«-Παππού, αλήθεια δεν υπάρχει σωτηρία;
Μα η γλώσσα μου είχε κολλήσει στο λαρύγγι μου, έκαμα να σε ζυγώσω, μα τα γόνατά μου λύγισαν.
Άπλωσες τότε το χέρι, σαν να πνίγουμουν κι ήθελες να με σώσεις.
Αρπάχτηκα με λαχτάρα από το χέρι σου, πασαλειμμένο ήταν με πολύχρωμες μπογιές, θαρρείς ζωγράφιζε ακόμα, έκαιγε. Άγγιξα το χέρι σου, πήρα φόρα και δύναμη, μπόρεσα να μιλήσω:
-Παππού αγαπημένε, είπα, δώσ’μου μια προσταγή.
Χαμογέλασε, απίθωσε το χέρι απάνω στο κεφάλι μου, δεν ήταν χέρι, ήταν πολύχρωμη φωτιά, ως τις ρίζες του μυαλού μου περεχύθηκε η φλόγα.
-Φτάσε όπου μπορείς, παιδί μου…
Η φωνή του βαθιά, σκοτεινή, σαν να’βγαινε από το βαθύ λαρύγγι της γης.
Έφτασε ως τις ρίζες του μυαλού μου η φωνή του, μα η καρδιά μου δεν τινάχτηκε.
-Παππού, φώναξα τώρα πιο δυνατά, δώσ’μου μια πιο δύσκολη, πιο κρητικιά προσταγή.
Κι ολομεμιάς, ως να το πω, μια φλόγα σούριξε ξεσκίζοντας τον αέρα, αφανίστηκε από τα μάτια μου ο αδάμαστος πρόγονος με τις περιπλεμένες θυμαρόριζες στα μαλλιά του κι απόμεινε στην κορφή του Σινά μια φωνή όρθια, γεμάτη προσταγή, κι ο αέρας έτρεμε:
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!
Πετάχτηκα τρομαγμένος από τον ύπνο, είχε πια ξημερώσει. Σηκώθηκα, ζύγωσα στο παράθυρο, βγήκα στο μπαλκόνι με την καρπισμένη κληματαριά. Η βροχή είχε τώρα κοπάσει, έλαμπαν οι πέτρες, γελούσαν, τα φύλλα των δέντρων ήταν φορτωμένα δάκρυα.
-Φτάσε όπου δεν μπορείς!»
Η βουνολατρεία του Καζαντζάκη είναι ομολογουμένη. Ομολογουμένη σε κάθε σχεδόν σελίδα του τιτανικού του έργου, σε κάθε γωνία της πολυδιάστατης αλληλογραφίας του.
Ομολογουμένη και εξομολογημένη σ’ όλους τους συναισθηματικούς τόνους, σε όλες τις ψυχικές διαβαθμίσεις.
Εξομολογημένη σαν αχνή επιθυμία, σαν απλός ψίθυρος κι άλλοτε σαν έντονη και επίμονη λαχτάρα, σαν σπαραχτική κραυγή απ’ αυτές που μονάχα η γερακίσια ψυχή του Καζαντζάκη μπορούσε να ξεσέρνει.
Κι ήταν η κραυγή αυτή όμοια ασφαλιστική δικλείδα που μπόδιζε την καρδιά του να πλαντάξει.
Διέξοδος λυτρωτική από την καμπίσια ζωή, την καμπίσια σκέψη και τα καμπίσια συναισθήματα.
«Κάποτε με κυριεύει επίμονα η ιδέα να ανεβώ σε ένα βουνό και να μην κατέβω πια.»
(Γράμμα στον Παντελή Πρεβελάκη από τη Μαδρίτη την 1η Νοεμβρίου 1932)
«… το σώμα μου κουράστηκε να παρακολουθεί το πνέμα και πάω τώρα στο βουνό να ξαναπάρω δύναμη…»
(Γράμμα στον Β. Knös από Antibes, 30-01-52)
«Γι’ αυτό χρειάζομαι αψηλό βουνό. Γαλήνη – για να βγω ζωντανός.»
