Μάχες γνώρισαν όλοι οι πολιτισμοί, κάθε εποχής και σε κάθε γωνιά της γης. Η μάχη είναι η πιο αιματηρή έκφραση των σχέσεων ανάμεσα σε ανθρώπινες ομάδες. Μέσα στους αιώνες όμως δεν ανέπτυξαν όλοι οι λαοί την ίδια αντίληψη για το τι είναι μάχη. Μέχρι το 1700 ορισμένες αφρικάνικες φυλές μάχονταν από απόσταση. Νικούσε ο στρατός που πρώτος κατόρθωνε να φοβίσει τον εχθρό και να τον κάνει να υποχωρήσει. Πολλές ανατολικές κοινωνίες θεωρούσαν παράξενη την ιδέα της αντιπαράθεσης σε ένα πεδίο μάχης και προτιμούσαν τεχνικές ανάλογες με το γνωστό σε μας ανταρτοπόλεμο. Στο δυτικό κόσμο, οι αρχαίοι Έλληνες ήταν αυτοί που έκαναν πόλεμο όπως τον εννοούμε σήμερα. Μια άγρια αντιπαράθεση σε ανοιχτό χώρο, με αυστηρά καθορισμένη θέση και διάρκεια, όπου οι δύο αντίπαλοι στρατοί έχυναν το αίμα τους για τη νίκη.
Το χτύπημα των δοντιών
Ποιά είναι όμως η πραγματικότητα στα πεδία της μάχης; Ο κύριος σύντροφος των πολεμιστών όλων των εποχών είναι φυσικά ο φόβος. Ο ιστορικός Πολύβιος διηγείται ότι ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης (4ος αιώνας π.Χ.) παραπονιόταν επειδή πριν από κάθε μάχη δεν άκουγε τον ήχο που έκαναν τα όπλα των ανδρών του γιατί τα δόντια τους χτυπούσαν πιο δυνατά. Ίσως ο Πολύβιος να μην υπερέβαλε: πρόσφατες μελέτες της ψυχολογίας που έγιναν σε παλιούς πολεμιστές αποδεικνύουν ότι πριν από τη μάχη το 90% των εμπλεκομένων νοιώθουν συναισθήματα που ξεκινούν από ένα αίσθημα αδιαθεσίας και φτάνουν στην ακράτεια των ούρων.

Δεν είχε άδικο ο Αριστοφάνης που την παρουσίαζε σαν κάτι άγρια, φοβερή, που τα έκαναν… υπονοώντας και το φαινόμενο της ακούσιας αφόδευσης. Δεν είναι δύσκολο να πιστέψουμε πως οι μάχες στην  αρχαία Ελλάδα, και στον Μεσαίωνα, ήταν κάτι τρομακτικές. Φορτωμένοι με βαριές περικεφαλαίες που περιόριζαν την ορατότητα και αλλοίωναν τους ήχους, στριμωγμένοι ανάμεσα σε χιλιάδες εχθρούς και συντρόφους, οι πολεμιστές δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε άλλο παρά να αφεθούν να οδηγηθούν σχεδόν στα τυφλά, ανάμεσα στον κρότο των χτυπημάτων πάνω στους θώρακες και τις ασπίδες και στα ουρλιαχτά των πληγωμένων.
Ο εφιάλτης του πολεμιστή του 17ου – 18ου αιώνα ήταν πολύ διαφορετικός και μάλλον χειρότερος. Βασικό καθήκον του ήταν να προχωρεί κάτω από μια βροχή από σφαίρες, πλάι στους άλλους στρατιώτες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις μια από τις πιο συχνές αιτίες τραυματισμού ήταν τα θραύσματα από κόκαλα ή δόντια που πετάγονταν από το σώμα του πληγωμένου συντρόφου, λεπτομέρεια που πρόσθετε φρίκη σε ένα περιβάλλον  φόβου και σύγχυσης. Πριν την ανακάλυψη της άκαπνης πυρίτιδας, στα μέσα του 19ου αιώνα, μετά τις πρώτες ομοβροντίες, ένα πυκνό άσπρο σύννεφο σκέπαζε το πεδίο της μάχης. Ήταν το σύννεφο του πολέμου, που περιόριζε γρήγορα την ορατότητα ακόμα και σε απόσταση δέκα μέτρων. Αν στην αρχαιότητα μια μάχη ήταν πρακτικά ένα σύνολο από προσωπικές μονομαχίες, αναφέρει ένας ιστορικός, με τα νέα όπλα μπορείς να σκοτώσεις τον εχθρό σου χωρίς να τον βλέπεις.
