Η Μπαγκαβάντ Γκίτα («Το Τραγούδι του Θεού» στα σανσκριτικά) αποτελεί τμήμα του αρχαίου έπους Μαχαμπαράτα των Αρίων Ινδών και ένα από τα σημαντικότερα ιερά κείμενα του Ινδουϊσμού. Καταλαμβάνει τα κεφάλαια 23 έως 40 του Βιβλίου VI της Μαχαμπαράτα και έχει την μορφή ενός διαλόγου μεταξύ του πρίγκιπα Αρτζούνα και του Κρίσνα, ενός avatar (ενσάρκωση) του θεού Βισνού. Είναι γραμμένο στην σανσκριτική γλώσσα, σε έμμετρο λόγο, πιθανόν μεταξύ του 2ου και του 5ου αιώνα π.Χ.
Πριν την έναρξη μίας μεγάλης μάχης μεταξύ αντιμαχόμενων κλάδων της ίδιας οικογένειας, ο Αρτζούνα κυριεύεται ξαφνικά από αμφιβολίες σχετικά με την σημασία του θανάτου τόσων πολλών ανθρώπων, μερικοί από τους οποίους είναι φίλοι και συγγενείς του, και εκφράζει τους ενδοιασμούς του στον Κρίσνα, τον αρματιστή του. Η απάντηση του Κρίσνα εκφράζει τα κεντρικά θέματα της Γκίτα. Πείθει τον Αρτζούνα να κάνει το καθήκον του ως άνθρωπος που γεννήθηκε στην τάξη των πολεμιστών, το οποίο είναι να πολεμήσει και έτσι η μάχη να γίνει.
Ο Αρτζούνα αντιπροσωπεύει τον διαχρονικό πολεμιστή του Φωτός, ο οποίος καλείται να δώσει την μάχη πρωτίστως σε εσωτερικό επίπεδο και κατόπιν σε εξωτερικό. Ο Αρτζούνα, ανήκει στην τάξη των Αρχόντων – Πολεμιστών που ονομάζονται Ξατρίγια. Από αυτόν εξαρτάται η απόφαση της μάχης μεταξύ των δύο στρατών των Παντάβας και των Κουράβας, για την κατάκτηση της πόλης Χαστιναπούρα, που συμβολίζει την Σοφία. Μια μάχη που θα γίνει στην μεγάλη πεδιάδα του Κουρουσέτρα (υλικός κόσμος, σπηλιά του Πλάτωνα). Xαστιναπούρα σημαίνει, στα σανσκριτικά, Πόλη των Ελεφάντων και ο ελέφαντας είναι το σύμβολο της Σοφίας. Στο “Κουρουσέτρα”, η εξωτερική μάχη αντιστοιχεί στο “Κάρμα σέτρα”, στην εσωτερική μάχη.
Οι Παντάβας, των οποίων ηγείται ο πρίγκηπας Αρτζούνα, συμβολίζουν το Πνεύμα του Ανθρώπου. Είναι οι Αρετές οι οποίες είναι οι αληθινοί Άρχοντες της Xαστιναπούρα που την έχουν χάσει. Οι σφετεριστές της ανώτερης συνείδησης του ανθρώπου είναι οι Κουράβας, που μέσα στον άνθρωπο είναι τα κατώτερά του στοιχεία: τα αρνητικά πάθη, τα ένστικτα, οι εγωιστικές επιθυμίες και οτιδήποτε άλλο που προσπαθεί να νικήσει το Πνεύμα και να υποτάξει τον Άνθρωπο στην ύλη.
Ο Αρζούνα συμβολίζει την συνείδηση του ανθρώπου που καλείται να αποφασίσει ποιον δρόμο θα διαλέξει. Όπως ο Ηρακλής , μπροστά στο σταυροδρόμι, πρέπει να διαλέξει αν θα πάρει τον δύσκολο δρόμο της Αρετής ή τον εύκολο δρόμο της Κακίας. Ο Αρτζούνα αισθάνεται έναν ανεξήγητο παραλογισμό καθώς του είναι αφόρητο πως η σκληρή μοίρα τον καταδικάζει να εξοντώσει όσους μέχρι πρόσφατα ήταν φίλοι, αδέλφια, συγγενείς. Οι Κουράβας είναι πολλοί και είναι συγγενείς του, ενώ οι Παντάβας λίγοι και φαινομενικά αδύνατον να νικήσουν. Σκέφτεται να καταθέσει τα όπλα και να μην τους πολεμήσει. Αλλά ο Κρίσνα μιλά στον Αρτζούνα με αγάπη και τον προτρέπει να τηρήσει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από τη συμμετοχή στην κάστα των πολεμιστών. Το να συμμορφωθεί με τις επιταγές του πεπρωμένου του, σημαίνει να εκπληρώσει το θέλημα του Ουρανού. Αυτό είναι το “Ντάρμα” του. Δεν έχει σημασία ποιους θα πολεμήσει. Το σημαντικό πράγμα είναι να πολεμήσει, γιατί αυτό είναι το θέλημα των θεών, ακόμα και αν αυτό φαίνεται ακατόρθωτο.