(Μόσχα, 21-03-1929, γράμμα στην Ελένη Σαμίου)
Όπως κάθε τι στον Καζαντζάκη, έτσι κι η βουνολατρεία από θεωρία και συναίσθημα γίνηκε πράξη, κανόνας ζωής, συνειδητός όρος ύπαρξης και δημιουργίας. Σ’ ένα ιερό βουνό, το Άγιον Όρος (14 Νοεμβρίου – 25 Δεκεμβρίου 1914) πάσχισε να λύσει το μυστήριο της θεότητας, συνειδητοποιώντας τραγικά τη βαθιά μεσσιανική του λαχτάρα. Στις ελλαδικές περιπλανήσεις του τον επόμενο χρόνο (Γενάρης – Μάρτης 1915), αναζητώντας επίμονα με τον «αδελφό» Άγγελο Σικελιανό τη «συνείδηση της Γης» μας και τη «συνείδηση της Ράτσας» μας, αναρριχήθηκε σε μερικές από τις πιο αψηλές κορφές της πατρίδας μας κι αγνάντεψε από ’κει τους πλατιούς ορίζοντες της γεωφυσικής και πνευματικής Ελλάδας (Υμηττός, Δελφοί, Μέγα Σπήλαιο, Μυστράς, Μονεμβασιά). Απ’ αυτές κι απ’ άλλες κατοπινές αναρριχήσεις και αναβάσεις σωματικές και ψυχικές, βγήκαν μερικά εξαρσιωμένα κεφάλαια της λαμπρής σειράς «Ταξιδεύοντας», όπως τα κεφ. «Τα κάστρα του Μοριά»,«Καρύταινα, το ελληνικό Τολέδο», «Μυστράς», «Μονεμβασιά, το Γιβραλτάρ της Ελλάδας», από το «Ταξιδεύοντας Ιταλία, Αίγυπτος…».
Τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς, ολομόναχος σ’ ένα βουνίσιο μοναστήρι της Σίφνου – το μοναστήρι της Παναγιάς του Βουνού – πέρασε γόνιμες πνευματικά μέρες (σχεδίασε το σκελετό ενός βιβλίου για το Άγιον Όρος που αφομοιώθηκε αργότερα στο «Συμπόσιο» και την «Αναφορά στο Γκρέκο»). Ένα βουνό, το Άγιον Όρος, κέντρισε την υπολανθάνουσα επιχειρηματική του διάθεση (Οκτώβριος 1915).
Στα πανύψηλα βουνά της Ελβετίας, κοντά σε ένα φίλο (Γιάννης Σταυριδάκης) και μια γυναίκα (η αγαπημένη Moudita – Έλλη Λαμπρίδη) υποτροπίασε ο ανειρήνευτος και βιβλικός μεσσιανισμός του και αγρίεψε, ευτυχώς φευγαλέα, ως τη μισανθρωπιά και την τρέλα ο νους του (Ιανουάριος – Μάρτιος 1918).
Ένα βουνό, ο Καύκασος, ο τόπος μαρτυρίου του ανθρωποσωτήρα Προμηθέα, του ’δωσε τη δύναμη να επιτελέσει τον άθλο του επαναπατρισμού 150.000 Ελλήνων και κάτω από τη σκιά του ίδιου βουνού σπαράχτηκε από τον πιο βαθύ ερωτικό πόνο (φοβερό δίλημμα ανάμεσα καθήκοντος και έρωτα και σπαραχτικός αποχαιρετισμός της Βαρβάρας Νικολάεβνα Ταμάνχιεφ τον Αύγουστο του 1911). Σε μιαν εκδρομή στην Πεντέλη γνώρισε την κοπέλα που έγινε κατοπινά ο σταθερός και γόνιμος έρωτάς του κι αργότερα η δεύτερη αφοσιωμένη γυναίκα του (18 Μαΐου 1924).
Με προθυμία σκαρφάλωσε τα ερημητήρια απροσκύνητων ψυχών που συγγένευαν με τη δική του (μοναστήρια διάσπαρτα σε ολάκερη την Ελλάδα, «άγια κορυφή» του Σινά, τέλη Φεβρουαρίου 1927, Τολέδο «το υψηλό ορμητήριο του Greco» 13-16 Σεπτεμβρίου 1926 κ.ά.).
