Ο Ηράκλειτος (544 – 484 π.Χ.) γεννήθηκε στην Έφεσο από αριστοκρατική οικογένεια με καταγωγή από τον βασιλέα των Αθηνών Κόδρο. Πατέρας του αναφέρεται ο Βλύσων (ή Βλόσων) ή Ηράκων. Αν και ήταν κάτοχος κληρονομικού ιερατικού αξιώματος, παραιτήθηκε των δικαιωμάτων του υπέρ του αδελφού του και ασχολήθηκε αποκλειστικά με την φιλοσοφική έρευνα. Τα πορίσματα των αναζητήσεών του τα διετύπωσε στο σύγγραμμά του “Περί Φύσεως” από το οποίο διεσώθησαν 129 αποσπάσματα, όλα διατυπωμένα με συντομία εν είδει αφορισμών. Το σύγγραμμά του το εξέδωσε μετά το 478 π.Χ., διότι σε αυτό αναφέρεται η εξορία του Ερμόδωρου από την Έφεσο που συνέβη μετά από το έτος αυτό.
Η φιλοσοφία του Ηρακλείτου αποτελεί αντίθεση προ τις αντιλήψεις που ανεπτύχθησαν από τον Παρμενίδη. Δεν θεωρεί το Ον επαναπαυόμενο μέσα στον εαυτό του σε αιώνια ακινησία. Αντιθέτως φρονεί ότι στην πραγματικότητα υπάρχει αιώνια ροή. Τα πάντα βρίσκονται σε διαρκή μεταβολή, “τα πάντα ρει” και αυτό που αποτελεί την ουσία της πραγματικότητας είναι η κίνηση. Τα όντα δεν έχουν σταθερή ουσία, αλλά παρατηρείται διαρκής αλλαγή. Η πραγματικότητα μοιάζει με την ροή ποταμού: “Ποταμοίς τοις αυτοίς εμβαίνομεν, ειμέν τε και ουκ είμεν” (Εμβαίνουμε στους αυτούς ποταμούς και όμως όχι στους αυτούς, είμαστε ένα ορισμένο κάτι και συγχρόνως δεν είμαστε). Τα όντα βρίσκονται σε διαρκή μεταβολή. Παρά την μεταβολή όμως αυτή, στον κόσμο υπάρχει ενότητα. Η ύψιστη σοφία, την οποία υπαγορεύει ο Λόγος είναι, κατά τον Εφέσιο σοφό, να διακρίνει κανείς ότι ο ρευστός και πλήρης αντιθέσεων και μεταβολών κόσμος, αποτελεί ενότητα. “Ουκ εμού, αλλά του λόγου ακούσαντος ομολογείν σοφόν έστιν εν πάντα είναι” (απ. 50) (Το να ακούσει κανείς όχι εμένα, αλλά τον λόγο και να κατανοήσει ότι τα πάντα στον κόσμο αποτελούν μία ενότητα, αυτό είναι σοφία).
