“Παρακολουθούσα τον κόσμο να γυρίζει και είδα τους κατοίκους να τρέχουν στην επιφάνειά του σαν μυρμήγκια πάνω σε λόφο, σαν σκαθάρια σ’ ένα σωρό κοπριάς. Τους είδα να πολεμάν και να καταστρέφουν, να κάνουν ειρήνη και να χτίζουν, για να σωριάσουν σε ερείπια αυτά τα κτίρια, κατά τη διάρκεια ενός άλλου αναπόφευκτου πολέμου. Και μου φάνηκε πως αυτά τα όντα είχαν εξελιχθεί ελάχιστα απ’ την κτηνώδη κατάσταση και μια παραξενιά του πεπρωμένου τους τα είχε καταδικάσει να επαναλαμβάνουν, πάλι και πάλι, τα ίδια λάθη. Και συνειδητοποίησα πως δεν υπήρχε ελπίδα γι’ αυτά -αυτά τα ατελή πλάσματα, αυτά τα όντα που ήταν κάτι ανάμεσα στο ζώο και τους Θεούς- το πεπρωμένο τους, όπως και το δικό μου, ήταν να παλεύουν αδιάκοπα, να προσπαθούν με κόπο και αδιάκοπα ν’ αποτυχαίνουν να βρουν την ολοκλήρωση. Τα παράδοξα που υπήρχαν σε μένα, υπήρχαν και σ’ ολόκληρη τη φυλή. Τα προβλήματα στα οποία δεν μπορούσα να βρω λύση, στην πραγματικότητα δεν είχαν λύση. Λεν υπήρχε λόγος να ψάχνεις για κάποια απάντηση. Θα μπορούσε κανείς να δεχτεί αυτό που υπήρχε ή να το απορρίψει, ανάλογα με το τι τον βόλευε. Πάντα θα ήταν το ίδιο. Ω, υπήρχαν τόσο πολλά για να τους αγαπήσεις και τίποτε απολύτως για να τους μισήσεις. Πώς μπορούσες να τους μισήσεις, όταν τα λάθη τους ήταν αποτέλεσμα της παραξενιάς του πεπρωμένου που τους είχε κάνει μισά όντα; Μισότυφλα, μισόκουφα, μισόχαζα…”
M. Moorcock
(“Ο Αιώνιος Πρόμαχος”)