Ο συγγραφέας Άλντους Χάξλεϋ είναι πολύ γνωστός ως μυθιστοριογράφος. Πιο γνωστό είναι το έργο του “Θαυμαστός καινούργιος κόσμος”. Μία άγνωστη πτυχή της ζωής του όμως είναι ότι κάποτε έμεινε σχεδόν τυφλός και περπατούσε με βοηθητικό μπαστούνι κι έτσι ασχολήθηκε πάρα πολύ με τα προβλήματα όρασης. Προσέγγισε όμως την όραση ολιστικά και με μεγάλη εχθρότητα προς την ιατρική επιστήμη, η οποία απλά του έδινε όλο και πιο χοντρά γυαλιά. Ο Χάξλεϋ ακολούθησε μία νέα φιλοσοφία και συγκεκριμένες ασκήσεις, με τις οποίες από σχεδόν τυφλός, κατάφερε να διαβάζει χωρίς γυαλιά μέσα σε δύο μήνες. Έγραψε έτσι ένα άγνωστο σήμερα αλλά πολύ αξιόλογο βιβλίο με τίτλο “Η τέχνη της όρασης”. Ένα επίκαιρο απόσπασμα είναι η αναφορά στον φόβο για το ηλιακό φως που έχουν αναπτύξει οι άνθρωποι των πόλεων.
Ο φόβος του φωτός
Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μια επιβλαβής και εντελώς αβάσιμη πεποίθηση, ότι το φως κάνει κακό στα μάτια. Έχουμε ένα όργανο που εδώ και μερικές δεκάδες εκατομμύρια χρόνια, προσαρμόζεται με μεγάλη επιτυχία στο ηλιακό φως όλων των εντάσεων, και τώρα εμείς θεωρούμε ότι δεν μπορεί να ανεχθεί το φως της μέρας χωρίς τη μετριαστική μεσολάβηση των χρωματιστών γυαλιών, ούτε και το φως μιας λάμπας αν δεν διαχέεται μέσα από θολό γυαλί ή αν δεν ανακλάται από την οροφή. Αυτή η περίεργη ιδέα, ότι το όργανο της αντίληψης του φωτός δεν αντέχει το φως έχει εξαπλωθεί μετά το 1920, -περίπου. Πριν τον πόλεμο του 1914 θυμάμαι ότι ήταν πολύ σπάνιο να δει κανείς κάποιον να φορά μαύρα γυαλιά. Όταν ήμουν μικρός, θυμάμαι ότι κοίταζα όσους φορούσαν γυαλιά με εκείνο το μείγμα της γεμάτης δέος συμπάθειας και της μάλλον μακάβριας περιέργειας που αισθάνονται τα παιδιά για όσους υποφέρουν από οποιοδήποτε ασυνήθιστο ή παραμορφωτικό σωματικό ελάττωμα. Σήμερα, όλα αυτά έχουν αλλάξει. Το να φορά κανείς μαύρα γυαλιά έχει γίνει όχι απλώς συνηθισμένο αλλά και αξιέπαινο. Το πόσο αξιέπαινο είναι, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι οι κοπέλες που παρουσιάζονται με μαγιό στα εξώφυλλα των περιοδικών μόδας, πάντα φορούν γυαλιά ηλίου. Τα μαύρα γυαλιά έχουν πάψει να είναι το σήμα των ανάπηρων και συνοδεύουν τα νιάτα, την κομψή εμφάνιση και το σεξ απήλ.
Αυτή η εξωπραγματική μανία να συσκοτίζουμε τα μάτια έχει προέλθει από ορισμένους ιατρικούς κύκλους, στους οποίους εμφανίστηκε ένας πανικός για τις υπεριώδεις ακτινοβολίες που περιέχει το συνηθισμένο φως του ήλιου. Το γεγονός αυτό το υπέθαλψαν και το διαφήμισαν οι κατασκευαστές και οι πωλητές χρωματιστών γυαλιών και των συνθετικών σκελετών για γυαλιά. Η προπαγάνδα τους ήταν αποτελεσματική. Στο Δυτικό κόσμο σήμερα, εκατομμύρια άτομα φορούν σκούρα γυαλιά, όχι απλώς στην παραλία, ή όταν οδηγούν το αυτοκίνητό τους, αλλά ακόμη και στο μισοσκόταδο, ή στους αμυδρά φωτισμένους διαδρόμους των δημόσιων κτιρίων. Δε χρειάζεται βέβαια να πούμε ότι όσο περισσότερο φορούν αυτά τα γυαλιά, τόσο πιο αδύνατα γίνονται τα μάτια τους και τόσο μεγαλώνει και η ανάγκη τους για «προστασία» από το φως. Είναι δυνατόν να αποκτήσει κανείς έναν εθισμό για τα γυαλιά όπως μπορεί να εθιστεί στον καπνό ή στο αλκοόλ.