Η περιήγηση βουνών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, του ’δινε πάντα ξεχωριστή πνευματική χαρά, όπως εκείνη του Καυκάσου το Νοέμβριο του 1927 ή εκείνη του Αραράτ και των άλλων βουνών της Αρμενίας το Νοέμβριο του 1928 ή εκείνη των Ουραλίων το Φεβρουάριο του 1929. Στο Gottesgab, ένα αψηλό βουνό της Τσεχοσλοβακίας έζησε τις πιο ευτυχισμένες και γόνιμες μέρες της ζωής του (Μάιος του 1932). Αναφερόμενος στην πολύμηνη διαμονή του στα χιονισμένα Τσεχοσλοβάκικα βουνά και θέλοντας να δώσει την υπέρτατη φυσική και ψυχική οροθεσία έγραφε «στην κορυφή της Τσεχοσλοβακίας και ευτυχίας». Αν συμβιβάστηκε να ζήσει κοντά έντεκα χρόνια (1933-1944) στην Αίγινα, είναι κοντά στ’ άλλα και γιατί από τη δυτική βραχώδη άκρα του νησιού, όπου έχτισε το σπιτικό του, αγναντεύει ολημερίς κοντινούς και μακρινούς βουνίσιους ορίζοντες, τα βουνά της Αττικής, της Μεγαρίδας και της Αργολίδας.
Αργότερα, όταν πήρε το δρόμο της ξενιτιάς, διάλεξε για μόνιμη κατοικία του την Κυανή ακτή της Γαλλίας (Antibes, Villa Rosa, Villa Manolita, Κουκούλι), ουσιαστικά μια λωρίδα παράκτιας πεδινής γης που περιβάλλεται από πανύψηλα βουνά. Όταν ήταν να ξεκουραστεί από τον συντριπτικό πνευματικό μόχθο των τελευταίων χρόνων, διάλεγε το πιο πολύ τα επιβλητικά βουνά της Ευρώπης (ολοήμερη εκδρομή στις Άλπεις 18 Φεβρ. 1950, διακοπές στις Alpes Maritimes, Peira – Cava σε υψόμετρο 1450 μ., 1 – 21 Αυγούστου 1950, διακοπές στο χωριό Sigale στις γαλλικές Άλπεις, 15 Ιουλίου – 3 Αυγούστου 1951, πολυήμερη διαμονή στο Lofer, αυστριακό χωριό κοντά στο Salzburg, 15 Φεβρουαρίου – 9 Μαρτίου 1952, διακοπές στα βουνά της Ελβετίας, -Cedemario- και της Αλσατίας, Ιούλιος και Αύγουστος 1955, διακοπές στα βουνά της Σλοβενίας, Rogaska και Bohinj, Ιούλιος και Αύγουστος 1956). Η παραμονή του στα βουνά που προαναφέραμε δεν υπήρξε μονάχα ανανεωτική αλλά και δημιουργική. Στο ορεινό αναπαυτήριο του Cademario π.χ. άρχισε να συνθέτει την «Αναφορά στο Γκρέκο» και στο Bohinj συνεργάστηκε εξαντλητικά με τον Kimon Friar πάνω στην αγγλική μετάφραση της «Οδύσσειας». Τέλος το μοιραίο ταξίδι της Κίνας και Ιαπωνίας (Ιούνιος – Αύγουστος 1957) αξιώθηκε τη μεγάλη αισθητική χαρά, ανάμεικτη με την αψιά αίσθηση του θανάτου, να δει σ’ ένα οικουμενικό πανόραμα μερικές από τις πιο επιβλητικές οροσειρές της Υδρογείου (πέταξε πάνω από Ελβετία, Τσεχοσλοβακία, Ρωσία, Κίνα – οροπέδιο Γιούναν-Φου –, Ιαπωνία) και τα παγόβουνα του Βορείου Πόλου. Συχνά γράφτηκε πως ο Καζαντζάκης είδε το πιο πολύ νερό από κάθε άλλον άνθρωπο σε τούτον τον κόσμο. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς πως αγνάντεψε και τα πιο πολλά από τα ψηλά βουνά του πλανήτη μας.
