O Ρενέ Γκενόν μιλά για την σημασία της διδασκαλίας.

Οφείλουμε ακόμη να επισημάνουμε ένα σημείο που στα προηγούμενα κεφάλαια το θίξαμε μόνο εν παρόδω. Είναι αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί τάση για «εκλαΐκευση» (η λέξη είναι ακόμη μία από εκείνες που χαρακτηρίζουν έκδηλα τη σύγχρονη νοοτροπία), δηλαδή η αξίωση να δοθούν τα πάντα σε «κοινή χρήση», αξίωση για την οποία έχουμε ήδη σημειώσει ότι αποτελεί επακόλουθο των «δημοκρατικών» αντιλήψεων και ισοδυναμεί τελικά με το να θέλουμε να υποβιβάσουμε τη γνώση στο επίπεδο της πιο χαμηλής διανοητικής στάθμης. Θα μπορούσαμε πολύ εύκολα να καταδείξουμε τις ποικίλες δυσχέρειες που επιφέρει, γενικά, η αλόγιστη διάδοση διδασκαλιών σε όλους αδιακρίτως τους ανθρώπους με μορφές και μεθόδους εντελώς όμοιες μεταξύ τους, η οποία δεν θα μπορούσε να οδηγήσει, όπως προείπαμε, παρά σ’ ένα είδος ολοκληρωτικής ισοπέδωσης. Εδώ, όπως και αλλού, η ποιότητα θυσιάζεται στην ποσότητα. Είναι αλήθεια εξάλλου ότι η βέβηλη εκπαίδευση για την οποία μιλάμε δεν παρουσιάζει συνολικά καμία γνώση με την αληθινή σημασία της λέξης και δεν περιέχει απολύτως τίποτα που να ανήκει έστω και στη χαμηλότερη βαθμίδα σοφίας. Αλλά ξέχωρα από την ασημαντότητα και τη ματαιότητά της, εκείνο που την καθιστά πραγματικά ολέθρια είναι πάνω απ’ όλα το γεγονός ότι περνιέται γι’ αυτό που δεν είναι, ότι τείνει να αρνείται οτιδήποτε την υπερβαίνει και έτσι συνθλίβει όλες τις δυνατότητες που ανήκουν σ’ ένα υψηλότερο πεδίο. Θα έλεγε κανείς πως επινοήθηκε ειδικά γι’ αυτόν τον σκοπό, δεδομένου ότι η σύγχρονη «ομοιομορφία» συνεπάγεται αναγκαστικά την απέχθεια προς κάθε τι ανώτερο.

Ακόμα πιο εκπληκτικό είναι το γεγονός ότι ορισμένοι άνθρωποι στις μέρες μας πιστεύουν πως μπορούν να εκθέσουν τις παραδοσιακές διδασκαλίες παίρνοντας ως πρότυπο την ίδια τη βέβηλη εκπαίδευση, χωρίς να λαμβάνουν ούτε στο ελάχιστο υπ’ όψη τους τη φύση των παραδοσιακών διδασκαλιών και τις ουσιώδεις διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σ’ αυτές και σε όλα όσα επονομάζονται σήμερα «επιστήμη» και «φιλοσοφία», από τα οποία τις χωρίζει πραγματική άβυσσος. Έτσι οδηγούνται αναγκαστικά στο σημείο να διαστρέψουν εντελώς αυτές τις διδασκαλίες υπεραπλουστεύοντάς τες και μη επιτρέποντας να φανεί παρά μόνον η πιο επιφανειακή τους έννοια, γιατί διαφορετικά θα ήταν υποχρεωμένοι να παραδεχθούν ότι οι αξιώσεις τους είναι τελείως αδικαιολόγητες. Παρατηρούμε εδώ μια διείσδυση του σύγχρονου πνεύματος μέσα σε ό,τι είναι, ριζικά και έξ ορισμού ακόμη, τό αντίθετό του, και δεν είναι δύσκολο να καταλάβουμε ποιες μπορεί να είναι οι διαλυτικές συνέπειες που προκύπτουν έστω και εν αγνοία εκείνων που, συχνά καλόπιστα και χωρίς σαφή πρόθεση, γίνονται όργανα για την πραγματοποίησή της. Η παρακμή της θρησκευτικής δογματικής στη Δύση και η σχεδόν ολοκληρωτική απώλεια του αντίστοιχου εσωτερισμού δείχνουν καθαρά που μπορεί να οδηγηθεί ο κόσμος αν μια τέτοια οπτική γενικευθεί μια μέρα κατακλύζοντας ακόμη και την Ανατολή. Ο κίνδυνος να συμβεί αυτό είναι τόσο μεγάλος, ώστε οφείλουμε να τον επισημάνουμε όσο υπάρχει ακόμη καιρός.