Έτσι σκεπτόμενος ο Ηράκλειτος, κατορθώνει να εισαγάγει στην παγκόσμια φιλοσοφία την λεγόμενη διαλεκτική αρχή της ενότητας των αντιθέσεων. Έχει την συνείδηση ότι οι σύγχρονοί του δεν είχαν κατορθώσει να διαγνώσουν ότι πίσω από τις φαινομενικές αντιθέσεις, κρύβεται η ενότητα και γιαυτό τους κατακρίνει ως ασύνετους στο 51 απόσπασμά του: “Ου ξυνιάσιν όκως διαφερόμενον εαυτώ ομολογέει παλίντονος αρμονίη όκως τηρ τόξου και λύρης” (Δεν έχουν την σύνεση να εννοήσουν πως η εμφανιζόμενη διάσπαση ενότητας, εμφανίζεται συγχρόνως εναρμονισμένη με τον εαυτό της, αρμονία από αντιτιθέμενες τάσεις, όπως συμβαίνει με το τόξο και την λύρα). “Το αντίξουν συμφέρον εκ των διαφερόντων καλλίστην αρμονίαν και πάντα κατ’ έριν γίνεσθαι” (Εκείνο το οποίο παρουσιάζει αντιθέσεις εναρμονίζεται, εκ των παρουσιαζόντων διαφορά τόνων καταρτίζεται η ωραιότατη αρμονία. Τα πάντα δημιουργούνται διά της διαμάχης). Από τις απόψεις του αυτές, ο Ηράκλειτος ανεδείχθη ιδρυτής του διαλεκτισμού. Η αρχή που αυτός όρισε, βάση της οποίας οι αντιθέσεις αγόμενες σε συνδιαλλαγή απαρτίζουν τον αρμονικό διάκοσμο του σύμπαντος, ασκεί την γοητεία της μέχρι σήμερα. Την βρίσκουμε να χρησιμοποιείται στην θεολογία η οποία εκλαμβάνει τον Θεό ως σύμπτωση αντιθέσεων, ακριβώς όπως εκφράζεται από τον Ηράκλειτο στο απόσπασμα 67: “ὁ θεὸς ἡμέρη εὐφρόνη, χειμὼν θέρος, πόλεμος εἰρήνη, κόρος λιμός τἀναντία ἅπαντα· οὗτος ὁ νοῦς, ἀλλοιοῦται δὲ ὅκωσπερ (πῦρ), ὁπόταν συμμιγῇ θυώμασιν, ὀνομάζεται καθ᾽ ἡδονὴν ἑκάστου.” (Ο θεός είναι ημέρα και νύκτα, χειμώνας και καλοκαίρι, πόλεμος και ειρήνη, κορεσμός και πείνα. Αυτός μεταβάλλεται με τον τρόπο της φωτιάς: όποτε αναμιχθεί με θυμιάματα, ονομάζεται ανάλογα με τη όσφρηση του καθενός με το ένα ή με το άλλο όνομα.) Με αυτά τα συμπεράσματά του, απαντά στις σκέψεις των Ελλήνων οι οποίες δεν μπορούσαν να συμβιβάσουν τις υφιστάμενες διαφορές του κόσμου με την ενότητά του. Ο Ηράκλειτος λέει ότι ο κόσμος είναι ενότητα των παρατηρουμένων διαφορών. Προχωρά έτσι στην έννοια του κοινού στοιχείου που υπάρχει στις επιμέρους διαφορές. Πίσω από την ποικιλία, υπάρχει κάτι το κοινό, η δε παρατηρούμενη ροή στον κόσμο, υπόκειται σε καθορισμένο ρυθμό. Την αρχή, η οποία ρυθμίζει την ροή και εξασφαλίζει την ενοποίηση των διαφόρων όντων σε κοινότητα, ο Ηράκλειτος την ονομάζει Λόγο. Η αρχή αυτή αποτελεί κατά τον Ηράκλειτο την ύψιστη ρυθμιστική αρμοδιότητα στο σύμπαν. Η ισχύς της και η ύπαρξή της είναι αιώνια και μπορεί ο άνθρωπος να έλθει σε επαφή με αυτήν, αρκεί αυτός να αποβάλει τον εγωισμό του και να κατευθύνει