Μάχη και δίψα
Με την πρόοδο της τεχνολογίας τα μεγέθη της μάχης γιγαντώνονται. Σε καθεμιά από τις βασικές μάχες του πολέμου μεταξύ Βορείων και Νοτίων στην Αμερική (1861-65) υπολογίζεται ότι ρίχθηκαν περισσότερες βολές από αυτές που έπεσαν σε όλους τους Ναπολεόντειους πολέμους (1792-1815). Στο Smithsonian Institution υπάρχει ένας κορμός δέντρου με διάμετρο 50 εκ. κυριολεκτικά πριονισμένος στα δύο από βλήματα. Κάτω από αυτές τις συνθήκες το στρες μπορούσε να παίξει άσχημα παιχνίδια. Για να γεμίσεις τα όπλα της εποχής έπρεπε να σκίσεις με τα δόντια το ένα άκρο του φυσιγγιού (ένα περίβλημα από χαρτί που περιείχε το βλήμα και την πυρίτιδα), ν’ αδειάσεις την πυρίτιδα  στην κάννη και μετά να σπρώξεις μέσα το βλήμα με μια βέργα. Την ώρα της μάχης μερικές φορές ο στρατιώτης δεν αφαιρούσε τη βέργα από την κάννη με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ξαναγεμίσει. Στα όπλα με επικρουστήρα έπρεπε επίσης να τοποθετήσεις μια μικρή μεταλική κάψουλα που περιείχε το εμπύρευμα για την πυροδότηση. Συχνά οι στρατιώτες το ξεχνούσαν και φοβισμένοι  εξακολουθούσαν να γεμίζουν και να ξαναγεμίζουν χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι το όπλο δεν έριχνε. Ένα όπλο που διασώθηκε από το πεδίο της μάχης του Γκέττυσμπεργκ (1863) περιείχε στην κάννη του 11 γεμίσματα που δεν είχαν εκραγεί.
Το γεγονός ότι έπρεπε να κόψουν με τα δόντια το φυσίγγι ήταν άλλη μια αιτία ταλαιπωρίας για τους στρατιώτες. Ήταν η άγρια δίψα που προκαλούσε η πυρίτιδα η οποία στέγνωνε τις βλεννογόνους όταν ερχόταν σ´ επαφή μ´ αυτές. Οι πολεμιστές κατέληγαν στην απόγνωσή τους να πίνουν νερό από λακκούβες ή οποιοδήποτε άλλο υγρό έβρισκαν.
Πειθαρχία (και αλκοόλ)
Τα φάρμακα για την καταπολέμηση του φόβου της μάχης ήταν πάντα τα ίδια. Πρώτα απ´ όλα η αυστηρή πειθαρχία, ο σκοπός της οποίας είναι να εμπνεύσει στους άνδρες ελεγχόμενα ανακλαστικά. Οι κανόνες του πρωσικού στρατού τον 18ο αιώνα καθόριζαν για παράδειγμα ότι το βήμα της πορείας έπρεπε να έχει ένα ακριβές  μήκος 71 εκ., με μια συχνότητα 76 βημάτων στο λεπτό. Λεπτομέρειες που σήμερα φαίνονται παράλογες, αλλά είχαν σκοπό να λειτουργεί αυτόματα ο στρατιώτης την ώρα της μάχης, σαν αντίδοτο στον τρόμο και τη σύγχυση.
Ακολουθεί το ομαδικό πνεύμα που συμβάλλει στην διατήρηση της συνοχής της ομάδας. Για να τροφοδοτηθεί απαιτούνται στοιχεία όπως οι στολές, τα διακριτικά ή η μουσική και οι πολεμικές κραυγές. Η ιαχή αλαλαί της μακεδονικής φάλαγγας και ο ήχος της σκωτζέζικης γκάϊντας ενέπνεε θάρρος στα στρατεύματά και τρομοκρατούσε τον εχθρό. Σε περισσότερες από μια περιπτώσεις ο ήχος των αυλών που σηματοδοτούσε την είσοδο των φοβερών σπαρτιατών οπλιτών στη μάχη υπήρξε αρκετός για να τρέψει σε φυγή τους εχθρούς και να τελειώσει η μάχη πριν καν αρχίσει. Παλαιότερα, στις μάχες όπου οι στρατοί πολεμούσαν σε συμπαγείς μάζες, το ψυχολογικό στοιχείο ήταν καθοριστικό: αρκούσε η υποχώρηση (φυσική ή ηθική) ενός μικρού τμήματος της γραμμής για να διαδοθεί ο πανικός σε ολόκληρη την παράταξη.
Όμως, ακόμα και αν οι ιστορικοί δεν αρέσκονται να μιλούν γι´αυτό, ένα από τα βασικά ερεθίσματα της μάχης υπήρξε πάντα το αλκοόλ. Έλληνες και Ρωμαίοι γνώριζαν καλά ότι μια μικρή ποσότητα κρασιού μπορούσε να αυξήσει την αντοχή, να καταπολεμήσει το φόβο των στρατιωτών και σίγουρα να τους οδηγήσει ευδιάθετους στη μάχη. Πριν ακόμα από τον Ναπολέοντα και μέχρι τη δεκαετία του 30, οι γάλλοι στρατιώτες πρόσθεταν κρασί στο νερό του παγουριού τους. Σε πολλούς στρατούς η διανομή οινοπνευματωδών ήταν σήμα επικείμενης επίθεσης. Λέγεται ότι η μεγάλη διάδοση των ναρκωτικών στον αμερικάνικο στρατό στον πόλεμο του Βιετνάμ πιθανόν να ήταν ανταπόκριση στην ίδια ανάγκη: να κάνει ανεκτή μια πραγματικότητα ταλαιπωρίας και τρόμου που ξεπερνούσε τα φυσιολογικά όρια της ανθρώπινης αντοχής.
Πηγή: περιοδικό Focus, τεύχος Αρ. 17, Ιούλιος 2001

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *