Ένα ιστορικό της σημαίνουσας πορείας της δρυός στον ελληνικό χώρο.
Αντώνιου Β. Καπετάνιου
(Δασολόγου – Περιβαλλοντολόγου)
|
Μνημειακές δρύες στο δάσος Ξηρομέρου Αιτωλοακαρνανίας (φωτογραφία: Απόστολος Τζογάνης). |
«Μ’ αρέσει, δρυ, να σε θωρώ
μες στ’ ουρανού τς αγκάλες»
(από τον «Νικηφόρο Βρυέννιο», Διονύσιος Σολωμός)
Η δρυς η φυλλοβόλος, ήταν κάποτε το δένδρο που κυριαρχούσε στον ελληνικό χώρο και στο μεγαλύτερο μέρος της ευρωπαϊκής ηπείρου. Ιδίως στην αρχή της μεταπαγετωνικής περιόδου, η φυλλοβόλος δρυς, μαζί με τα φυλλοβόλα πλατύφυλλα, ήταν τα κυρίαρχα φυτικά είδη στις περιοχές αυτές. Η έννοια εξάλλου του δρυμού –που έχει επικρατήσει να λέγεται για τον τόπο που εμφανίζει πυκνή άγρια βλάστηση–, στην παρουσία της δρυός οφειλόταν, όταν κάλυπτε κάθε γωνιά του ελληνικού χώρου. Η έννοια αυτή βέβαια, έχει καθολικότερη σημασία κι αναφέρεται στον τόπο τον πλούσιο με δασική υψηλή (κυρίως) βλάστηση, ανεξαρτήτως του είδους δένδρου που τον καλύπτει (οι έννοιες του δρυμού και του δρυμώνα δεν είναι ταυτόσημες, όμως η αναφορά στο δρυμό, λόγω ακριβώς του γεγονότος ότι η δρυς κάλυπτε το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας, ήταν συνυφασμένη με την παρουσία του δρυόδενδρου). Επισημαίνεται ότι ο χαρακτηρισμός «Εθνικός Δρυμός» –έμπνευση μεταξική, που απορρέει από την εθνικό ιδεώδες που καλλιεργούσαν τα δικτατορικά καθεστώτα της εποχής–, ο οποίος αποδόθηκε στις 10 περιοχές της χώρας μας που διέπονται από ειδικό, αυστηρό καθεστώς προστασίας, δεν είναι ορθός, με την έννοια ότι δεν υφίσταται η κυριολεκτική σημασία του όρου, για κείνες τις περιοχές οπού δε συγκροτείται δρυμώδες περιβάλλον. Αυτό συμβαίνει στις περιπτώσεις που το προστατευτέο περιβάλλον είναι το υδάτινο (όπως στις Πρέσπες), όταν αυτό προσδιορίζεται από την ιδιαίτερη γεωμορφολογία της περιοχής (όπως συμβαίνει με το φαράγγι της Σαμαριάς), όταν το ιδιαίτερο φυσικό τοπίο συνδυάζεται με την ιστορικότητα του τόπου, η οποία τελικά το προσδιορίζει (όπως συμβαίνει με το δρυμό του Σουνίου).
Σήμερα η δρυς έχει περιορισθεί κατά πολύ σε σχέση με παλιά, καταλαμβάνοντας έκταση 14,7 εκατομμυρίων στρεμμάτων του ελληνικού χώρου (αναφερόμαστε στη φυλλοβόλο δρυ), ελάχιστα μεγαλύτερη από κείνη των κωνοφόρων, που καταλαμβάνουν 14,2 εκατομμύρια στρέμματα, τα οποία όμως κάποτε υπολειπόταν σημαντικά των δρυοδασών (στοιχεία από την Πρώτη Εθνική Απογραφή Δασών, που πραγματοποιήθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας το έτος 1992). Οι δρύες συμμετέχουν στη σύνθεση των ελληνικών δασών με ποσοστό 22%, ποσοστό αρκετά μικρότερο σε σχέση με το αντίστοιχο του παρελθόντος. Σημειώνουμε ότι το έτος 1964, που πραγματοποιήθηκε η Κατανομή των Δασών της Ελλάδος από το Υπουργείο Γεωργίας, το ποσοστό συμμετοχής της δρυός στη σύνθεση των ελληνικών δασών υπολογίζονταν σε 29,75%. Ενώ, το ποσοστό αυτό, κατά την Κατανομή των Δημοσίων Δασών της Ελλάδος, που πραγματοποιήθηκε από το Υπουργείο Γεωργίας το έτος 1929, ανέρχονταν στο 35,03%. Διακρίνουμε λοιπόν μια σταδιακή αλλά συνεχή, διαχρονικώς υφιστάμενη, υποχώρηση της δρυός στον ελληνικό χώρο, φτωχαίνοντας έτσι η ελληνική φύση και η χώρα, αφού αφενός μεταβαίνουμε σε περιβάλλοντα υπολειπόμενα του αρχικού, στα πλαίσια της οπισθοδρομικής διαδοχής που συντελείται, αφετέρου χάνει η χώρα το αντιπροσωπευτικό της δένδρο, το οποίο πλέον δε λογίζεται στη συνείδηση των Νεοελλήνων με αυτή του τη θεώρηση –κοντολογίς: είναι δένδρο κοινό κι όχι ιδιαίτερο, είναι δένδρο μη εκτιμημένο σήμερα· ενώ παλιά ήταν ανεκτίμητο!