Ο Καζαντζάκης εφέρετο προς τ’ αψηλά βουνά και τις ελεύθερες κορυφές ιδιοσυγκρασιακά από βαθιά εσωτερική διάθεση, σχεδόν από ένστικτο. Αποζητούσε την απομόνωση του βουνού συνειδητά και υποσυνείδητα. Ήταν το ψυχικό κλίμα που του ταίριαζε. Κι αυτή τον αποζημίωνε με το βαθύ και αναγκαίο αίσθημα ασφάλειας, γαλήνης και υπεροχής, απαραίτητες προϋποθέσεις να λειτουργήσει σωστά η ιδιόρρυθμη ψυχή του. Η συναναστροφή με τους ανθρώπους των πόλεων λίγνευε την ψυχή του, αχάμναινε το πνεύμα του, λιγόστευε τη διάθεσή του για δημιουργία, τον γέμιζε ταραχή, αβεβαιότητα και ανασφάλεια. Ο αέρας του βουνού αντίθετα θέριευε την ψυχή του, δυνάμωνε το πνεύμα του, τόνωνε τη δημιουργική του διάθεση, στέριωνε τον εσωτερικό του κόσμο, τον περίχυνε με φως και γαλήνη.
Ο Καζαντζάκης ενσάρκωνε τον τύπο του μονιά, όπως κάθε γνήσιος δημιουργός. Μονιάς που θα πει μόνος, μακριά από τους ανθρώπους, ξέχωρα από τους ανθρώπους, πάνω από τους ανθρώπους. Δεν είναι τυχαίο το ότι, όσοι ευαγγελίζονται μια καινούργια ιδέα στους ανθρώπους, επιδιώκουν τις απάτητες και αμόλευτες κορφές. Εκεί μονάχα μπορεί η ψυχή τους να εγκυμονήσει την ιδέα κι εκεί, στην ερημιά και την αγριάδα του βουνού, δύνεται ν’ αντέξει τη βαριά δοκιμασία. Όμοια κι ο Καζαντζάκης αγωνίστηκε να ευαγγελιστεί τη δική του μεγάλη ιδέα, το δικό του «θεό», τη λύτρωση του πνεύματος από την ύλη, της ψυχής από το σώμα. Αλλά μιαν τόσο επικίνδυνη ιδέα πρέπει να τη δοκιμάσεις πρώτα στον εαυτό σου. Κι ο πιο κατάλληλος στίβος για έναν τέτοιο αγώνα πνευματικό είναι μονάχα η ατμόσφαιρα και η μοναξιά του βουνού.
Να ένας ακόμη πρόσθετος λόγος που ο Καζαντζάκης αποζητούσε επίμονα τις κορφές. Αλλά η μοναξιά και η απομόνωση του βουνού καμιά φορά είναι αβάσταχτη ακόμη και για τις δράκου γέννες. Αβάσταχτη κι εχθρική για τους άλλους ανθρώπους, όπως τότε που περπατούσε μ’ ένα φίλο του, το Γιάννη Σταυριδάκη, σ’ ένα αψηλό χιονισμένο βουνό της Ελβετίας. Είχε χάσει τον δρόμο του και περιπλανιόταν νύχτα μέσα στο δάσος. Αλλόκοτη ζάλη τύλιγε το μυαλό του, περπατούσε σα μεθυσμένος. Κάποια στιγμή ξέκρινε κάτω μακριά μέσα στην κοιλάδα λίγα φωτάκια. Ήταν κάποιο χωριό μέσα στην ομίχλη του βουνίσιου δάσους που αγρυπνούσε. «Και τότε», αφηγείται ο ίδιος ο Καζαντζάκης στην «Αναφορά» του, «μου συνέβη ένα πράγμα καταπληκτικό, το θυμάμαι κι ανατριχιάζω ακόμα, στάθηκα, έσφιξα τη γροθιά μου και φώναξα αγριεμένος, δείχνοντας με τη γροθιά μου το χωριό: «Θα σας σφάξω όλους!». Μια φωνή βραχνή, που δεν ήταν δική μου…». Γι’ αυτό, όταν πλαντούσε, ξέσερνε κάπου κάπου μια κραυγή απόγνωσης, ξαλάφρωνε η ψυχή του κι ύστερα πάλι ζευόταν στο ζυγό της μοναξιάς. Κι όταν παρααγρίευε το πνεύμα του, κατέβαινε στους ανθρώπους ν’ ακούσει την ανθρώπινη λαλιά κι έπειτα ξαναγύριζε στην αγριάδα και την άγρη του βουνού του.
