Προχώρησα μπουσουλώντας και κατηφορίζοντας μια κλίση 45 μοιρών για κάπου οχτώ πόδια. Τα μάτια μου και το στόμα μου είχαν γεμίσει άμμο και με είχε ήδη πιάσει ένα άγχος κλειστοφοβίας. Στα οχτώ πόδια το τούνελ άρχιζε ξανά ν’ ανηφορίζει απότομα και έστριβε αριστερά. Άναψα ξανά το φαναράκι μου κι έριξα το φως του στη νέα κατεύθυνση. Τέσσερα πράσινα φωτάκια φάνηκαν μπροστά μου.
Πάγωσε το αίμα μου, παρέλυσε το μυαλό μου και απόμεινα ακίνητος γιατί κατάλαβα πως μαζί μου, μέσα στην στενόχωρη αυτή τρύπα, βρίσκονταν τουλάχιστον δυο από τους λύκους. Παρ’ όλο που τους γνώριζα καλά πια τους λύκους μου, ήρθε η στιγμή που οι πατροπαράδοτες – και αποδεδειγμένα αβάσιμες – προκαταλήψεις μου, υπερίσχυσαν και της λογικής και της πείρας μου και είχα παραλύσει ολόκληρος από το φόβο μου. Όχι μόνο δεν είχα με τι να αμυνθώ, αλλά και ο χώρος ήταν τόσο στενός που ούτε ν απλώσω το χέρι μου δεν μπορούσα για να προστατευτώ αν μου ρίχνονταν. Και θα μου ρίχνονταν οπωσδήποτε, γιατί και κουνέλι ακόμη θα χυμούσε σ οτιδήποτε τολμούσε να τρυπώσει στη φωλιά του.
Οι λύκοι όμως ούτε που γρύλισαν. Αν δεν έβλεπα τα δύο ζευγάρια μάτια να λάμπουν στο φως του φαναριού θα έλεγα πως η φωλιά ήταν άδεια. Άρχισα κάπως να συνέρχομαι. Τότε μ’ έπιασε κάτι σαν τρέλα. Απλώνοντας το χέρι που κρατούσα το φανάρι, ζύγωσα το φως του όσο πιο κοντά στους λύκους έφτανα και στο χλωμό του φως αναγνώρισα την Αντζελίνα μαζί μ ένα από τα κουτάβια της. Είχαν ζαρώσει πίσω πίσω στην άκρη της φωλιάς και έμεναν ασάλευτοι σαν άψυχοι. Η τρέλα, που μου είχε προκαλέσει το σοκ της αναπάντεχης συνάντησης, υποχώρησε κι άρχισε να κυριαρχεί το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Όσο πιο γρήγορα μπορούσα άρχισα να μπουσουλάω ανάποδα μέσα στο τούνελ, περιμένοντας από στιγμή σε στιγμή την επίθεση. Μα μέχρι που έφτασα έξω ξανά στην μπούκα κι αφού ακόμη βγήκα έξω δεν άκουσα καμία κίνηση.
Κάθισα σ ένα βραχάκι και με τρεμάμενα χέρια άναψα ένα τσιγάρο, νιώθοντας συνάμα πως μου είχε περάσει τελείως ο φόβος. Τον φόβο αυτό τον είχε αντικαταστήσει ένα συναίσθημα οργής. Τέτοιας οργής, που αν κρατούσα όπλο θα ήμουν ίσως ικανός να σκοτώσω και τους δύο λύκους.
Το τσιγάρο κόντευε να μου κάψει τα δάχτυλα, όταν φύσηξε ένα αεράκι και μ έκανε να ριγήσω. Ο θυμός είχε περάσει κι αυτός αφήνοντας με σαν μουδιασμένο. Ήταν ένας θυμός που μου τον είχε προξενήσει ο τρόμος και η αγανάκτηση εναντίον των ζωντανών που μου είχανε προκαλέσει τέτοιο δέος, και που έτσι είχαν άθελά τους καταρρακώσει το ανθρώπινο γόητρο μου. ΄Εφριξα με το που συνειδητοποίησα πόσο εύκολα είχα απαρνηθεί, όλα όσα με είχε διδάξει αυτή η μακροχρόνια παραμονή μου ανάμεσα στους λύκους. Θυμήθηκα την Αντζελίνα και το κουτάβι που είχανε ζαρώσει στο βάθος της φωλιάς, πανικόβλητοι από την ξαφνική και τρομακτική εμφάνιση του αεροπλάνου και ντράπηκα για λογαριασμό μου.
Κάπου πέρα από την ανατολή ούρλιαξε ένας λύκος, μακρόσυρτα, ερωτηματικά. Την γνώρισα τη φωνή, γιατί την είχα ακούσει τόσο συχνά. Ήταν ο Τζώρτζ, που έψαχνε τη μάνα με το κουτάβι. Μα για μένα ήταν μια φωνή που μου μιλούσε για έναν άλλο κόσμο, έναν κόσμο απ τον οποίο είχαμε πια αποξενωθεί εμείς οι άνθρωποι, έναν κόσμο που κάποτε ανήκε και σε μας προτού αποφασίσουμε να τον απαρνηθούμε, έναν κόσμο που εγώ το είχα σχεδόν ξαναβρεί, μόνο και μόνο για να τον χάσω πάλι, εξαιτίας της δικής μου δυσπιστίας.
Φάρλεϋ Μόατ – “Λύκοι, σας παρακαλώ μην κλαίτε”