…Όπως όλοι οι ιεροί θεσμοί, το σύστημα της κάστας βασίζεται στην ίδια τη φύση των πραγμάτων ή ακριβέστερα, σε μια όψη της, και συνεπώς σε μια πραγματικότητα που, υπό ορισμένες περιστάσεις, δεν μπορεί παρά να εκδηλωθεί. Αυτό ισχύει εξίσου και για την άλλη όψη, που αναφέρεται στην ισότητα των ανθρώπων ενώπιον του Θεού. Εν ολίγοις, για να δικαιώσουμε το σύστημα της κάστας αρκεί να θέσουμε της εξής ερώτηση: υπάρχει ποικιλία ως προς της ιδιότητες και την κληρονομικότητα; Αν ναι, τότε το σύστημα της κάστας αποτελεί μια δυνατότητα και είναι νομότυπο. Στην περίπτωση απουσίας καστικών διαχωρισμών, όπου έχει επιβληθεί από την παράδοση, το μόνο ερώτημα είναι: είναι οι άνθρωποι ίσοι, όχι απλά από την άποψη της ζωικής φύσης τους, το οποίο δεν αμφισβητείται εδώ, αλλά από την άποψη του τελικού προορισμού τους; Εφόσον κάθε άνθρωπος έχει μια αθάνατη ψυχή, αυτό είναι σίγουρο. Συνεπώς σε μια ορισμένη παραδοσιακή κοινωνία αυτή η οπτική μπορεί να υπερισχύσει της άλλης, για την οποία προέχει η διαφοροποίηση των ιδιοτήτων. Η αθανασία της ψυχής είναι η αξιωματική αρχή της θρησκευτικής «ισοπολιτείας», ακριβώς όπως ο ημι-θεϊκός χαρακτήρας του νου, και άρα της διανοητικής ελίτ, αποτελεί το αξίωμα του καστικού συστήματος…
…Ποιές είναι οι βασικές τάσεις της ανθρώπινης φύσης με τις οποίες συνδέονται οι κάστες, λιγότερο ή περισσότερο άμεσα; Θα μπορούσαν να προσδιοριστούν ως διαφορετικοί τρόποι αντιμετώπισης της εμπειρικής πραγματικότητας. Με άλλα λόγια η βασική τάση στον άνθρωπο συνδέεται με τη συναίσθηση ή συνείδηση του τι είναι «πραγματικό». Για τον βραχμάνο – τον καθαρά διανοητικό, θεωρητικό και ιερατικό τύπο – πραγματικό είναι το αναλλοίωτο, το υπερβατικό. Ενδόμυχα δεν «πιστεύει» ούτε στη «ζωή» ούτε στη «γη». Κάτι μέσα του παραμένει ξένο στην αλλαγή και στην ύλη. Αυτή είναι η εσωτερική του προδιάθεση – που μπορεί να ονομαστεί και «εξιδανικευμένη ζωή» του – όποιες κι αν είναι οι προσωπικές αδυναμίες που την αμαυρώνουν. Ο ξατρίγια –ο «ιπποτικός» τύπος – κατέχει οξεία ευφυΐα που όμως στρέφεται περισσότερο προς τη δράση και την ανάλυση παρά προς τη θεωρία και τη σύνθεση. Η δύναμή του έγκειται ιδιαίτερα στον ισχυρό χαρακτήρα του. Αντισταθμίζει την επιθετικότητα της ενέργειάς του με τη γενναιοδωρία, και την παθιασμένη φύση του με την ευγένεια, τον αυτό-έλεγχο και το μεγαλείο της ψυχής. Γι’ αυτόν τον ανθρώπινο τύπο, πραγματική είναι η δράση, γιατί μέσω της δράσης καθορίζονται, μεταβάλλονται και ταξινομούνται τα πράγματα. Χωρίς δράση δεν υπάρχει ούτε αρετή, ούτε τιμή, ούτε δόξα. Ο ξατρίγια πιστεύει μάλλον στην αποτελεσματικότητα της δράσης παρά στο μοιραίο μιας δεδομένης κατάστασης. Περιφρονεί τη σκλαβιά των γεγονότων και ασχολείται μόνο με το καθορίζει την τάξη τους, να ξεκαθαρίζει το χάος, να κόβει Γόρδιους δεσμούς. Έτσι, όπως για το βραχμάνο όλα είναι μεταβλητά και ψεύτικα εκτός από το Αιώνιο και όσα συνδέονται με Αυτό (αλήθεια, γνώση, θεωρία, τελετουργία, Οδός), το ίδιο για τον ξατρίγια όλα είναι αβέβαια και περιφερειακά εκτός από τις σταθερές του ντάρμα (δράση, τιμή, αρετή, δόξα, ευγένεια) από το οποίο εξαρτώνται γι’ αυτόν όλες οι αξίες. Αυτή η οπτική μπορεί να μεταφερθεί στο θρησκευτικό πεδίο χωρίς καμμιά ουσιαστική αλλαγή ως προς την ψυχολογική της ποιότητα.