Ενδεικτικό στοιχείο του κλίματος καταστροφής των δρυοδασών της χώρας μας, που ήταν έντονη και συστηματική κατά τα μεταπολεμικά χρόνια ιδίως, αποτέλεσε η διαμαρτυρία των Δασολόγων Δημοσίων Υπαλλήλων προς την Πολιτεία, η οποία προωθούσε σχετικούς νόμους που επέτειναν το κακό, όπως διατυπώνεται σε σχετική ανακοίνωση με ημερομηνία 10-2-1961, μικρό απόσπασμα της οποίας παραθέτουμε: «Εάν τα πολύτιμα δρυοδάση εις την Ελλάδα, τη χώρα των δρυμών, απεφασίσαμεν να τα καταστρέψωμεν, τούτο θα απετέλη τη χειρίστην πλάνην…»
Τα δρυοδάση, κατά τους αρχαίους χρόνους περιβάλλονταν από ιερότητα, λόγω του δέους που προξενούσε η παρουσία τους, αλλά και γιατί εκεί ζούσαν οι Δρυάδες Νύμφες. Η δρυς η Δωδωναία μάλιστα, ήταν το ιερό δένδρο του Δία, που το προστάτευε και η κοπή του απαγορευόταν. Τούτο οδήγησε σε μια γενικότερη προστασία των δρυόδενδρων, των οποίων η κοπή θεωρούνταν πράξη βλάστημη και τιμωρούνταν. Στα ελληνικά δρυοδάση γεννήθηκαν οι μυθικές κόρες, οι Δρυάδες, οι Αμαδρυάδες, οι Δρυμοχαρείς κ.ά., οι νύμφες που κατάγονταν από τις δρύες, των οποίων ο θρήνος για την κοπή των δένδρων συγκινούσε τους θεούς, οι οποίοι τιμωρούσαν τους «ασεβείς» δενδροτόμους. Σύμφωνα με τον Όμηρο, «νύμφαι χαίρουσιν ότε δρύας όμβρος αέξει, νύμφαι δ’ αυ κλαίουσιν ότε δρυσίν ουκέτι φύλλα» («οι νύμφες χαίρονται όταν βρέχει και κλαίνε όταν οι δρύες δεν έχουν φύλλα»).
Ανέφερε χαρακτηριστικά ο Παυσανίας: «…αι νύμφαι τω αρχαίω λόγω των ποιητών εφύοντο από των άλλων δένδρων και μάλιστα από των δρυών». Ενώ ο ποιητής Τουρκονάτο Τάσο (1544-1595), στο έπος της «Ελευθερωθείσης Ιερουσαλήμ» (περιγράφεται σε αυτό η πρώτη σταυροφορία των Δυτικών για την απελευθέρωση της ιερής πόλης της Ιερουσαλήμ), αναφερόταν στις ζωές (στις Νύμφες) που κρύβονταν στα δρυόδενδρα κι εμπόδιζαν τον Ριχάρδο (τον αρχηγό των Λομβαρδών) να τα κόψει:
«Δρυν είδε, ήτις θαυμαστής αφ’ εαυτής ερράγη,
διένοιξε την γόνιμον γαστέρα της κι εγέννα,
ωραίαν νύμφην, εν στολή παντοδαπή παράγει,
την ηλικίαν πρόσημον (ώ θαύματα! ώ ξένα!)
Και τέλος εκατόν κορμούς εγγύους ειδ’ επίσης
διανοιγέντας κ’ εκατόν άλλων νυμφών γεννήσεις.
Ως εφ’ ικρίου σκηνικού, ή γραφικής εικόνος
θεότητες παρίσταντο εκ των δασοδιαίτων,
λευκώλενοι, βραχισταλείς την πτύξιν του χιτώνος,
κ’ αι κόμαι εις τον ζέφυρον κυμαίνοντ’ αι λυταί των.
Τοιούτος ο απατηλός των δένδρων τούτων γόνος,
τοιαύτ’ αι νύμφαι των δρυμών και αι ψευδείς μορφαί των,
εκτός του ότι ταις κοσμεί τους ώμους και την χείρα,
αντί φαρέτρας και βελών πλαγίαυλος ή λύρα…»
(Άσμα ΙΗ΄, σε μετάφραση Αλέξανδρου Ραγκαβή)
Στην αρχαία Ελλάδα εξάλλου, υπήρχε μία προελληνική φυλή, οι Δρύοπες, που ήταν οι «άνθρωποι της δρυός» και κατοικούσαν αρχικά ανάμεσα στα βουνά Οίτη και Παρνασσός, σε μια περιοχή αδιάβατη, τη Δρυοπία. Ο τόπος ήταν κατάφυτος από τη δρυ, με αρχαία δάση, που αποτελούσαν καταφύγια ληστών, αφού όποιος κρυβόταν εκεί ήταν αδύνατο να βρεθεί. Οι ίδιοι οι Δρύοπες επίσης θεωρούνταν φοβεροί και τρομεροί ληστές. Η δηλοποίηση των περιοχών αυτών από την παρουσία της δρυός, αποτελεί απόδειξη της κυριολεκτικής παρουσίας της στον ελληνικό χώρο, κατά τρόπο πλήρη, σε μέρη που σήμερα δε θα διανοούμασταν να τη θεωρήσουμε. Η γη των Δρυόπων όμως ήταν άγονη −ένας δρυμός!− και τούτο αποτέλεσε το λόγο μετανάστευσής τους νοτιότερα και κατόπιν στα νησιά των Κυκλάδων και στις ακτές της Μικράς Ασίας, κατά τον πρώτο ελληνικό αποικισμό από τα μέσα του 11ου έως τα τέλη του 9ου αιώνα π.Χ.