το βλέμμα του προς την κοινή αρχή των πάντων. Το σύγγραμμα του Ηρακλείτου άρχιζε με την εξύμνηση του Λόγου, με τον καθορισμό της συσχέτισής του προς τους ανθρώπους και γενικά το κοσμικό γεγονός: “Τοῦ δη λόγου τοῦδ᾽ ἐόντος ἀεὶ ἀξύνετοι γίνονται ἄνθρωποι καὶ πρόσθεν ἢ ἀκοῦσαι καὶ ἀκούσαντες τὸ πρῶτον· γινομένων γὰρ πάντων κατὰ τὸν λόγον τόνδε ἀπείροισιν ἐοίκασι, πειρώμενοι καὶ ἐπέων καὶ ἔργων τοιούτων, ὁκοίων ἐγὼ διηγεῦμαι κατὰ φύσιν διαιρέων ἕκαστον καὶ φράζων ὅκως ἔχει (Αυτόν δα τον λόγο ο οποίος έχει αιώνια ύπαρξη, δεν κατανοούν οι άνθρωποι και πριν ακούσουν κάτι γι’ αυτόν και επίσης όταν προηγουμένως κάτι έχουν ακούσει περί αυτού· ενώ δε όλα συμβαίνουν σύμφωνα προς αυτόν τον λόγο, σου δίνουν την εντύπωση (οι άνθρωποι) ότι δεν έχουν καμία πείρα αυτών και ότι καταπιάνονται με λόγια και με έργα όπως αυτά τα οποία εκθέτω, αναλύοντας το καθένα κατά τη φύση του και λέγοντας πώς έχει). Με την αναγνώριση του Λόγου ως υπέρτατης αρχής, ρυθμίζουσας το κοσμικό γεγονός, απομακρύνεται από τον κόσμο το τυχαίο και εισάγεται η έννοια της νομοτέλειας. Αυτή συμβολικά εκφράζει ο Ηράκλειτος μιλώντας περί Ειμαρμένης και Δίκης. Έχει κατανοήσει ότι στην φύση επικρατεί τάξη και για να εκφράσει την αντίληψή του αυτή, λέει ότι ο Ήλιος δεν μπορεί να μετατοπιστεί από την κανονική του τροχιά: “Ἥλιος οὐχ ὑπερβήσεται μέτρα· εἰ δὲ μή, Ἐρινύες μιν Δίκης ἐπίκουροι ἐξευρήσουσιν” (Ο ήλιος δεν θα ξεπεράσει τα μέτρα του· αλλιώς οι Ερινύες, οι θεραπαινίδες της δικαιοσύνης, θα τον ανακαλύψουν).
Ως προς τις κοσμολογικές αντιλήψεις, φαινομενικά ο Ηράκλειτος συνεχίζει την ιωνική παράδοση. Η παράδοση ομόφωνα λέει, ότι ο Εφέσιος σοφός θεωρεί ως πρωταρχικό στοιχείο το πυρ. Αν εμβαθύνουμε στο νόημα της διδασκαλίας του θα δούμε ότι αυτό χρησιμοποιείται ως σύμβολο κινητικότητας και δραστικότητας. Στο απόσπασμα 48 όμως αναφέρει καθαρά: “τὰ δὲ πάντα οἰακίζει Κεραυνός” (Όλα τα κυβερνά ο Κεραυνός). Χρησιμοποιεί επίσης σύμβολα και άλλα υλικά στοιχεία τα οποία είχαν θεωρήσει ως φυσικές αρχές οι Μιλήσιοι φιλόσοφοι.
Αξιοσημείωτη στον Εφέσιο σοφό είναι η παρατήρηση του εσωτερικού ψυχικού κόσμου. Στο 101 απόσπασμά του λέει ότι έκανε αντικείμενο της έρευνάς του τον ίδιο του τον εαυτό: “Εδιζησάμην εμεαυτόν”. Η ψυχή δεν είναι μόνο μία σκιά, αλλά ένα ον του οποίου τα πέρατα είναι ανεξερεύνητα: “Ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει (απ. 45) (Της ψυχής τα πέρατα δεν θα μπορέσεις να τα ανακαλύψεις, όποιον δρόμο και αν βαδίσεις, τόσο βαθύ λόγο περιέχει). Στο απόσπασμα 67 παρομοιάζει την ψυχή στον άνθρωπο