Για τον βαΐσια – τον έμπορο, τον χωρικό, τον χειροτέχνη, τον άνθρωπο που οι δραστηριότητές του είναι άμεσα συνδεδεμένες με υλικές αξίες όχι απλώς εκ των πραγμάτων και συμπτωματικά, αλλά δυνάμει της εσωτερικής φύσης του – πραγματικά είναι τα πλούτη, η ασφάλεια, η προκοπή και η ευμάρεια. Ενστικτωδώς στη ζωή του οι άλλες αξίες είναι δευτερεύουσες και ενδόμυχα δεν «πιστεύει» σ’ αυτές. Τα ιδανικά του περιορίζονται στο πεδίο της οικονομικής σταθερότητας, της υλικής τελειοποίησης της εργασίας και του κέρδους, όταν δε αυτά μεταφέρονται στο θρησκευτικό πεδίο διαμορφώνονται αποκλειστικά σε μια προοπτική συσσώρευσης αξίας εν όψει μιας μετά θάνατον εξασφάλισης. Εξωτερικά αυτή η νοοτροπία είναι ανάλογη με του βραχμάνου εξαιτίας του στατικού και ειρηνικού χαρακτήρα της. Απομακρύνεται όμως πολύ τόσο από τη νοοτροπία του βραχμάνου όσο και του ξατρίγια εξαιτίας μιας ορισμένης μικροπρέπειας του νου και της θέλησης. Ο βαΐσια είναι έξυπνος και έχει κοινό νου, αλλά του λείπουν ιδιαίτερα η διανοητική ποιότητα καθώς και οι ιπποτικές αρετές, ο ιδεαλισμός με τη ανώτερη έννοια του όρου…
…Οι «διπλογεννημένοι» (Ντβίτζα), δηλαδή οι τρεις κάστες για τις οποίες μιλήσαμε, μπορούν να οριστούν σαν πνεύμα προικισμένο με σώμα, ενώ οι σούντρα, που εκπροσωπούν την τέταρτη κάστα, σαν σώμα προικισμένο με ανθρώπινη συνείδηση. Στην πραγματικότητα ο σούντρα είναι ο άνθρωπος που είναι κατάλληλα εφοδιασμένος μόνο για χειρωνακτική εργασία, λίγο-πολύ ποσοτικού είδους, και όχι για εργασία που απαιτεί μεγαλύτερη πρωτοβουλία και πιο σύνθετη αντιμετώπιση. Γι’ αυτόν τον ανθρώπινο τύπο (που απέχει πολύ περισσότερο από τους προηγούμενους τύπους απ’ όσο απέχει ο βαΐσια από τις ευγενείς κάστες) πραγματική είναι η σωματική σφαίρα. Η βρώση και η πόση σ’ αυτήν την περίπτωση συνιστούν, μαζί με τα ψυχολογικά συνακόλουθά τους, τη μόνη ευτυχία.
