώρητων πληθυσμών, σχεδόν με κάθε μέσο και με κάθε τρόπο…
Ο Μεσαίωνας είχε έρθει έρποντας στα κρυφά, καλυμμένος σε ολομέταξο μανδύα χρυσοποίκιλτο, ένας αλλόκοτος Μεσαίωνας, πρωτοφανήσιμος, μέσα σε πολιτείες πάμφωτες, ανάμεσα σε πανύψηλες κι ολοκαίνουργες οικοδομές, σε τρελλούς ρυθμούς φαιδρών χορών, σε περιβάλλον υλικής ευημερίας, σ’ αλλεπάλληλα εγκαινιαζόμενα τεχνικά έργα, σε φαρδιές φωταγωγημένες κι απαστράπτουσες λεωφόρους. Ήτανε ο αιώνας μιας υλόφρονης μηχανιστικής εποχής, μιας εποχής χωρίς καμμιά ευαισθησία, χωρίς κανένα ενδιαφέρον για ανθρωπιστικές άξιες, χωρίς ευγενικές συναισθηματικές ορμές. Είχανε έρθει οι καρποί της μονόπλευρης τεχνολογικής προόδου και της οικονομικής ακμής και της χλιδής, μιας ακμής και μιας χλιδής που δεν είχανε ακολουθηθεί καθόλου από αντίστοιχη ηθική ωριμότητα του ανθρώπου κι από εσωτερική καλλιέργεια κι από «πολιτισμό ψυχικού βίου».
Ο καθένας ενδιαφερότανε μονάχα για τον εαυτό του και δεν ένιωθε πια κανένας δίπλα του μια θερμή συνανθρώπινη χριστιανική καρδιά, έτοιμη να τον συντρέξει σε ώρα ανάγκης. Η ευθύτης, η αγάπη κι ο φόβος του Θεού, η συγγνώμη και το έλεος, είχανε όλα παραμεριστεί και λογίζουνταν «ξεπερασμένα» και πολλοί έλεγαν πως στο σύντομο μέλλον θα λείψουνε κι οριστικά. Μέσα σ’ ένα κοινωνικό περιβάλλον σκληρής κι άγριας ανταγωνιστικής επίδοσης, η αξία ή απαξία των «μέσων» για πλουτισμό και γι’ ανάδειξη κρινότανε μονάχα ανάλογα με την αποτελεσματικότητά τους — κι έβλεπε κανένας τον «ηθικό αποχρωματισμό» νάνε ένα απ’ τα πιο χαρακτηριστικά γνωρίσματα κείνης της εποχής, νάχει δηλαδή πια σχεδόν λείψει η διαστολή αναμεταξύ ηθικά θεμιτού κι ανεπίτρεπτου. Οι δισταγμοί συνειδήσεως λογίζουνταν σαν έλλειψη πρακτικού πνεύματος. Επικρατούσε η δίψα για δύναμη και για επιβολή και για κατάπνιξη κάθε αντίδρασης με οποιοδήποτε μέσο. Γενικά, η πίστη σε ηθικές αξίες είχε υποχωρήσει. Και για κείνο που συχνά οι νέοι ενιώθανε — και το εκφράζουνταν, δεν τόκρυβαν — πως «δεν πιστεύουνε πια σε τίποτα», η ευθύνη κι η κατακραυγή εβάραινε δίκαια κάθε φορά τους πρεσβύτερους, γιατί αυτοί οι τελευταίοι είνε που είχανε το χρέος να οδηγήσουνε τις νεώτερες ηλικίες σε καλλίτερους, σε ηθικά ωραιότερους δρόμους.
Παράλληλα ήρθε κι εκείνο που υστερώτερα ονομάστηκε «η ευτέλεια των ειδώλων». Παρατηρήθηκε δηλαδή πως σ’ όλες πέρα ως πέρα τις χώρες της οικουμένης οι νεώτερες ηλικίες δε θαυμάζανε και δεν είχανε για είδωλά τους τους αληθινά μεγάλους. Τα «πρότυπα» που «ηλεκτρίζανε» τα πλήθη και κινούσανε τη «δίψα ψυχής» και το θαυμασμό και τη «ροπή για μίμηση» δεν ήτανε οι «αληθινοί ήρωες», όπως ένας Goethe, ένας Leonardo, ένας Pasteur, ένας Schiller, ένας Wagner, ένας Carnegie της σύγχρονης τότε εποχής, μα το αντίθετο, άλλης λογής «υποδείγματα»: μίμοι, χορευτές, πυγμάχοι, γελωτοποιοί, ποδοσφαιριστές, άκαρδοι κροίσοι, εταίρες, ρακένδυτοι κι ακούρευτοι κι ακάθαρτοι οργανοπαίκτες, και τα παρόμοια.