Αυτός ο εθισμός προέρχεται από το φόβο του φωτός – ένα φόβο που εκείνοι που τον αισθάνονται τον δικαιολογούν με την ενόχληση που νιώθουν όταν τα μάτια τους εκτεθούν σε ένα πολύ δυνατό φως. Και μπαίνει τώρα το ερώτημα: γιατί να υπάρχει αυτός ο φόβος και αυτή η ενόχληση; Τα ζώα τα καταφέρνουν μια χαρά χωρίς γυαλιά, και το ίδιο έκαναν και οι πρωτόγονοι άνθρωποι. Ακόμη και στις πολιτισμένες κοινωνίες, ακόμη και σ’ αυτές τις μέρες που παντού διαφημίζονται τόσο πειστικά οι αρετές των σκούρων γυαλιών, εκατομμύρια άνθρωποι αντιμετωπίζουν το φως του ήλιου χωρίς γυαλιά και όχι μόνο δεν υποφέρουν από κάποια αρνητικά συμπτώματα, αλλά αντίθετα βλέπουν καλύτερα έτσι. Έχουμε κάθε λόγο να υποθέτουμε ότι από πλευράς φυσιολογίας, τα μάτια είναι έτσι κατασκευασμένα ώστε να αντέχουν φωτισμούς με πολύ μεγάλη ένταση. Όμως τότε γιατί τόσα πολλά άτομα στο σύγχρονο κόσμο νιώθουν ενόχληση όταν εκθέτουν τα μάτια τους σε φως ακόμη και μιας σχετικά χαμηλής έντασης;
Πού οφείλεται ο φόβος του φωτός
Αυτή η κατάσταση φαίνεται να οφείλεται σε δύο κυρίως λόγους. Ο πρώτος συνδέεται με την ανόητη μόδα να αποφεύγουμε το φως, που περιγράψαμε σε προηγούμενη παράγραφο. Οι γιατροί που αρέσκονται στις κινδυνολογίες, και οι διαφημιστές που εκμεταλλεύονται για προσωπικό τους κέρδος τις γνώμες αυτών των πολυμαθών κυρίων, έχουν πείσει μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ότι το φως βλάπτει τα μάτια. Αυτό δεν είναι αλήθεια, όμως η πεποίθηση ότι είναι αλήθεια μπορεί να βλάψει σε μεγάλο βαθμό εκείνους που την έχουν. Αν η πίστη μπορεί να μετακινήσει βουνά, μπορεί επίσης και να καταστρέψει την όραση – όπως μπορεί να διαπιστώσει μόνος του όποιος έχει παρατηρήσει τη συμπεριφορά των ατόμων που φοβούνται το φως όταν ξαφνικά βρεθούν εκτεθειμένοι στο φως του ήλιου. Αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν ότι το φως τους κάνει κακό. Κατά συνέπεια, τι γκριμάτσες κάνουν! Τι συνοφρυώματα! Πώς μισοκλείνουν τα βλέφαρα! Με λίγα λόγια, τι φανερά συμπτώματα καταπόνησης και έντασης! Αυτός ο καθαρός νοητικός τρόμος για το φως, που προέρχεται από μια εσφαλμένη πεποίθηση, εκδηλώνεται σωματικά με την καταπόνηση και την εντελώς μη φυσιολογική κατάσταση των αισθητήριων οργάνων. Τα μάτια που βρίσκονται σε μια τέτοια κατάσταση δεν μπορούν πια να αντιδράσουν όπως πρέπει στο εξωτερικό περιβάλλον. Αντί να δέχονται το φως άνετα, σαν μια ευλογία, υποφέρουν από ενοχλήσεις και μπορεί ακόμη και να πάθουν φλεγμονή των ιστών. Έτσι έχουμε ακόμη περισσότερο πόνο και ακόμη μεγαλύτερο φόβο, μια επιβεβαίωση της ψεύτικης πεποίθησης ότι το φως είναι επιβλαβές.
