Εντός του 2013 αναμένεται η αναθεώρηση τoυ Ευρωπαϊκού κανονισμού για την εμπορία σπόρων και το νομικό πλαίσιο για τις τοπικές ποικιλίες. Καθώς τους τελευταίους μήνες η δημοσιοποίηση προσχεδίων έχει δώσει μια πρώτη γεύση των γραμμών που θα διέπουν την νομοθεσία, οι οργανώσεις και τα δίκτυα διατήρησης σπόρων επισημαίνουν τον εμφανή κίνδυνο για τη Βιοποικιλότητα και Διατροφική Ασφάλεια, μέσω των περιορισμών που θα εντείνονται από γραφειοκρατικές και οικονομικές αγκυλώσεις, ως προσαρμογή στις απαιτήσεις της βιομηχανίας σπόρων. Με ενδιαφέρον αναμένεται και η θέση της Ελληνικής πλευράς για την διαμόρφωση των Ευρωπαϊκών αποφάσεων.
Από τους ελεύθερους σπόρους στους εξαρτημένους αγρότες
Η αναμενόμενη νέα νομοθεσία της Ε.Ε. για τους σπόρους έρχεται να προσγειωθεί σε μια αγορά η οποία έχει μεταβληθεί ραγδαία τις τελευταίες δεκαετίες. Η εμπορία φυτογενετικού υλικού, από μια υπόθεση μικρών εταιριών και δημόσιων προγραμμάτων που ήταν, έχει μεταλλαχθεί σε ένα βιομηχανοποιημένο κλάδο που κυριαρχείται από πολυεθνικές.
Σήμερα 10 μόνο εταιρείες ελέγχουν σχεδόν τα 2/3 παγκόσμιας αγοράς, με ονόματα όπως η Monsanto, Syngenta και Dupont να κυριαρχούν. Οι περισσότερες από αυτές, προέρχονται από τον τομέα παραγωγής φυτοφαρμάκων ενώ έχουν πρωτοστατήσει στην ανάπτυξη των γενετικά τροποποιημένων (γ.τ.) καλλιεργειών, που υποστηρίζουν την εντατική, βιομηχανικού τύπου γεωργίας και ευνοούν τον έλεγχο των φυτογενετικών πόρων μέσω της προώθησης των δικαιωμάτων πνευματικής ιδιοκτησίας και των πατεντών.
Οι προθέσεις των εταιρειών για τον έλεγχο της αγοράς σπόρων εκφράζονται με το να ασκούν ευρεία επιρροή στις εθνικές νομοθεσίες και διεθνείς συνθήκες ενώ συχνά είναι τα φαινόμενα του να τοποθετούνται άνθρωποι τους σε κατάλληλες θέσεις εντός των διεθνών οργανώσεων που επεξεργάζονται τους νόμους. Από αυτά δεν λείπουν και οι διώξεις της εμπορίας μη εγγεγραμμένων σε επίσημους καταλόγους ποικιλιών, με το πρόσφατο παράδειγμα της δίωξης της Γαλλικής οργάνωσης διατήρησης σπόρων Kokopelli, ανάγοντας την εμπορία ακόμα και των παραδοσιακών, μη ανταγωνιστικών σπόρων, σε μια υπόθεση που διέπεται από αυστηρή νομοθεσία και περιορισμούς!
Η θέση μας
Με αφορμή πρόσφατους νόμους στην Γαλλία και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες, καθώς και αυτούς που ετοιμάζει η Ε.Ε., οι οποίοι απελευθερώνουν την καλλιέργεια μεταλλαγμένων σπόρων από τη μια και περιορίζουν από την άλλη την ελεύθερη χρήση σπόρων από τους αγρότες, εμείς θα αντιδράσουμε ενεργά. Πιστεύουμε ότι η ελεύθερη ανταλλαγή σπόρων μεταξύ των αγροτών υπήρξε η βάση της διατήρησης της βιοποικιλότητας, καθώς και της διατροφικής ασφάλειας, όπως αναφέρεται και στο Μανιφέστο διατήρησης των σπόρων. Η διατήρηση των παραδοσιακών ποικιλιών είναι μέρος όχι μόνο της αγροτικής και διατροφικής αλλά και της πολιτιστικής μας κληρονομιάς και το κράτος και τα αγροτικά ιδρύματα οφείλουν να τις διασφαλίζουν και να τις ενισχύουν. Οι πιέσεις για απελευθέρωση της καλλιέργειας γενετικώς τροποποιημένων σπόρων και για απαγόρευση της ελεύθερης χρήσης των παραδοσιακών, πιστεύουμε ότι εκπορεύονται από μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες, οι οποίες ελέγχουν πολιτικά λόμπυ στις Βρυξέλες. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι γενετικώς τροποποιημένοι σπόροι δεν εξασφαλίζουν καλύτερη διατροφική επάρκεια και αυτάρκεια έναντι των παραδοσιακών, σίγουρα όμως εξασφαλίζουν κέρδη για τις εταιρείες που τους παράγουν και αυτός είναι ο λόγος που προωθούνται. Οι σπόροι και οι παραδοσιακές ποικιλίες είναι ένα κοινό αγαθό και θα πρέπει να διασφαλίζεται η ελευθερία των παραγωγών και όχι να κατοχυρώνεται με νόμους η αρπακτικότητα των πολυεθνικών εταιρειών. Για τον λόγο αυτό έχουμε προχωρήσει σε ένα πρόγραμμα διατήρησης γενετικού υλικού και σε λίγους μήνες θα είμαστε και εμείς σε θέση να ανταλλάσσουμε παραδοσιακούς σπόρους με όποιον ενδιαφέρεται.