Η έλλειψη πίστης σε ιδεώδη και σε ηθικές και πνευματκές αξίες είχε σαν επακόλουθο να χάσει ο άνθρωπος και μεγάλο μέρος απ’ την εσωτερική του ισορροπία. Η πτώση των παλαιών ιδανικών άφησε ένα κενό φοβερό. Και νέα ιδεώδη, νέες «αξίες», δεν υπήρχανε για ναρθούνε ναναπληρώσουνε αυτή την έλλειψη, που είχε κάνει ασφυκτική την πνευματική ζωή. Ο άνθρωπος βρέθηκε έξαφνα σε αδυναμία για μιαν ανώτερη θεώρηση του κόσμου και της ζωής, για μιαν ενατένιση υψηλότερη, για μιαν «ερμηνεία» βαθύτερη — καθώς κείνη που η ουμανιστική παράδοση κι η κλασσική παιδεία και το χριστιανικό κήρυγμα του είχανε αλλοτινά δώσει — για μια «σύλληψη» που να βαίνει πέρα απ’ τα επιφαινόμενα.
Στον τομέα της θρησκευτικής πίστης, από πολύ νωρίς, απ’ τα μέσα κιόλα του 19ου, ένας κόσμος ολόκληρος κατέρρεε. Και πλήθος «σοφοί» των φυσικών επιστημών κι άλλοι κάθε λογής «επιστήμονες» καυχιούνταν πως η «θετική γνώση» είχε διαδεχτεί τώρα πια για καλά την παλιά «αφελή πίστη» και πως η επιστήμη, με την πρόοδό της, κατατρόπωσε τη θρησκεία κι έδειξε πια φανερά πως «ανώτερες δυνάμεις» κι «υπερβατικές πραγματικότητες» δεν υπάρχουνε κι έδωσε τώρα κι εμπρός «μια επιστημονική εξήγηση του κόσμου και της ζωής».
Αυτή η υπερβολική πίστη στην παντοδυναμία των φυσικών επιστημών δεν ωφέλησε σε τίποτα. Τελικά η θετική επιστήμη δεν έλυσε κανένα απ’ τα προβλήματα που απασχολούνε τον άνθρωπο, τουλάχιστο κείνον που αξίζει να λέγεται άνθρωπος. Είπε πως προβλήματα δεν υπάρχουνε, πως μάταια διατυπώνουνται ερωτήματα, γιατί απαντήσεις δεν υπάρχουνε, πως τα πράγματα είνε έτσι όπως φαίνουνται. Θάλεγε κανένας πως η ζωή κι ο κόσμος ήτανε δίχως νόημα, πως χρωστούσανε την ύπαρξή τους σε άλογες φυσικές δυνάμεις, πως ήτανε δίχως κεντρική ηθική ιδέα κι ιθυντήριο Σκοπό, δίχως κατεύθυνση, δίχως Αιτία — μια ακατανόητη πορεία ζωώδικης φύσης, μια ροή άλογη από αλληλοδιάδοχα περιστατικά, μια απλή τυφλή σειρά από υλικά συμβάματα και μια πανάρχαιη έξελικτική βιολογική διαδικασία εντελώς «στην τύχη».
Σημειώθηκε έτσι, σ’ ολάκερη τη διανόηση του 20ού και του 21ου, και μια ολότελη αποσχέτιση τών πολιτιστικών πραγματοποιήσεων απ’ τις κοσμοθεωρητικές τους προϋποθέσεις. Κι ήρθαν καιροί που αυτή η «εξαφάνιση κάθε πίστης», η «αδυναμία του μεταφυσικού καταφύγιου» — συνδυασμένη και μ’ έναν αποκτηνωτικό ρυθμό ζωής της «εποχής της μηχανοκρατίας» και μ’ έναν απάνθρωπο τρόπο μεταχείρισης του «οικονομικού και βιομηχανικού ανθρώπου» (όχι μονάχα του εργάτη, αλλά και του «επόπτη» και του «διευθυντή») του «ανθρώπου – ρομπότ», με την παντοτινή βιασύνη και την παραζάλη και τον αβάσταγο θόρυβο και το τυφλωτικό φως και το συνωστισμό και τον έπακρο κι εξουθενωτικό της προσωπικότητας καταμερισμό της δουλειάς — ήρθαν καιροί που όλα αυτά είχαν σαν επακόλουθο να εμφανιστούνε σε μεγάλη κλίμακα και θλιβερές παρενέργειες ψυχικού βίου: σοβαρές νευροψυχικές διαταραχές κι αυτοκτονίες σε έκταση πρωτόφανη κι υστερώτερα ένα στάδιο μηδενιστικής αυτοεγκατάλειψης, για πολύμακρους, καθώς λένε τώρα – εδώ, καιρούς.
Paul Dienach (Γεώργιος Παπαχατζής) «Η κοιλάδα των Ρόδων – το χρονικό ενός “άλλου” πολιτισμού»