…Η δυσκολία πάντως των Δυτικών να κατανοήσουν το καστικό σύστημα οφείλεται, κυρίως, στο ότι υποτιμούν τον νόμο της κληρονομικότητας, και αυτό για τον απλό λόγο ότι έχει λίγο – πολύ αδρανήσει στο τόσο χαοτικό περιβάλλον της σύγχρονης Δύσης, όπου σχεδόν ο καθένας φιλοδοξεί να ανέβει την κοινωνική κλίμακα- αν όντως μια τέτοια κλίμακα υπάρχει ακόμα- και σχεδόν κανένας δεν ακολουθεί τις πατρικές προσταγές. Ένας ή δύο αιώνες τέτοιων συνθηκών υπήρξαν αρκετοί για να κάνουν την κληρονομικότητα υπερβολικά αβέβαιη και ασταθή, πολύ περισσότερο καθόσον ούτε στο παρελθόν δεν καθοριζόταν από ένα σύστημα τόσο αυστηρό όσο οι Ινδικές κάστες. Αλλά ακόμα και εκεί όπου υπήρχε μετάδοση της τέχνης από πατέρα σε γυιό, οι μηχανές πρακτικά κατάργησαν την κληρονομικότητα. Σ’ αυτό πρέπει να προστεθεί, αφενός η ουσιαστική εξαφάνιση των ευγενών, και αφετέρου, η δημιουργία νέων «ελίτ». Τα πιο διάσπαρτα και θολά στοιχεία μεταμορφώθηκαν σε «διανοούμενους» με αποτέλεσμα, όπως θα’ λεγε ο Guénon, να μην βρίσκεται σχεδόν κανένας πιά στη θέση του. Ούτε εκπλήσσει καθόλου το γεγονός ότι η μεταφυσική γνώση έχει φτάσει να αντιμετωπίζεται σύμφωνα με την οπτική των βαΐσια και των σούντρα, μια αλλαγή που δεν μπορεί να την αποκρύψει κανένα συνονθύλευμα φλυαριών περί της κουλτούρας.
Το καστικό πρόβλημα οδηγεί στο ακόλουθο ερώτημα: πώς ορίζεται η θέση και η ιδιότητα του σύγχρονου βιομηχανικού εργάτη; Κατ’ αρχάς η απάντηση είναι ότι ο κόσμος των εργατών είναι μία τελείως τεχνητή κατασκευή που οφείλεται στις μηχανές και στη λαϊκή διάδοση των επιστημονικών πληροφοριών που συνδέονται με την χρήση τους. Με άλλα λόγια, οι μηχανές αλάνθαστα κατασκευάζουν τον τεχνητό ανθρώπινο τύπο που καλείται «προλετάριος», ή μάλλον, κατασκευάζουν το προλεταριάτο, αφού εδώ πρόκειται στην ουσία για μια ποσοτική κοινότητα και όχι για μια φυσική κάστα, μια κάστα που να βασίζεται σε μια ορισμένη ατομική φύση.
Αν ήταν δυνατόν να καταργηθούν οι μηχανές και να αποκατασταθούν οι παλιές τέχνες με όλα τα στοιχεία επιδεξιότητας και αξιοπρέπειας που ενέχουν, το «εργατικό πρόβλημα» θα έπαυε να υφίσταται. Αυτό αληθεύει ακόμα και για τις καθαρά υπηρετικές λειτουργίες ή για τις λίγο-πολύ ποσοτικές ασχολίες, απλώς γιατί οι μηχανές είναι οι ίδιες απάνθρωπες και αντι-πνευματικές. Οι μηχανές σκοτώνουν όχι μόνο την ψυχή του εργάτη, αλλά την ψυχή καθεαυτή, και γι’ αυτό επίσης την ψυχή του εκμεταλλευτή. Η συνύπαρξη εκμεταλλευτή και εργάτη είναι αδιαχώριστη από τη μηχανοποίηση. Οι τέχνες, λόγω της ανθρώπινης και πνευματικής ποιότητάς τους, προφυλάσσουν από αυτήν την χονδροειδή λύση. Η μηχανοποίηση του κόσμου, τελικά, σημαίνει τον θρίαμβο του υπολογιστικού και πανούργου σιδηρού εμπορίου. Είναι η νίκη του μέταλλου πάνω στο ξύλο, της ύλης πάνω στον άνθρωπο, της πονηριάς πάνω στην ευφυΐα.