“Μια κοσμοθεωρία βασίζεται όχι στα βιβλία, αλλά σε έναν εσωτερικό τρόπο και μια εκλέπτυνση προικισμένη με ένα έμφυτο, και όχι επίκτητο, χαρακτήρα. Είναι ουσιαστικά μια προδιάθεση και νοοτροπία, αντί για κουλτούρα ή μια θεωρία˙ προδιάθεση και νοοτροπία που δεν αφορούν απλά μόνο το πνευματικό πεδίο αλλά επίσης επηρεάζουν το πεδίο των αισθημάτων και της θέλησης, διαμορφώνοντας τον χαρακτήρα κάποιου και εκδηλώνοντας τον εαυτό τους σε αντιδράσεις που έχουν την ίδια ενστικτώδη βεβαιότητα, και που δίνουν την μαρτυρία ενός σίγουρου νοήματος ζωής.
Συνήθως μια κοσμοθεωρία, αντί να είναι μια ατομική υπόθεση, απορρέει από μια παράδοση και είναι το οργανικό αποτέλεσμα δυνάμεων που διαμόρφωσαν ένα συγκεκριμένο τύπο πολιτισμού. Την ίδια στιγμή, a pane subiecti [από την μεριά του υποκειμένου], η κοσμοθεωρία εκδηλώνεται σαν μια «εσωτερική φυλή» και μια υπαρξιακή κατασκευή. Σε κάθε πολιτισμό, εκτός από τον σύγχρονο, ήταν μια κοσμοθεωρία και όχι μια «κουλτούρα» που διαπότιζε τα διάφορα στρώματα της κοινωνίας˙ όπου κουλτούρα και εννοιολογική σκέψη ήταν παρούσες, ποτέ δεν απολάμβαναν πρωτοκαθεδρία, επειδή λειτουργούσαν σαν απλά εκφραστικά μέσα και όργανα στην υπηρεσία της κοσμοθεωρίας. Κανένας δεν πίστευε ότι η «θεωρητική σκέψη» θα μπορούσε να ανακαλύψει την αλήθεια και να δώσει νόημα στην ζωή˙ ο ρόλος της σκέψης συνίστατο στο να διασαφηνίσει ότι ήδη κατείχετο και ότι προϋπήρχε σαν άμεσο συναίσθημα και μαρτυρία, προτού να διατυπωθεί κάποιος συλλογισμός. Τα προϊόντα της σκέψης είχαν μόνο μια συμβολική αξία, ενεργώντας σαν οδηγίες˙ έτσι οι εννοιολογικές εκφράσεις δεν είχαν κάποιο προνομιακό χαρακτήρα έναντι των άλλων μορφών έκφρασης.
Σε προηγούμενους πολιτισμούς οι μορφές αυτές συνίσταντο από υποβλητικές αναπαραστάσεις, σύμβολα και μύθους. Σήμερα τα πράγματα ίσως να προχωρούν διαφορετικά, λαμβάνοντας υπόψη την αυξανόμενη, υπερτροφική εγκεφαλικότητα του ανθρώπου της Δύσης. Εντούτοις είναι σημαντικό να μην συγχέουμε το ουσιαστικό με το συμπληρωματικό και ότι οι προαναφερθείσες σχέσεις είναι αναγνωρισμένες και ισχύουσες. Με άλλα λόγια όποτε «κουλτούρα» και «διανόηση» είναι παρούσες, μπορούν να παίζουν μόνο έναν ρόλο οργάνου, εκφράζοντας κάτι βαθύτερο και πιο οργανικό, δηλαδή μια κοσμοθεωρία. Η κοσμοθεωρία μπορεί να βρίσκει σαφέστερη έκφραση σε έναν άνθρωπο με μη συμβατική εκπαίδευση παρά σε έναν συγγραφέα˙ όπως μπορεί να παρουσιάζεται πιο έντονα σε έναν στρατιώτη, έναν αριστοκράτη, ή έναν αγρότη που είναι πιστός στη γη, παρά στον αστό διανοούμενο, στον τυπικό «καθηγητή» ή στον δημοσιογράφο.”