με μία αράχνη στον ιστό της: Όπως μια αράχνη που στέκεται στο κέντρο του Ιστού της, μόλις μια μύγα κόψει κάποιο νήμα, εκείνη το αισθάνεται και τρέχει αμέσως σαν να υπέφερε για το κομμένο νήμα, έτσι και η Ψυχή του ανθρώπου, όταν ένα μέρος του Σώματος πάθει κάποια βλάβη, σπεύδει προς τα εκεί σαν να μη μπορεί να υποφέρει την βλάβη τού σώματος με το οποίο είναι δεμένη γερά και αρμονικά! Παράλληλα με την επίγνωση του άπειρου βάθους του ψυχικού κόσμου, στον Ηράκλειτο βρίσκεται και η συναίσθηση ότι ο άνθρωπος είναι υπεύθυνος για την μοίρα του. Αυτή την επίγνωση εκφράζει το 119 απόσπασμα: “ἦθος ἀνθρώπῳ δαίμων” δηλαδή ότι η μοίρα του ανθρώπου είναι ο χαρακτήρας του. Επίσης το ότι ο άνθρωπος είναι ον προορισμένο προς τον θάνατο και ότι η ελευθερία του συνίσταται ακριβώς στην αποδοχή της μοίρας με πλήρη συναίσθηση της θνητότητάς του, εκφράζεται στο απόσπασμα 20: “Γενόμενοι ζώειν ἐθέλουσι μόρους τ᾿ ἔχειν· μᾶλλον δὲ ἀναπαύεσθαι, καὶ παῖδας καταλείπουσι μόρους γενέσθαι” (Όταν γεννιούνται οι άνθρωποι, θέλουν να ζήσουν και να βρουν το θάνατό τους, ή μάλλον την ανάπαυση· και αφήνουν παιδιά που θα πεθάνουν με τη σειρά τους).
Ο Ηράκλειτος έχει πλήρη συναίσθηση για τον εαυτό του ότι είναι πνεύμα δημιουργικό. Καταφέρεται κατά της πολυμάθειας, αφενός γιαυτό και αφετέρου γιατί η σοφία δεν κατακτάται μέσω των πολλών γνώσεων: “Πολυμαθίη νόον ἔχειν οὐ διδάσκει· Ἡσίοδον γὰρ ἂν ἐδίδαξε καὶ Πυθαγόρην αὖτίς τε Ξενοφάνεά τε καὶ Ἑκαταῖον” (απ. 40) (Η πολυμάθεια δεν διδάσκει να έχεις νόηση. Αν ήταν έτσι θα είχε διδάξει τον Ησίοδο και τον Πυθαγόρα, ακόμα και τον Ξενοφάνη και τον Εκαταίο). Δν διστάζει να επικρίνει τον Όμηρο ο οποίος εθεωρείτο ο σοφότερος των Ελλήνων. Η διαφωνία του προς τον Όμηρο, έγκειται στο ότι αυτός, καθώς και ο Αρχίλοχος, δεν είχαν κατανοήσει την σημασία την οποία έχει για την ζωή των ανθρώπων ο πόλεμος. “Τὸν τε Ὅμηρον ἄξιον ἐκ τῶν ἀγώνων ἐκβάλλεσθαι καὶ ῥαπίζεσθαι καὶ Ἀρχίλοχον ὁμοίως” (απ. 42) (Ο Όμηρος αξίζει απ’ τους αγώνες να εκδιώκεται και να τον ραπίζουν, καθώς κι ο Αρχίλοχος. Το νόημα του αποσπάσματος είναι ότι η απαγγελία των ποιημάτων του Ομήρου και του Αρχιλόχου, που γίνονταν από ραψωδούς εν είδει αγώνα πρέπει να σταματήσει γιατί και οι δύο αυτοί ποιητές έχουν εκφράσει την ευχή να μην γίνονται πόλεμοι και έριδες μεταξύ των ανθρώπων. Προς αυτή την αντίληψη είναι αντίθετες οι απόψεις του Ηρακλείτου για τον οποίο ο πόλεμος είναι φυσικός νόμος: “Πόλεμος πάντων μὲν πατήρ ἐστι, πάντων δὲ βασιλεύς, καὶ τοὺς μὲν θεοὺς ἔδειξε τοὺς δὲ ἀνθρώπους, τοὺς μὲν δούλους ἐποίησε