Οι νέες εξελίξεις
(Πηγή: terrapapers.com)
Η ευρωπαϊκή νομοθεσία σχετικά με την εμπορία των σπόρων άρχισε να ισχύει από τη δεκαετία του ’60. Το νομικό πλαίσιο για τους εμπορικούς σπόρους καθορίζεται από 12 οδηγίες που τα κράτη μέλη έχουν υποχρεωτικά ενσωματώσει προσαρμόζοντας τες στην εθνική τους νομοθεσία. Εντός αυτού του πλαισίου, τα τελευταία 3 χρόνια υιοθετήθηκαν οδηγίες προκειμένου να καλύψουν το νομικό κενό σχετικά με την εμπορία των παραδοσιακών και διατηρητέων ποικιλιών οι οποίες έδωσαν μια πρώτη γεύση των προθέσεων της Ε.Ε.
Η γενικότερη αίσθηση από αυτές τις οδηγίες ήταν ότι η περιβαλλοντική βιωσιμότητά είχε ευρέως αγνοηθεί, δίνοντας βάρος αυστηρά στην παραγωγικότητα και ομοιομορφία, κλείνοντας το μάτι στην βιομηχανία σπόρων και την εντατικής μορφής γεωργία. Επιπρόσθετα έδειξε πως η Ε.Ε. αγνοεί την σοβαρή δουλειά οργανώσεων και αγροτών για την διατήρηση των τοπικών ποικιλιών – οι οποίες αν μη τι άλλο έχουν υπάρξει η δεξαμενή μέσα από τις οποίες ξεπήδησαν οι μοντέρνες, βελτιωμένες ποικιλίες – με το να υπόκεινται σε γραφειοκρατικούς περιορισμούς και αγκυλώσεις.
Αγρότες, κινήματα για τα δικαιώματα των σπόρων καθώς και τις εταιρείες ανέμεναν μια αναθεώρησης της Ευρωπαϊκής νομοθεσίας για το νομικό πλαίσιο της εμπορία των σπόρων και φυτογενετικού υλικού αναμένονταν ήδη από το 2008. Στις αρχές του περασμένου Νοεμβρίου η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έδωσε τελικά στην δημοσιότητα μη-επίσημα έγγραφα (non-paper) σηματοδοτώντας την αντίστροφη μέτρηση για την κατάθεση προς έγκριση και την εφαρμογή ενός επίσημου κανονισμού της Ε.Ε. ο οποίος οποία θα αντικαταστήσει τις προηγούμενες οδηγίες.
Με την δημοσιοποίηση των non-paper, περιβαλλοντικές οργανώσεις για τα δικαιώματα των σπόρων και διατήρησης τοπικών ποικιλιών επισήμαναν ότι το προσχέδιο νόμου διέπεται από τις ίδιες αδυναμίες που καθιστούν και τις προηγούμενες οδηγίες εχθρικές προς την διατήρηση της αγροτικής βιοποικιλότητας και τα δικαιώματα των αγροτών.
Παρόλο που έχουν εντοπιστεί ορισμένες βελτιώσεις, ιδιαίτερα με την εξαίρεση από το νομοθετικό πλαίσιο της απλής ανταλλαγής σπόρων, καθώς και σε κάποιες από τις διαδικασίες ένταξης παραδοσιακών ποικιλιών σε επίσημους καταλόγους, οι προτάσεις διέπονται από το ίδιο πνεύμα με τις προηγούμενες οδηγίες ενώ περιέχει πολλά δυσερμήνευτα σημεία.
Κάποια προαπαιτούμενα, όπως η μη δυνατότητα παρέκκλισης από την κεντρική νομοθεσία, η υποχρεωτική εγγραφή σε καταλόγους και η (ακριβή) πιστοποίηση μέσω ελέγχων των ποικιλιών πριν εγγραφούν σε καταλόγους και βγουν στην αγορά θεωρούνται ότι θα αποτελέσουν τροχοπέδη για την χρήση της αγροτικής βιοποικιλότητας, με το ίδιο τρόπο που συνέβη και στην Γερμανία προ του β’ π.π., όπου η αναγκαστική εισαγωγή των ποικιλιών σε καταλόγους οδήγησε στην εξαφάνιση του 72% όσων ήταν μέχρι τότε διαθέσιμοι στους αγρότες.
Οργανώσεις και δίκτυα ήδη κινητοποιούνται σε Ευρωπαϊκό επίπεδο και καταθέτουν τις δικές τους προτάσεις στοχεύοντας στην ελαχιστοποίηση των συνεπειών που μπορεί να έχει η αναθεώρηση της νέας νομοθεσίας πάνω στην διατήρηση ιδιοπαραγωγή και εμπορία σπόρων και παραδοσιακών ποικιλιών.
Από Ελληνικής πλευράς έχει ήδη υπάρξει η πρώτη κρούση προς το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης από δίκτυα διατήρησης σπόρων, οργανώσεις και ομάδες βιοκαλλιεργητών, καλώντας το να δώσει δείγματα γραφής για την πρόθεση του να θέσει το ζήτημα σε δημόσια διαβούλευση μαζί με τις ενδιαφερόμενες πλευρές. Προφανώς, οι χιλιάδες καλλιεργητών και διατηρητών σπόρων, οι οποίοι διεκδικούν ενεργά μια άλλη μορφής γεωργίας και διατροφικής αυτάρκειας καθώς και το δικαίωμα του να παραμείνει η παραγωγή σπόρων στα χέρια των αγροτών, αναμένουν με ενδιαφέρον τις εξελίξεις.