Στην πιο ήσυχη ώρα της νύχτας,
καθώς ήμουν ξαπλωμένος και μισοκοιμισμένος,
οι εφτά εαυτοί μου κάθισαν μαζί και έτσι
κουβέντιαζαν ψιθυριστά.
Ο Πρώτος Εαυτός:
Εδώ,
σε αυτόν τον τρελό,
κατοίκισα όλα αυτά τα χρόνια,
χωρίς να κάνω τίποτα παρά να ανανεώνω τον πόνο του την ημέρα
και να ξαναδημιουργώ την θλίψη του τη νύχτα.
Δεν μπορώ να αντέξω άλλο την μοίρα μου,
και τώρα επαναστατώ.
Ο Δεύτερος Εαυτός:
Η δικιά σου μοίρα
είναι καλύτερη από την δικιά μου, αδελφέ,
γιατί μου δόθηκε να είμαι ο χαρούμενος εαυτός αυτού του τρελού.
Γελώ το γέλιο του
και τραγουδώ τις χαρούμενες ώρες του,
και με τριπλο-φτερωμένα πόδια χορεύω
τις φωτεινότερες σκέψεις του.
Εγώ θα έπρεπε να επαναστατήσω
ενάντια στην κουρασμένη μου ύπαρξη.
Ο Τρίτος Εαυτός:
Και εγώ ο από αγάπη κυριαρχούμενος εαυτός,
ο φλεγόμενος πυρσός του αχαλίνωτου πάθους
και των φανταστικών επιθυμιών;
Εγώ ο αρρωστημένος από αγάπη εαυτός
είμαι που θα έπρεπε να επαναστατήσει
εναντίον αυτού του τρελού.
Ο Τέταρτος Εαυτός:
Εγώ,
απ’ όλους εσάς,
είμαι ο πιο δυστυχισμένος,
γιατί τίποτα δεν μου δόθηκε
εκτός από απεχθές μίσος
και καταστροφική αηδία.
Εγώ είμαι,
ο θυελλώδης εαυτός
που γεννήθηκα στiς μαύρες σπηλιές της Κόλασης,
αυτός που θα έπρεπε να διαμαρτυρηθεί
και να μην υπηρετεί αυτόν τον τρελό.
Ο Πέμπτος Εαυτός:
Όχι,
εγώ είμαι,
ο σκεπτόμενος εαυτός,
ο φαντασιόπληκτος εαυτός,
ο εαυτός της πείνας και της δίψας,
αυτός που είναι καταδικασμένος να τριγυρνά χωρίς ξεκούραση
ψάχνοντας άγνωστα και όχι ακόμα δημιουργημένα πράγματα·
εγώ είμαι,
όχι εσείς,
αυτός που θα έπρεπε να επαναστατήσω.
Ο Έκτος Εαυτός:
Και εγώ,
ο εργαζόμενος εαυτός,
ο θλιβερός εργάτης,
που με υπομονετικά χέρια
και γεμάτα λαχτάρα μάτια,
κάνω τις ημέρες εικόνες
και δίνω νέες και αιώνιες μορφές στα άμορφα στοιχεία –
εγώ είμαι,
ο μοναχικός,
αυτός που θα έπρεπε να επαναστατήσω
ενάντια σ’ αυτόν τον ανήσυχο τρελό.
Ο Έβδομος Εαυτός:
Πόσο περίεργο
που όλοι σας θα έπρεπε να επαναστατήσετε
ενάντια σ’ αυτόν τον άνθρωπο,
επειδή ο καθένας σας έχει μια προκαθορισμένη μοίρα να εκπληρώσει.
Α! να μπορούσα να ήμουν σαν κάποιον από εσάς,
ένας εαυτός με προαποφασισμένη μοίρα!
Αλλά δεν έχω καμία,
είμαι ο κάνω-τίποτα εαυτός,
αυτός που κάθεται στο άλαλο,
κενό τίποτα και ποτέ,
ενώ εσείς είστε απασχολημένοι
να ξαναδημιουργείτε ζωή.
Εσείς είστε ή εγώ, γείτονες,
που θα έπρεπε να επαναστατήσω;
Όταν ο έβδομος εαυτός μίλησε έτσι,
οι άλλοι έξι τον κοίταξαν με οίκτο
και δεν είπαν τίποτα άλλο·
και καθώς η νύχτα πύκνωνε
ο ένας μετά τον άλλο έπεσαν για ύπνο
τυλιγμένοι σε μια νέα και χαρούμενη υποταγή.
Αλλά ο έβδομος εαυτός παρέμεινε να κοιτά
και να παρατηρεί το τίποτα,
το οποίο βρίσκεται πίσω απ’ όλα τα πράγματα.