Στην εποχή του ύστερου, παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού ο οποίος διέρχεται μια εντονότατη και πολύχρονη, πλέον, συστημική κρίση πληθαίνοιυ οι φωνές και τα κείμενα για μια συνολική επανεξετάση του κυρίαρχου μοντέλου ανάπτυξης. Ανάμεσα σε αυτές κυριαρχούν το οικολογικό πρόταγμα, η προσπάθεια επανένταξης του ανθρώπου στο φυσικό περιβάλλον, τέκνο του οποίου είναι, ο προβληματισμός για ήπια ανάπτυξη, ακόμα και για αποανάπτυξη. Καλύτερος, εναργέστερος και ξεκάθαρος σύμμαχος στην επιχειρηματολογία αυτή δε θα μπορούσε να υπάρξει από τον Henry david Thoreau, συγγραφέα του Ουώλντεν, ή Η ζωή στο δάσος (Walden, εκδόσεις Κέδρος, 2007), αλλά και του δοκιμίου Πολιτική Ανυπακοή (εκδόσεις Κατσάνος, 2010). Η γνωριμία μας με τη σκέψη και τη λογοτεχνική δεινότητα του Θορώ συμπληρώνεται με το βιβλίο Περιπλανήσεις – Φιλοσοφικοί στοχασμοί, το οποίο περιλαμβάνει τρία κείμενα και το ημερολόγιο του συγγραφέα για το 1858. Βαθύς γνώστης της φιλοσοφίας, αλλά και ικανότατος χειριστής του λόγου, ο Θορώ, πνεύμα ελεύθερο και χειραφετημένο από τις ψευδαισθήσεις τις προόδου, πολέμιος κάθε μορφής αδικίας και δουλείας (κι όχι μόνο πνευματικής), υπήρξε ο εμπνευστής σημαντικών μορφών του 20ου αιώνα όπως ο Μαχάτμα Γκάντι και ο Μάρτιν Λούθερ Κινγκ. Στις περιπλανήσεις του πρωταγωνιστεί η φύση, τα δάση, τα δένδρα, τα νερά, η δυνατότητα επανένταξης του ανθρώπου στο περιβάλλον του. Τρία κείμενα (Ένας χειμωνιάτικος περίπατος,
Τα δάση του Μέιν,
Μία εβδομάδα στους ποταμούς Κόνκορντ και Μέριμακ) που κινούνται άνετα ανάμεσα στο δοκίμιο, το φιλοσοφικό στοχασμό, αλλά και τη λογοτεχνική συνέπεια και λειτουργούν ως έναυσμα για την οικολογική αφύπνιση.
“Η Σιωπή αποτελεί το συμπαντικό καταφύγιο, τη φυσική συνέπεια όλων των βαρετών συζητήσεων κι όλων των ανόητων πράξεων, βάλσαμο για κάθε στεναχώρια, ευπρόσδεκτη μετά τον κορεσμό και την απογοήτευση. Είναι το φόντο που ο ζωγράφος δεν επιτρέπεται να μουτζουρώσει. Ένα φόντο που παραμένει πάντοτε ένα είδος απαραβίαστου ασύλου, όπου καμιά ταπείνωση δεν μπορεί να μας προσβάλει, όπου κανείς δεν μπορεί να μας ενοχλήσει.Θα ήταν μάταιο να επιχειρήσω να ερμηνεύσω τη Σιωπή. Δεν μπορεί να μεταφραστεί σε καμία γλώσσα. Για χιλιάδες χρόνια οι άνθρωποι τη μετέφραζαν όσο πιο πιστά μπορούσε ο καθένας κι ακόμα παραμένει βιβλίο σφραγισμένο. Μπορεί κάποιος να προχωρά για λίγο γεμάτος αυτοπεποίθηση πιστεύοντας ότι την έχει κατακτήσει και ότι μια μέρα θα καταφέρει να την εξαντλήσει. Όμως κι ο ίδιος κάποτε θα σιωπήσει και το μόνο που θα έχουν να πουν γι’αυτόν θα είναι ότι έκανε μια καλή αρχή. Διότι όταν τελικά βουτήξει μέσα της, θα διαπιστώσει πως η δυσαναλογία μεταξύ του ειπωμένου και του ανείπωτου είναι τόσο τεράστια, ώστε το πρώτο θα μοιάζει με μια φυσαλίδα στην επιφάνεια της Σιωπής, η οποία θα σημαδεύει το σημείο όπου βυθίστηκε ο ίδιος. Παρ’όλα αυτά εμείς συνεχίζουμε, σαν εκείνα τα πουλιά των βράχων, χτίζοντας τις φωλιές μας με τον αφρό που μια μέρα θα γίνει ο άρτος της ζωής όσων ζουν στην ακτή.”