Συγγραφέας: Gunnar Hering
Έκδοση: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2021
Σελίδες: 120
ISBN: 978-960-524-606-8
Η ελληνική επανάσταση του 1821 υπήρξε γεγονός με ισχυρότατο αντίκτυπο στον ευρωπαϊκό χώρο αλλά και στην Αμερική, προκαλώντας ένα κύμα συμπάθειας που ανάλογό του δεν εκδηλώθηκε προς κανέναν άλλο λαό κατά την προσπάθεια της εθνικής του χειραφέτησης. Η εξοικείωση με τον πολιτισμό της ελληνικής Αρχαιότητας, οι ιδέες του Διαφωτισμού, αλλά και η αυθόρμητη στήριξη προς έναν χριστιανικό λαό που εξεγέρθηκε εναντίον των αλλόπιστων δυναστών του, ήταν προφανή κίνητρα για να διαμορφωθεί εξ αρχής μια στάση αλληλεγγύης προς τους επαναστατημένους Έλληνες. Την ίδια στιγμή, ο αγώνας των Ελλήνων για την ανεξαρτησία επηρέαζε τις γεωπολιτικές ισορροπίες και εντασσόταν στο διεθνές διπλωματικό παίγνιο της εποχής.
Για το ευρύ φάσμα των εκδηλώσεων συμπαράστασης προς τους Έλληνες πολιτογραφήθηκε ο όρος φιλελληνισμός. Η μελέτη του Gunnar Hering, που αποτέλεσε την κατακλείδα της επιστημονικής συνεισφοράς του μεγάλου Γερμανού ιστορικού και ελληνιστή, αλλά και γνήσιου φιλέλληνα, αποτελεί μια γενική επισκόπηση της φιλελληνικής κίνησης στην Ευρώπη και την Αμερική. Με μια συνθετική προσέγγιση, σήμα κατατεθέν του συνολικού ερευνητικού του έργου, ο Hering, ορίζοντας αρχικά τα ιστορικά συμφραζόμενα, επιχειρεί την απογραφή των στόχων και των ιδεολογικών θέσεων που συνδιαμόρφωσαν τη βάση του φιλελληνισμού, εξετάζει την οργάνωση και τις μορφές καθοδήγησής του, αναλύει τις κοινωνικές καταβολές όλων αυτών των ανθρώπων που στρατεύτηκαν στη φιλελληνική κίνηση και επισκοπεί τα ιστορικά, λογοτεχνικά και καλλιτεχνικά έργα που συνδέονται με τη φιλελληνική δράση. Στόχος του είναι να αναδείξει τον πολυδιάστατο χαρακτήρα του κινήματος, ανασκευάζοντας μονοδιάστατες ερμηνείες, με χαρακτηριστική εκείνη που το συνδέει με μια απλοϊκή αρχαιολατρία.
Ο Gunnar Hering (Γκούνναρ Χέρινγκ) (1934–1994) σπούδασε ιστορία και βαλκανιολογία και αναγορεύτηκε διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Βιέννης. Υφηγητής του Πανεπιστημίου του Φράιμπουργκ, καθηγητής Ιστορίας της Ανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης στο Πανεπιστήμιο του Γκέττινγκεν και καθηγητής Νεοελληνικών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, συνέβαλε καθοριστικά στην αναβάθμιση και τη δημιουργική πορεία του Ινστιτούτου Βυζαντινών και Νεοελληνικών Σπουδών στη Βιέννη. Γνώστης των περισσότερων βαλκανικών γλωσσών, δημοσίευσε μελέτες για πολιτικά, κοινωνικά, πνευματικά και ιδεολογικά ζητήματα της νεότερης βαλκανικής και ελληνικής ιστορίας. Μείζονα θεωρούνται τα έργα του Ökumenisches Patriarchat und europäische Politik (1620–1638), Βησμπάντεν 1968 (ελλ. έκδ. Οικουμενικό Πατριαρχείο και ευρωπαϊκή πολιτική, 1620-1638, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1992), και Die Politischen Parteien in Griechenland 1821–1936, Μόναχο 1992 (ελλ. έκδ. Τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα, 2 τόμοι, Αθήνα: ΜΙΕΤ, 2006). Από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης θα κυκλοφορήσει επίσης το δοκίμιό του Ο ελληνικός πόλεμος της ανεξαρτησίας και ο φιλελληνισμός.
“Η ήττα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχε θετικές συνέπειες για τους Έλληνες. Στο άρθρο 10 της Ειρήνης της Αδριανουπόλεως (14 Σεπτεμβρίου 1829) η Οθωμανική Αυτοκρατορία υποχρεώθηκε να αναγνωρίσει το βρετανο γαλλο-ρωσικό Πρωτόκολλο της 22ας Μαρτίου 1829 για τα σύνορα της μελλοντικής αυτόνομης, υπό οθωμανική επικυριαρχία ελληνικής κρατικής οντότητας. Καθώς η Αγγλία φοβήθηκε ότι η ορθόδοξη μεγάλη δύναμη θα ασκούσε ισχυρή επίδραση στην Ελλάδα, επέμενε αρχικά να αναγνωριστεί το ελάχιστο δυνατόν έδαφος στο νέο κράτος, τα βόρεια σύνορα του οποίου θα εκτείνονταν πολύ νοτιότερα από τη γραμμή Άρτας–Βόλου. Ενόψει της καταστροφικής αδυναμίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία θα μπορούσε πιθανώς να οδηγήσει στην πλήρη κατάρρευσή της στο προσεχές μέλλον, επικράτησε στο Λονδίνο, όπως και στη Βιέννη, η άποψη ότι μια εντελώς ανεξάρτητη Ελλάδα με μεγαλύτερη έκταση εξυπηρετούσε καλύτερα τα συμφέροντα των Δυνάμεων για να λειτουργήσει ως φραγμός απέναντι στη ρωσική επιρροή απ’ ό,τι μια λιλιπούτεια Ελλάδα, υποτελής στους Οθωμανούς, υπό ρωσική προστασία. Έτσι, οι Δυνάμεις συμφώνησαν με το Πρωτόκολλο του Λονδίνου της 22ας Ιανουαρίου / 3ης Φεβρουαρίου 1830 να ιδρύσουν ένα ανεξάρτητο ελληνικό κράτος με βόρειο σύνορο τη γραμμή μεταξύ της Άρτας και του Βόλου.”