τοὺς δὲ ἐλευθέρους” (απ. 29) (Ο πόλεμος μεν είναι πάντων πατέρας, πάντων δε βασιλεύς, και άλλους μεν τους αναδεικνύει θεούς, άλλους δε ανθρώπους, άλλους τους κάνει δούλους και άλλους ελεύθερους). Ο Ηράκλειτος, ο οποίος έζησε κατά την ώριμη περίοδο της ζωής του τον πόλεμο Ελλήνων και Περσών και έχοντας βιώσει τις περιπέτειες και τα δεινά και τις κοσμοϊστορικές μεταβολές που προέκυψαν, είναι σε θέση να σκεφθεί βαθύτερα το φαινόμενο του πολέμου και του αγωνιστικού πνεύματος. Επίσης έχει κατανοήσει το νόημα της πολιτικής ζωής και δεν παύει να εξαίρει την σημασία την οποία έχει γι’ αυτήν ο νόμος: “Μάχεσθαι χρὴ τὸν δῆμον ὑπὲρ τοῦ νόμου ὅκωσπερ τείχεος” (απ. 44) (Ο λαός πρέπει να μάχεται υπέρ του νόμου, όπως μάχεται και υπέρ του τοίχους). “Ξύν νόω λέγοντας ισχυρίζεσθαι χρή τω ξυνώ πάντων, όκωσπερ νόμω πόλις, και πολύ ισχυροτέρως. Τρέφονται γαρ πάντες οι ανθρώπειοι νόμοι υπό ενός του θείου· κρατεί γαρ τοσούτον οκόσον εθέλει καί εξαρκεί πάσι καί περιγίνεται” (απ. 114) (Φρόνιμος λόγος είναι ο ακόλουθος· πρέπει να στηρίζουμε την δύναμή μας επί εκείνου το οποίο είναι σε όλους κοινό, ακριβώς όπως η πόλη στηρίζεται στον νόμο και ακόμη περισσότερο. Γιατί όλοι οι νόμοι των ανθρώπων τρέφονται από ένα μοναδικό θείο νόμο· διότι ο θείος νόμος κυριαρχεί τόσο, όσο θέλει, και φθάνει παντού και επικρατεί όλων).
Εκείνο το οποίο διακρίνει τον Ηράκλειτο, όχι μόνο μεταξύ των προσωκρατικών φιλοσόφων, αλλά μεταξύ των στοχαστών όλης της παγκόσμιας φιλοσοφίας, είναι η φιλολογική μορφή της διατύπωσης των απόψεών του. Αποδεικνύεται αριστοτέχνης στην διατύπωση βαθύτατων νοημάτων μέσω αφορισμών. Ο Νίτσε στο έργο του “Ανθρώπινα- πολύ ανθρώπινα” έχει εξάρει την μοναδική ικανότητα του Εφέσιου φιλοσόφου ως προς την χρήση του αφοριστικού ύφους. Πράγματι όπως έγραφε ο Νίτσε, οι αφορισμοί του Ηρακλείτου δεν χάνουν ποτέ την επικαιρότητά τους. Είναι όπως οι χρησμοί της Σίβυλλας, οι οποίοι παρά την τραχύτητα του ύφους τους, λέει ο Ηράκλειτος, πραγματοποιούν προβλέψεις διά μέσου χιλιάδων ετών: “Σίβυλλα δὲ μαινομένῳ στόματι ἀγέλαστα καὶ ἀκαλλώπιστα καὶ ἀμύριστα φθεγγομένη χιλίων ἐτῶν ἐξικνεῖται τῇ φωνῇ διὰ τὸν θεόν” (απ. 92) (Η Σίβυλλα, με την ένθεη φωνή της, αν και μιλάει αγέλαστα, ακαλλώπιστα και χωρίς αρώματα με τη φωνή της φθάνει χίλια χρόνια μακριά, χάρη στον Θεό). Όπως και η Σίβυλλα, έτσι και οι δοξασίες του Ηρακλείτου, μετά από χιλιετηρίδες, δεν έχουν χάσει την αξία τους. Ο Ηράκλειτος είναι ανάμεσα στους λίγους σοφούς, των οποίων ο λόγος εμφανίζει έντονη ζωή και παρουσία στην σύγχρονη πραγματικότητα.