Νάταν άραγε η ιδιαίτερη τούτη σχέση του Έλληνα με τη δρυ και το γεγονός ότι αυτή συνδυάστηκε με τους χώρους λατρείας της παλαιάς θρησκείας (περιέβαλε ιερά και αρχαίους ναούς), που έκαμε τον χριστιανό Έλληνα να μην τη δει θετικά και να τη θεωρήσει δένδρο «ειδωλολατρικό», στο οποίο μάλιστα –ω, τι συμβολισμός!– σταυρώθηκε ο Χριστός; (σε ξύλο λοιδοριάς, βελανιδιάς δηλαδή, σταυρώθηκε ο Χριστός –ήταν, λέγει ο μύθος, το μόνο δένδρο που «δέχθηκε» να προσφέρει το ξύλο του για το σκοπό αυτό). Φαίνεται όμως ότι ο αρχαίος Έλληνας, που πάντα δηλωνόταν στο «είναι» του σύγχρονου –είτε εθιμικά, είτε κοινωνικά–, ήταν αυτός που υπερίσχυσε σε σχέση με την έλξη του από τη δρυ, την οποία, για την όλη της προσφορά, την αναβίβασε σε δένδρο αντιπροσωπευτικό του· ως συνταυτισμένου με τη ζωή του και ως χαρακτηριστικό της χώρας.
Τη δρυ όμως, που κάποτε δημιουργούσε στην Ελλάδα ατέλειωτα δάση κι έδινε θαλερότητα στους τόπους, χαρακτηρίζοντας τοπία, ο νεότερος Έλληνας δεν τη σεβάστηκε και την περιόρισε σημαντικά, φτάνοντας στο σημείο να την εξαφανίσει από περιοχές της χώρας (στους κάμπους θα λέγαμε ότι συνέβη ολική εξαφάνισή της). Μα και παλαιότερα αν πάμε, το κακό επίσης μεγάλο. Μόνε που τότες ήταν άλλες οι συνθήκες της καταστροφής (κατακτητής – υπόδουλος, πόλεμοι, ανάγκη για γη, πρωτόγονες καλλιεργητικές μέθοδοι, λειτουργία του ανθρώπου κατά το θυμικό και κατά την ανάγκη του), ενώ και το απέραντο των δρυμών δε φανέρωνε την έλλειψη (και δεν υπήρχε η κουλτούρα για μια τέτοια συνειδητοποίηση)· σε αντίθεση με σήμερα, που στα εναπομείναντα δρυοδάση γίνεται φανερή η απώλειά τους.
Και τότε λοιπόν, οι τόποι της δρυός ήταν τόποι καταστροφής της, αφού οι απέραντοι ελληνικοί δρυμοί ήταν εμπόδιο στη δραστηριότητα στους τόπους αυτούς· και για το λόγο τούτο καταστρέφονταν. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι, λίγα μόνον χρόνια πριν από τους περσικούς πολέμους, το μεγαλύτερο μέρος της Θεσσαλίας (συμπεριλαμβανομένου και του πεδινού τμήματός της), καθώς και της Δυτικής Ηπείρου, καλυπτόταν από όμορφα δάση φυλλοβόλων (κυρίως) και αειθαλών δρυών, που κατόπιν εξαφανίστηκαν κάτω από τη δύναμη του πέλεκυ. Τα δάση δε του Ιονίου πελάγους, αλλά και της Ηπείρου –ιδίως της Δωδώνης, που τα δρυοδάση της ήταν ονομαστά–, από νωρίς έγιναν προϊόν εκμετάλλευσης από τους Φοίνικες, οι οποίοι τα κατακρεούργησαν για ναυπηγικούς σκοπούς, αποκομίζοντας από εκεί τεράστιες ποσότητες ξυλείας μεγάλων διαστάσεων. Με την κάθοδο των ινδοευρωπαϊκών φυλών στη χώρα μας (των Αχαιών, των Δωριέων, των Αιολών και Ιώνων), που διήρκεσε μέχρι το 1050 π.Χ., υπήρξε συστηματική καταστροφή των σημαντικών τούτων δασών, κυρίως για βοσκή, αλλά και για καλλιέργεια. Σημείωνε σχετικά ο Πλούταρχος: «Εις τόπον απελθούσα λόχμην έχοντα πολλήν, στοιβήν τε και ασφάραγον, ακάκως πάνυ και παιδικώς ώσπερ αισθανόμενον, δεομένη προσηύχετο μεθ’ όρκων, αν σώσωσιν αυτήν και αποκρύψωσι μηδέποτε λυμαινείσθε μηδε καύσειν».