Τα επιχειρήματα του Κρίσνα ενσωματώνουν πολλές από τις βασικές διδασκαλίες των Ουπανισάδων, θεωρητικά κείμενα που συντάχθηκαν μεταξύ 1000 και 600 π.Χ., καθώς και της φιλοσοφίας της Σάμχια Γιόγκα, η οποία τονίζει έναν δυισμό μεταξύ ψυχής και ύλης (βλ. δυϊσμό ψυχής-σώματος).
Υποστηρίζει ότι μπορεί κανείς να σκοτώσει μόνο το σώμα. Η ψυχή είναι αθάνατη και μεταναστεύει σε άλλο σώμα με τον θάνατο ή, για όσους έχουν κατανοήσει αυτές τις διδασκαλίες, επιτυγχάνει την απελευθέρωση (μόκσα) ή την εξαφάνιση (νιρβάνα), την απελευθέρωση από τον τροχό της αναγέννησης. Ο Κρίσνα επιλύει επίσης την αντίθεση μεταξύ της βεδικής εντολής για θυσία και συγκέντρωση καλών πράξεων (κάρμα) και της ύστερης Ουπανισαδικής εντολής για διαλογισμό και συγκέντρωση γνώσης (τζάνα). Η λύση που δίνει είναι ο δρόμος της αφοσίωσης (μπάκτι). Με σωστή κατανόηση, δεν χρειάζεται να απαρνηθεί κανείς την πράξη αλλά απλώς την επιθυμία (κάμα) για τους καρπούς των πράξεων, ενεργώντας χωρίς επιθυμία (νισκάμα κάρμα).
Το ηθικό αδιέξοδο του Αρτζούνα λοιπόν τελειώνει όταν ο Κρίσνα παίρνει τη μορφή ενός τρομερού τερατος της αποκάλυψης που με το ανοιχτό στόμα του καταπίνει όλα τα πλάσματα του σύμπαντος στο τέλος του κόσμου, όταν ο Αρτζούνα ζητά από τον Κρίσνα να αποκαλύψει την αληθινή κοσμική του φύση. Εν μέσω αυτής της τρομακτικής θεοφάνειας, ο Αρτζούνα ζητά συγγνώμη από τον Κρίσνα για τις πολλές φορές που του είχε φωνάξει βιαστικά και επιπόλαια. Παρακαλεί τον Κρίσνα να επιστρέψει στην προηγούμενη μορφή του, κάτι που ο θεός συναινεί να κάνει, επαναλαμβάνοντας τον ρόλο του ως οικείου ανθρώπινου συντρόφου του πολεμιστή Αρτζούνα.
Έτσι ο Αρτζούνα αποφασίζει τελικά να πολεμήσει και ο Κρίσνα οδηγεί το άρμα του στην μάχη. Η Μπαγκαβάντ Γκίτα είναι ένα θαυμάσιο παράδειγμα από αυτή την εσωτερική πάλη που στοιχειώνει την ψυχή του Πολεμιστή του Φωτός. Ο Πολεμιστής του Φωτός, δείχνει μια στάση ζωής επιλέγοντας τον δύσκολο δρόμο της Αρετής και της Δράσης. Αυτή είναι και η έννοια του Ιερού Πολέμου κατά τον Ινδουισμό. Το “Ντάρμα” (ινδουιστική τζιχάντ) είναι ο “Δρόμος” του πολεμιστή, δηλαδή ο δύσκολος δρόμος της Αρετής.
Η Γκίτα ήταν πάντα αγαπητή από πολλούς Ινδουιστές για την πνευματική της καθοδήγηση, αλλά έτυχε νέας προβολής στην σύγχρονη Δύση τον 19ο αιώνα, όταν οι Βρετανοί στην Ινδία την επαίνεσαν ως το ινδουιστικό αντίστοιχο της Καινής Διαθήκης και όταν οι Αμερικανοί φιλόσοφοι -ιδίως οι Υπερβατιστές όπως ο Ραλφ Ουάλντο Έμερσον και ο Χένρυ Ντέιβιντ Θορώ — θεώρησαν ότι ήταν ένα βασικό ινδουιστικό κείμενο. Ο σπουδαίος ινδολόγος Δημήτριος Γαλανός την μετέφρασε για πρώτη φορά στην ελληνική γλώσσα το 1803, αλλά δημοσιεύτηκε μετά τον θάνατό του στην Αθήνα το 1848.