Με το να αποζητάει ο Καζαντζάκης επίμονα τις κορυφές, ταύτιζε την πορεία της ζωής του και την ορμή της ψυχής του με τον Ανήφορο. Δεν μπορούσε να εννοήσει άλλο είδος προχώρησης, προόδου από την ανάβαση. Γράφει στον Kimon Friar (Μάρτης 1956): «Πριν να σε γνωρίσω, αν άνοιγες την καρδιά μου θα ’βλεπες ένα άγριο βουνό κι απάνω του έναν άνθρωπο ν’ ανηφορίζει. Αφότου σε γνώρισα, αν ανοίξεις την καρδιά μου θα δεις δύο ανθρώπους ν’ ανηφορίζουν. Αυτό τα λέει όλα».
Τι αξία μπορεί να έχει μια επίπεδη πορεία, όταν ο άνθρωπος δεν είναι υποχρεωμένος να επιστρατεύσει τις δυνάμεις του. Όλο και περισσότερες δυνάμεις, να υπερβάλλει τον εαυτό του. Ο Ανήφορος του Καζαντζάκη είναι μια έννοια δυναμική, «εν διαρκεί εξελίξει». Συμβολίζει την διάρκεια της προσπάθειας, την προσπάθεια ως το υπέρτατο ξετύλιγμά της, ως την προσπάθεια. Ένας τέτοιος πνευματικός και ηθικός Ανήφορος με ακατάπαυστα μετατιθέμενους στόχους και διαρκώς μετακινούμενα ορόσημα συχνά είναι επώδυνος, γιατί οδηγεί στο αδιέξοδο κι είναι υποχρεωμένος κανείς ν’ αρχίσει από το μηδέν ή να διαλέξει μια νέα αφετηρία.
Είναι ακριβώς το μαρτύριο του Σίσυφου. Σίσυφο άλλωστε σε στιγμές αμφιβολίας και απελπισίας αρεσκόταν να χαρακτηρίζει τον εαυτό του ο Κ. και τον χαρακτηρισμό του Σίσυφου του ’δωσαν μερικοί από τους έγκριτους μελετητές του.
«Ο Καζαντζάκης ήταν ένας Σίσυφος που πάσχιζε αιματηρά ν’ ανεβάσει την πέτρα του στο βουνό φιλοδοξώντας να ιδεί τον κόσμο σωστότερο από κάποια κορυφή». (Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος). Αλλά και η εικόνα του ανθρώπου – Σίσυφου που ανεβάζει το «βράχο στην κορυφή του τραγικού βουνού του» κυριαρχούσε στη συνείδησή του, κι αυτό είναι ένα ακόμη δείγμα της προτίμησής του σε «ορεινά» σύμβολα.
Αλλά η βουνολατρεία του Καζαντζάκη δε μορφοποιείται μονάχα σε μιαν αδιάκοπη αναζήτηση βουνίσιου τόπου θέασης, διαμονής και δημιουργίας. Περνάει μέσα στο έργο του και γίνεται στοιχείο δημιουργικό. Αισθητικά προσδιορίζει ως ένα σημείο το ύφος και του ποιητικού και του φιλοσοφικού και του καθαρά μυθιστορηματικού του έργου. Αν ενωρίς ξεστρατίζει από την ισορροπία και το μέτρο του κλασικού και τρέπεται προς την υπερβολή του υπερεπικού και του «μπαρόκ», τούτο αποτελεί έκφραση της ροπής του προς τα ύψη, τα άκρα, τις ακρότητες, την υπερβολή, το ογκώδες, το πολυδιάστατο και πολυεπίπεδο.