Παρόλα ταύτα, τα δάση στα ενδότερα της ελληνικής χερσονήσου διατηρήθηκαν και μάλιστα αυξήθηκαν, κυρίως τα δάση των ορεινών και ημιορεινών περιοχών, για λόγους που έχουν να κάμουν με την εξάπλωση των ελληνικών φύλων προς τα μικρασιατικά παράλια, την τροφοδοσία με χρήσιμη ξυλεία (κυρίως ναυπηγική) των ελληνικών περιοχών από τη Δαλματία και τον Εύξεινο Πόντο κ.ά. Θίχθηκαν όμως ανεπανόρθωτα τα παραλιακά και τα πεδινά δάση της χώρας, όπου εκεί η δρυς –λόγω της πίεσης που υπέστη για την απόδοση της γης της σε άλλες χρήσεις, κυρίως για καλλιέργεια, αλλά και λόγω της εύκολης πρόσβασης που υπήρχε για την απόληψη του ξύλου της– περιορίσθηκε σημαντικά. Αυτή η κατάσταση διατηρήθηκε μέχρι και τους βυζαντινούς χρόνους. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας όμως, λόγω της ανόδου του υπόδουλου πληθυσμού στα βουνά, όπου υπήρχε αέρας ελευθερίας κι επειδή εκεί, με το νόμο περί μπαλταλικίων και νεκράς δημοσίας γης (του «Περί Γαιών» νόμου των Τούρκων), μπορούσε ο εξουσιαστής γης να υλοτομεί δένδρα και να καλλιεργεί ή να βόσκει τα ποίμνιά του ελεύθερα –πράγμα που στις πεδινές κι εύφορες εκτάσεις δε μπορούσε να το κάμει, αφού κατά κανόνα αυτές ανήκαν σε Τούρκους στρατιωτικούς αξιωματούχους (τους είχαν αποδοθεί από το Σουλτάνο ως προνόμιο, με βάση το τιμαριωτικό σύστημα διοίκησης)–, υπήρξε περιορισμός της παρουσίας της δρυός στα ορεινά, εξαιτίας της δραστηριοποίησης του ανθρώπου εκεί.
Παράλληλα υπήρξε εγκατάλειψη της πεδινής γης από κάθε δραστηριότητα εκμετάλλευσής της, λόγω έλλειψης εργατικών χεριών, με αποτέλεσμα αυτή να δασώσει, κυρίως με φυλλοβόλες κι αειθαλείς δρύες. Έτσι, παρουσιάστηκε το περίεργο (οξύμωρο κατά τα κρατούντα) φαινόμενο κατά την Τουρκοκρατία, τα βουνά της Ελλάδας να αδειάζουν από δένδρα και να πληθύνονται αυτά στους κάμπους. Σημειωνόταν χαρακτηριστικά στη γαλλική απογραφή του ελληνικού γεωργικού κεφαλαίου, που πραγματοποιήθηκε το έτος 1878, τα εξής: «Επί της τουρκικής κυριαρχίας εγυμνώθη μέγα μέρος των δασοφόρων ελληνικών ορέων, ακαταλλήλων εις την γεωργίαν, σήμερον δε ουδεμία μέριμνα καταβάλλεται προς πλήρωσιν τούτων ως άλλοτε διά δρυός και ελάτης. Οι δε κάμποι έγιναν λόγγοι» (βλέπε σχετικά: Σαββατιαία Επιθεώρησις, «Η Ελλάς υπό γεωργικήν έποψιν», τεύχος 43, 30/12 Οκτωβρίου 1878).
Ο Βρετανός αξιωματικός Λήηκε, που ήταν από τους ακριβέστερους περιηγητές που πέρασαν από την Ελλάδα, έδωσε μια λεπτομερή περιγραφή της κατάστασης που επικρατούσε στον ελληνικό χώρο κατά την Τουρκοκρατία, σε σχέση με την παρουσία της δρυός. Από τα είδη της δρυός, ιδιαίτερα ασχολήθηκε με τη βελανιδιά, καθότι το συγκεκριμένο δένδρο έχαιρε μεγάλης εκτίμησης στην Αγγλία, απ’ όπου κατάγονταν ο Λήηκε, αφού θεωρούνταν πολύτιμη για την κατασκευή των πλοίων του μεγάλου αγγλικού στόλου. Μάλιστα, ειδικοί επιθεωρητές σημάδευαν τα κατάλληλα για το σκοπό αυτό δένδρα, για να υλοτομηθούν. Όποιος τα υλοτομούσε παράνομα, για άλλην χρήση, τον κρέμαγαν! Είδε, λοιπόν, τα εξής ο Λήηκε στην Ελλάδα: Στα Πέταλα της Αιτωλοακαρνανίας, οι βελανιδιές να είναι νανόμορφες και τριγύρω τους να υπάρχουν θάμνοι. Στο Βελούχι βρήκε βελανιδιές κατάλληλες για γωνίες και πλευρές πλοίων. Στη Χαλκίτσα και στο Βασιλόπουλο υπήρχαν βελανιδοδάση, με όχι τόσο καλά δένδρα, αφού ήταν σε πυκνή μίξη με άλλα δασικά είδη. Στο Λυγγοβίτσι-Μαρίνα υπήρχαν καλές (προφανώς για τη ναυπηγική) βελανιδιές, ενώ στην Κατούνα, οι υπάρχουσες ήταν έντονα υποβαθμισμένες. Στο Περγάντι, όπως και στη Βόνιτσα, βρήκε πυκνά βελανιδοδάση. Στο Μιχαλίτσι, από το πυκνό δάσος βελανιδιάς που υπήρχε εκεί τουλάχιστον μέχρι το έτος 1770, δεν είχε μείνει ούτε δένδρο, αφού η ξυλεία του, που ήταν καλή και κοντά στην παραλία, χρησιμοποιήθηκε για ναυπηγικούς σκοπούς. Στο χωριό Καστροσυκιά, κοντά στην Πρέβεζα, ο Λήηκε βρήκε δάσος από βελανιδιές (σήμερα το δάσος αυτό δεν υπάρχει). Στην ίδια περιοχή, στο χωριό Φανάρι, είδε το άλλοτε πλούσιο βελανιδοδάσος της περιοχής, εξαιρετικά κατεστραμμένο, ενώ είδε και γεωργούς να το ξεχερσώνουν για να φτιάξουν χωράφια. Στα ριζά του Ολύτσικα, στο δρόμο της Παραμυθιάς και Δραμεσούς, πέρασε από ωραία δάση με βελανιδιές (σήμερα δεν υπάρχουν), ενώ και στη Ραψίστα είδε καλό τέτοιο δάσος, με εκκλησιές διάσπαρτες εντός του. Για τα Γιάννενα σημείωνε, ότι τα άλλοτε πλούσια βελανιδοδάση των γύρω βουνών καταστράφηκαν, λόγω της απαίτησης του Αλή Πασά να του πηγαίνουν οι κάτοικοι των χωριών πλούσια φορτώματα από καυσόξυλα και κάρβουνα –κάτι που έκαμε τους κατοίκους να προβαίνουν σε μεγάλης κλίμακας υλοτομίες στα δάση αυτά, μ’ αποτέλεσμα ν’ αποψιλωθούν. Σημείωνε ακόμη ότι η πλευρά του όρους Μιτσικέλι προς τα Γιάννενα ήταν κάποτε κατάφυτη από βελανιδιές, αλλά με τα χρόνια (λόγω των καταστροφικών υλοτομιών) γυμνώθηκε. Συνεχίζοντας, ανέφερε την παρουσία πυκνών βελανιδοδασών από τα Τζουμέρκα προς την Άρτα, ενώ εξαιρετικά πλούσια τέτοια δάση συνάντησε και στο δρόμο Μετσόβου-Καλαμπάκας. Τις ανατολικές και βόρειες πλαγιές των Αγράφων, τις χαρακτήρισε σκοτεινές, λόγω της κάλυψής τους από δάση έλατων και βελανιδιών, ενώ βελανιδιές (αρκετά υποβαθμισμένες εξαιτίας της κτηνοτροφίας) βρήκε και στις πλαγιές των λόφων ανάμεσα στην Ελασσόνα και την Τσαρίτσανη. Στη διαδρομή από Φάρσαλα προς Αλμυρό, βρήκε πολλά δάση με βελανιδιές σε λοφώδεις και πεδινές εκτάσεις, τα οποία από χρόνια εκχερσώνονταν και υπερβόσκονταν, μ’ αποτέλεσμα να επικρατήσουν οι γκορτσιές. Ιδιαίτερη μάλιστα εντύπωση τού έκανε ένα παμπάλαιο δάσος από βελανιδιές και πλατάνια στον Ενιπέα ποταμό και στους γύρω λόφους του, που ονομάζονταν Γκουτζιά-Ορμάνι (το οποίο δεν υπάρχει σήμερα). Φτάνοντας στον Αλμυρό, παρατήρησε ότι από το λιμάνι του έφευγαν συνεχώς καράβια με φορτώματα καυσοξύλων και ξυλείας βελανιδιάς, κοιτώντας δε τους γύρω λόφους και τα βουνά, διαπίστωσε ότι αυτά ήταν πλήρως εκχερσωμένα ή όπου υπήρχε βλάστηση, λειτουργούσαν υλοτόμια. Η εκχέρσωση ήταν τέτοιας μεγάλης κλίμακας στον Θεσσαλικό κάμπο, που στην ακτίνα μεταξύ Βελεστίνου, Φαρσάλων και Λάρισας, δε συνάντησε ούτε ένα δένδρο! Στο Πήλιο βρήκε δάση με βελανιδιές και αριές, ενώ στην Αγιά, κοντά σ’ ένα μοναστήρι (που δεν το ονοματίζει), υπήρχε μεγάλο δάσος με βελανιδιές. Στο Μαυροβούνι (ή Καραντάγ) είδε υποβαθμισμένες βελανιδιές και νανόμορφα καταπιεσμένα από τη βοσκή πουρνάρια, που το σκοτεινό τους χρώμα, μάλλον έδωσε το όνομα στο βουνό (Leake William Martin, «Travels in Northen Greece», London 1835).
Από τούτα βλέπουμε ότι υπήρχε μια πραχτική των Ελλήνων στη σχέση τους με τη δρυ (με τη γη, γενικότερα), μια βιωτική σχέση μαζί της ή μια σχέση δράσης κι αντίδρασης ως προς την ενέργειά τους −ποτέ όμως κυριαρχική κι αναίτια−, που άλλοτε μεταφράζονταν σε προστασία και διατήρηση της φύσης, κι άλλοτε σε απώλειά της −υποκαθιστάμενη από άλλην, που είχε τα στοιχεία μιας νέας φυσικότητας, ενός περιβάλλοντος ανθρωπογενούς, όμως φυσικού (για παράδειγμα: το δάσος της περιοχής έδωσε τη θέση του σ’ ένα αγροτοδασικό περιβάλλον, με μωσαϊκά χρήσεων γης και μεγάλη βιοποικιλότητα, μεγαλύτερη από το δασογενές αρχικό). Πάντως η δρυς στην Ελλάδα δε χάθηκε από περιοχές της εξαιτίας των προγόνων −μόνο σε μακρό χρονικό επίπεδο (αιώνων) και μακροτοπικά γινόταν αντιληπτή η απώλεια, συνισταμένων ειδικών λόγων πραγμάτωσής της, όπως επιδρομών, κρίσεων (εθνικών, κοινωνικών κ.ά.) και αναγκών (κατά βάσιν, επιβίωσης). Μας παρεδόθησαν έτσι δάση σημαντικά του παρελθόντος, δάση που ως επίγονοι παράλαβαμε ως κλήρα, ενώ σήμερα η απώλεια συμβαίνει με την έννοια της άμεσης κι επώδυνης για το φυσικό περιβάλλον μεταλλαγής, με τον Έλληνα να στέκει απόξενος του τόπου και μη λογιζόμενος γι’ αυτόν −για το λόγο τούτο δεν αντιλαμβάνεται την απώλεια λειτουργώντας αναισθήτως.
Στα χρόνια μετά την απελευθέρωση, και κυρίως μετά τον τελευταίο πόλεμο, ο Έλληνας εκμεταλλεύτηκε γεωργικώς και κτηνοτροφικώς, αλλά και για οικιστικούς σκοπούς, τα εδάφη όπου απέμεινε η δρυς, περιορίζοντάς την σημαντικά. Ενώ, οι πυρκαγιές και η συνεχής υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος –κυρίως στις πεδινές, παραλιακές και ημιορεινές περιοχές της χώρας–, έφεραν στη θέση της φυλλοβόλου δρυός, το πεύκο και τα αείφυλλα πλατύφυλλα, που κυριάρχησαν εκεί όπου κάποτε δέσποζε το δρυόδενδρο. Η κατάσταση αυτή οδήγησε το ελληνικό κράτος στο να προστατέψει αυστηρά τη δρυ επί Μεταξά (εγκύκλιες διαταγές του Υπουργείου Γεωργίας αριθ. 61088/1936 και 32383/1937) και ν’ απαγορέψει την υλοτομία της, όμως μεταπολεμικά η προστασία της (και πάλι) απομειώθηκε.
Τραγικό! Η Ελλάδα που χαρακτηριζόταν από την παρουσία της δρυός, που ως σύμβολό της θα έπρεπε να έχει το δρυόφυλλο [και το είχε κάποτε, όταν διά των εμβληματικών διακριτικών της στολής των δασικών υπαλλήλων το 1887, όπου αποτυπώνονταν το δρυόφυλλο, δηλοποιούνταν (κι επισημοποιούνταν) η δρυς ως το αντιπροσωπευτικό δένδρο της Ελλάδας], έχασε τα περισσότερα από τα δρυοδάση της, για να τα κάμει οικόπεδα, βοσκοτόπια και χωράφια (πολλές εκτάσεις που κάποτε καλύπτονταν από δρύες, σήμερα υπέπεσαν σ’ ερημοποιημένες γαίες, λόγω της κακής χρήσης τους από τον άνθρωπο). Ο Έλληνας τα διαχειρίστηκε κακά, τα έσβησε από τόπους όπου κυριαρχούσαν. Είναι χαρακτηριστικό τούτο το διαχειριστικό σύστημα, που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα και ήταν καταστροφικό για τα δρυοδάση της: το κλαδονομικό. Θεωρείται βέβαια το αρχαιότερο εν Ελλάδι διαχειριστικό σύστημα, που αρχικά εφαρμόσθηκε κατά τρόπο εμπειρικό, σύμφωνα με το κατά πως είχαν συνηθίσει οι κτηνοτρόφοι να το τηρούν, όμως στ’ αρχαία κι επόμενα χρόνια δεν υπήρχε καταστροφή των δρυοδασών εξαιτίας του, όπως συνέβη μετέπειτα. Στα σύγχρονα χρόνια, με τον καθορισμό περίτροπων χρόνων, χρόνων περιφοράς και λήμματος ανά εδαφική επιφάνεια και τη σύνταξη σχετικής μελέτης, θεωρήθηκε ως επιστημονικό σύστημα διαχείρισης των δασών. Κάθε άλλο όμως, παρά τέτοιο ήταν… Ας το δούμε με κάποια λεπτομέρεια.
Όταν έπεφταν οι πρώτες φθινοπωρινές βροχές και ξεπλένονταν από τη σκόνη τα φύλλα, πριν αρχίσει η ξήρανσή τους και η φυλλόπτωση, γινόταν από τους κτηνοτρόφους κλαδοκορφολόγημα (με σχεδόν τελεία συλλογή των φύλλων) των πλατυφύλλων δένδρων (κύρια της δρυός) του κλαδονομούμενου δάσους, και δημιουργία θυμωνιών, που ονομαζόταν «κλαδαριές» ή «γιαπράκια». Αυτές, αφήνονταν να ξεραθούν, για ν΄ αποτελέσουν την ξηρή τροφή των κτηνοτροφικών ζώων κατά τη χειμερινή περίοδο. Κατά την άνοιξη όμως, ακολουθούσε νέο κλάρισμα των δένδρων, για την απόληψη αυτή τη φορά του τρυφερού μπουμπουκιού τους, που μόλις είχε εκπτυχθεί, το οποίο αποτελούσε ιδανική τροφή για τα νεογέννητα αρνάκια και κατσικάκια. Η εαρινή κλαδονομή συπληρωνόταν με την απόληψη (με μια τσεκουριά!) από τους κτηνοτρόφους των νεαρών δενδρυλλίων, που μόλις είχαν ξεπεταχθεί και θα συγκροτούσαν το νέο δάσος. Τι επίπτωση είχε η συγκεκριμένη «διαχείριση» στο δάσος; Καταστροφική, αφού το δασικό οικοσύστημα υπόκειτο σε συνεχή αποδυνάμωση κι υποβάθμιση, ώσπου στο τέλος, αδυνατώντας ν’ αναλάβει, μετατρεπόταν σε βοσκοτόπι!!! Πλείστα δρυοδάση ανά την Ελλάδα υποβαθμίστηκαν και στο τέλος χάθηκαν, εξαιτίας της διαχείρισης τούτης. Η συνειδητοποίηση της αρνητικής αυτής κατάστασης, οδήγησε το Υπουργείο Γεωργίας, ήδη από το έτος 1937, με το άρθρο 14 του Αναγκαστικού Νόμου 875/1937, ν΄ απαγορεύσει πλήρως την κλαδονομή, κάτι που επαναλήφθηκε και με το άρθρο 112 Νομοθετικού Διατάγματος 86/1969. Όπου όμως δινόταν η δυνατότητα κλαρίσματος των φυλλοβόλων δένδρων των αγρών, καθώς κι εκείνων των δασών που ήταν υπέργηρα κι είχαν υποστεί ήδη κλαδονομή, μπορούσε με ειδική αδεία (της Δασικής Υπηρεσίας) να παραχωρείται το δικαίωμα περιορισμένης κλαδονομής. Παρόλα τούτα όμως, κατ’ ανεξήγητο τρόπο και με προκλητική ανοχή, κλαδονομικές μελέτες εγκρίνονταν και η καταστροφή των δρυοδασών συνεχίζονταν και μεταπολεμικά, ιδιαίτερα στις «Νέες Χώρες»!
Ιδού πως ο καλός μας ποιητής, ο δασολόγος Δημήτρης (Τάκης) Καρράς, αναφέρεται στις κλαδαριές των δρυοδένδρων:
«Τρεις τζέρους κλάρισε ο Στρατής σιμά στην Αλατίστρα
πέντε πλατίτσες λιγερές ψηλά στο Παληοκκλήσι,
πέντε μεράδια στο Βερό και δέκα στο Ραχώνι
και τέσσερα στο Κράκουρο και πέντε στα Γεφύρια.
Το στραφτερό πελέκι του λαλάει στα καταρράχια
και καθαρίζει τα κορμιά μ’ ίσες κοψές και ολόρθες,
στ’ απόσκιο ο Μούργος την ουρά τη φουντωτή κουνάει
και πλάι στιβάζει το κλαδί στις κλαδαριές η Λένκω.
«Μάσε, γυναίκα, γρήγορα και φόρτωσε τα σέα,
καβάλλα κι άε για το χωργιό κ’ εγώ θε να ξαπλώσω
στ’ απόσκιο, εδώ, στην κλαδαριά, για λίγο ν’ ανασάνω
κι από κοντά σου ξεκινώ, σα βασιλέψει ο ήλιος. …»
(«Οι κλαδαριές», Τάκης Καρράς – Αθήνα 1952)
Σε άλλες περιπτώσεις τα δρυοδάση καίγονταν και ξανακαίγονταν, τα «στέγνωνε» και η ξηρασία των σύγχρονων καιρών και, πάει, χανόταν! Στους σύγχρονους καιρούς δε, που η άνοδος της θερμοκρασίας και η ρύπανση της ατμόσφαιρας οδηγούν τον πλανήτη στα όριά του, είναι άστοχο κι επικίνδυνο να εμμένουμε στη συνεχή –ανά 20ετία– υλοτόμηση των φυλλοβόλων δρυών, για την παραγωγή καυσοξύλων ευτελούς αξίας (τα υλοτομηθέντα δάση θεωρητικά δεν χάνονται, αφού αναγεννώνται διά την πρεμνοβλαστικής ικανότητας των δρυών), όταν θα μπορούσαμε να διατηρήσουμε εις όφελος της κοινωνίας όμορφα δρυοδάση ηλικίας έως και 500 ετών, τα οποία θα πρόσφεραν ανεκτίμητες υπηρεσίες (όπως κατακράτηση έως και του 25πλάσιου διοξειδίου του άνθρακα σε σχέση με σήμερα, υδρονομική προσφορά σαφώς πλουσιότερη, καλύτερη αντιδιαβρωτική προστασία των εδαφών, σταθερότερα και πλουσιότερα οικοσυστήματα κ.ά.) Αυτές τις υπηρεσίες σήμερα στερούμαστε, με την ψυχρή, συστηματική, τεχνοκρατική (ή, από μιαν άλλη οπτική, πρακτική) διαχείρισή τους.