Η ενόχληση που αισθάνονται τόσοι πολλοί άνθρωποι όταν εκθέτουν τα μάτια τους στο φως οφείλεται και σε έναν ακόμη λόγο. Μπορεί να μην υπάρχει κάποιος αρχικός φόβος για το φως. Τα μάτια τους, όμως, είναι καταπονημένα και ελαττωματικά, πράγμα που οφείλεται στο ότι έχουν συνηθίσει να χρησιμοποιούν με λάθος τρόπο τόσο τα μάτια τους όσο και το νου τους. Τα μάτια τους μπορεί να μην είναι σε θέση να αντιδράσουν φυσιολογικά στο εξωτερικό περιβάλλον. Το δυνατό φως είναι οδυνηρό για τα τεταμένα και καταπονημένα αισθητήρια όργανα. Επειδή είναι οδυνηρό, αναπτύσσεται στο νου ένας φόβος για το φως, και αυτός ο φόβος, με τη σειρά του, γίνεται το αίτιο μιας ακόμη μεγαλύτερης καταπόνησης και ενόχλησης.
Το διώξιμο του φόβου
Ο φόβος του φωτός, όπως και όλα τα άλλα είδη φόβου, μπορεί να αποδιωχθεί από το νου, και μπορούμε να καταπολεμήσουμε την ενόχληση που αισθάνεται το άτομο όταν εκτεθούν τα μάτια του στο φως με τη βοήθεια κατάλληλων τεχνικών. Όταν γίνει αυτό, δε θα είναι πια απαραίτητο να συσκοτίζουμε τα μάτια με χρωματιστά γυαλιά. Και δεν είναι μόνο αυτό. Όταν τα μάτια μάθουν να αντιδρούν στο φως με ένα κανονικό και φυσικό τρόπο, θα ανακουφιστεί σε μεγάλο βαθμό και η καταπόνηση που μειώνει την οπτική τους ικανότητα. Η απόκτηση φυσιολογικών αντιδράσεων προς το φως είναι μία από τις βασικές διαδικασίες για την τέχνη της όρασης. Οι κατάλληλες ασκήσεις σε σχέση με το ηλιακό φως θα επιφέρουν ένα πολύτιμο είδος παθητικής χαλάρωσης. Και η δύναμη που θα έχουν αποκτήσει τότε τα μάτια να αντιμετωπίζουν εύκολα και αβίαστα ακόμη και τους δυνατότερους φωτισμούς μπορεί να μεταφερθεί και στην ενεργητική ζωή, για να γίνει ένα σημαντικό επιβοηθητικό στοιχείο στη δυναμική χαλάρωση των οπτικών μας οργάνων, χωρίς την οποία δεν μπορεί ποτέ να υπάρξει τέλεια όραση.
Τα μάτια έχουν αναπτυχθεί στα έντομα και τα ψάρια, στα πουλιά, τα ζώα και τους ανθρώπους, και ο προορισμός τους είναι να ανταποκρίνονται στα φωτεινά κύματα. Το φως είναι το στοιχείο τους. Και όταν στερούνται το φως, είτε ολοκληρωτικά είτε εν μέρει, χάνουν τη δύναμή τους και μπορεί ακόμη να παρουσιάσουν σοβαρές ασθένειες, όπως είναι ο νυσταγμός των ανθρακωρύχων. Αυτό βέβαια δε σημαίνει ότι τα μάτια πρέπει να είναι συνέχεια εκτεθειμένα στο φως. Ο ύπνος είναι απαραίτητος στο νου που αντιλαμβάνεται, και το σκοτάδι είναι απαραίτητο στα αισθητήρια όργανα για επτά με οκτώ ώρες τουλάχιστον από τις είκοσι τέσσερις. Τα μάτια κάνουν τη δουλειά τους πιο εύκολα και αποτελεσματικά όταν τους επιτρέπουμε να εναλλάσσονται ανάμεσα στο πυκνό σκοτάδι και το λαμπρό φως.
Άλντους Χάξλεϋ – “Η τέχνη της όρασης”