Θα αποτολμούσα και μια δεύτερη σκέψη. Ο χαρακτήρας πολλών από τους ήρωες του, του καπετάν Μιχάλη για παράδειγμα, σμιλεύεται έτσι τραχύς κατ’ επίδραση και αναλογία προς την τραχύτητα των βουνών που τους περιβάλλουν. Αλλά η μόνιμη «ορεινή» σκηνογραφική διάθεση του Καζαντζάκη τι άλλο είναι από μίαν έκφανση της βουνολατρείας του;
Εξάλλου ό,τι πιο ουσιαστικό και σημαντικό συντελείται μέσα στο έργο του από ηθική άποψη – και το ηθικό στον Καζαντζάκη. Ταυτίζεται πάντα με το ελεύθερο – έχει σαν σταθερό σκηνικό του ένα βουνό ή μια κορυφή, σύμβολα ακρότατης ελευθερίας. Εγκυμονείται και πλάθεται, θαρρείς, στα σπλάχνα ενός βουνού. Προσδιορίζεται ηθικά από το ορεινό πλαίσιο, έτσι που να σου εμπνέει τη βεβαιότητα πως σ’ ένα άλλο περιβάλλον δεν θα είχε κατορθωθεί.
Κάθε έργο του Καζαντζάκη με ηθικές προδιαγραφές μάς δίνει ένα και δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα ηθικής επίδρασης του βουνίσιου περιβάλλοντος πάνω στα ήθη και τις πράξεις των ανθρώπων, ανεξαρτητοποίησης της ανθρώπινης ψυχής, αγερωχοποίησης του ανθρώπινου φρονήματος εξαιτίας του περιβάλλοντος.
Ο παπα-Γιάνναρος στους «Αδερφοφάδες» κρατάει αμόλευτη από φατριασμούς την ψυχή του ενδυναμωμένος από την ακλόνητη ουδετερότητα των βουνών. Ο «Φτωχούλης του Θεού» αξιώνεται την υπέρτατη μετουσίωση του σώματός του σε σώμα του σταυρωμένου Χριστού (υπέρτατη ελευθερία από τη φθαρτότητα του σώματος και τη λιποψυχία της ψυχής) πάνω σ’ ένα βουνό, την Αλβέρνα, με την ουσιαστική βοήθεια ενός βουνού.
Ο «Καπετάν Μιχάλης» στο ομώνυμο μυθιστόρημα συνειδητοποιεί τη δραστηριότητα του ηρωικού θανάτου ως μέσου συνέγερσης των μαζών και κατάκτησης της εθνικής ελευθερίας στον ξάστερον αγέρα του βουνού αγναντεύοντας από σημείο υπεροχής το σκλαβωμένο κάμπο.
Ο νέος Οδυσσέας κατακτά το ύψιστο βίωμα της λύτρωσης από τη ζωή και το θάνατο πάνω σ’ ένα παγόβουνο στην άκρα του κόσμου.
Ο παπα – Φώτης και οι πρόσφυγες της Σαρακήνας στο γυμνό τοπίο ενός άγονου και αφιλόξενου βουνού εξαγνίζουν την ψυχή τους από κάθε αδυναμία και κακότητα, βρίσκουν ακόμη και τη δύναμη της λύτρωσης από τη μνησικακία για τους χορτάτους και άσπλαχνους ανθρώπους του κάμπου.
Κι ο Μανολιός ψηλά στα βουνά, μακριά από τους ανθρώπους, αντλεί τη δύναμη να επωμισθεί το σταυρό του μαρτυρίου για το γλιτωμό των συγχωριανών του. Τέλος ο ίδιος ο Χριστός δοκιμάζεται στην «κορυφή της άθλησης, στο Σταυρό» κι εκεί ψηλά νικάει τον «Τελευταίο πειρασμό», κρατώντας ανέγγιχτη την ψυχή του «από το πλανερό όραμα μιας γαλήνιας, ευτυχισμένης ζωής».