Δεν εκτιμήθηκε η αξία της δρυός στη χώρα μας και το πολύτιμο αυτό δένδρο κατέπεσε άδοξα −δρυός πεσούσης, γαρ, κατά τον λαό!.. Ιδού πώς, με πνεύμα υψηλό, ο Τολστόι εκτιμούσε την αξία της δρυός: «Θα πρέπει να λυπεί περισσότερο την πλάση ο θάνατος της δρυός, παρά ο θάνατος της πριγκίπισσας…» Δρυοτόμος ο Έλλην λοιπόν, τη δρυ πολύ επόνεσε, τον τόπο πολύ εφτώχυνε. Η δρυς, πονεμένη και για την κατάστασή της αυτή, κράζει:
«Δρυοτόμοι δρυν έσχιζον,
εξ αυτής σφήνας ποιήσαντες.
Η δε έφη·
“Ου τοσούτον τον κόψαντά με
πέλεκυν μέμφομαι,
όσον τους εξ εμού
φυέντας σφήνας”»
(Κείμενο από τους «Μύθους του Αισώπου»)
Η Ελλάδα κάποτε καλυπτόταν κατά το μεγαλύτερο μέρος της (σύμφωνα με εκτιμήσεις: έως και 80% της χερσαίας επιφάνειάς της) από όμορφα δρυοδάση. Αρκετά δε από αυτά διασώθηκαν έως τα νεώτερα χρόνια, αλλά πλέον τίποτε από την αλλοτινή μεγαλοπρέπειά τους δεν απέμεινε. Μέσα από μαρτυρίες μόνον μάς γίνονται γνωστά. Όμως η απώλειά τους είναι μέγιστη, καθώς είναι απώλεια περιβαλλοντική, αλλά και ιστορική −αφού τα δάση αυτά διασυνδέονταν με τον Έλληνα και τη ζωή του στον τόπο. Χαρακτηριστική είναι η μαρτυρία του βαυαρού αξιωματικού Χριστόφορου Νέεζερ το έτος 1834, για το δρυδάσος του Βραχωρίου (του Αγρινίου), το οποίο ήταν ένα πανάρχαιο δάσος, αδιαπέραστο, σκοτεινό! Σημείωνε με θαυμασμό ο Νέεζερ: «…μόνον όπου τα κτήνη έβοσκον ηδύνατο τις να πατήσει» (σελ. 143 των απομνημονευμάτων του).
Χάθηκε λοιπόν (κι εξακολουθεί να χάνεται η εναπομείνασα…) δρυς, χάνεται το πολύτιμο δένδρο που χαρακτήριζε κι αντιπροσώπευε την Ελλάδα!.. Ο διαλόγος των ναυτών στο συμβολικό παραμύθι του Άντερσεν «Το τελευταίο όνειρο της βελανιδιάς», όταν αντίκρυσαν από τη θάλασσα πεσμένη τη γέρικη μνημειακή βελανιδιά, η οποία νικήθηκε από την άγρια χειμωνιάτικη καταιγίδα, αποτελεί τον επίλογο της πορείας προς τη φθορά, που φυσική φαίνεται μα βαρύνεται με τις ασυλλόγιστες συμπεριφορές των ανθρώπων. Οι φόβοι για τα επικείμενα, όταν συνειδητοποιηθεί η απώλεια του πολύτιμου που χάνεται και δεν αναπληρώνεται, προκύπτουν ως απόρροια πράξεων ή παραλείψεων. Το ανεκτίμητο βάστηξε, κόπιασε, μάτωσε, μα, αλί!, κατέπεσε κι εγίνη σύμβολο… Ιδού τα λόγια των ναυτών:
« – Κοιτάξτε, είπε ο ένας ναύτης, το δένδρο της ακρογιαλιάς, η μεγάλη βελανιδιά που μας χρησίμευε για να προσανατολιζόμαστε, για ν’ αναγνωρίζουμε την ακτή, εξαφανίστηκε. Χτες ακόμη, το είδα από μακριά. Τόριξε, φαίνεται, η καταιγίδα.
– Πόσα χρόνια πρέπει να περάσουν ώσπου να βγει άλλο στη θέση του!, είπε ένας άλλος ναύτης. Ίσως όμως να μην υπάρχει κανένα άλλο δένδρο αρκετά δυνατό για να μπορεί να μεγαλώσει όπως αυτό, στην κορυφή των βράχων που τη χτυπούν πάντα οι άνεμοι».
(΄Αντερσεν Χ., «Παραμύθια», μετάφραση: Πιπίνα Τσιμικάλη, διεύθυνση: Αντιγόνη Μεταξά, εκδ. Ν. Αλικιώτης & Υιοί, Αθήνα 1953).
Πηγή: Απόσπασμα από το περιβαλλοντικό δοκίμιο «Τα δέντρα που αγαπάμε να πληγώνουμε! του Αντώνιου Β. Καπετάνιου»