Το πιο απίστευτο όμως απ’ όλα είναι το κύριο επιχείρημα που προβάλλουν τούτοι οι νεοφανείς «προπαγανδιστές» για να δικαιολογήσουν τη στάση τους. Ένας από αυτούς έγραφε πρόσφατα, ότι αν αληθεύει πως άλλοτε χρειαζόταν να υπάρχουν περιορισμοί στη διάδοση ορισμένων γνώσεων, δεν συντρέχει πια λόγος να διατηρούνται και σήμερα, διότι (αντιγράφουμε επί λέξει για να μην νομίσει κανείς ότι μεγαλοποιούμε τα λεγόμενα του) «το μέσο μορφωτικό επίπεδο ανέβηκε και τα πνεύματα είναι έτοιμα να δεχθούν τη διδασκαλία στο σύνολό της». Εδώ γίνεται ολοφάνερη η σύγχυση ανάμεσα στην παραδοσιακή διδασκαλία και τη βέβηλη εκπαίδευση η οποία δηλώνεται με τη λέξη «μόρφωση», που έχει γίνει στις μέρες μας ένας από τους πιο κοινότοπους όρους. Αυτή η «μόρφωση» δεν εχει την παραμικρή σχέση με την παραδοσιακή διδαχή ούτε λαμβάνει υπ’ όψη της την ικανότητα πρόσληψης του μαθητή. Επιπλέον, αφού η αποκαλούμενη «ανύψωση του μέσου επιπέδου» απαιτεί αναπόφευκτα ως αντάλλαγμα τον αφανισμό της πνευματικής ελίτ, μπορεί να ειπωθεί πως η «μόρφωση» αντιπροσωπεύει το ακριβώς αντίθετο της προετοιμασίας για τη λήψη της παραδοσιακής γνώσης.
Εξάλλου, είναι ν’ απορεί κανείς πως ένας Ινδός (γιατί αυτός που αναφέραμε παραπάνω είναι Ινδός) μπορεί να αγνοεί παντελώς σε ποια φάση της Κάλι-Γιούγκα βρισκόμαστε σήμερα, αφού φθάνει σε σημείο να πει πως «ήρθε ο καιρός που το όλο σύστημα της Βεδάντα μπορεί να παρουσιαστεί αυτούσιο στο κοινό», ενώ και η ελάχιστη ακόμη γνώση των κυκλικών νόμων οδηγεί στο συμπέρασμα ότι οι καιροί είναι λιγότερο από ποτέ ευνοϊκοί για κάτι τέτοιο. Αν η Βεδαντα ήταν ανέκαθεν αδύνατο να μεταδοθεί στο «πλατύ κοινό», για το όποιο άλλωστε δεν προοριζόταν, πόσο μάλλον αυτό δεν είναι κατορθωτό στη σημερινή εποχή, όπου είναι περισσότερο από ποτέ φανερή η ακατανοησία του «πλήθους». Άλλωστε η αλήθεια είναι ότι για τον ίδιο λόγο οτιδήποτε έχει αληθινά βαθύ παραδοσιακό περιεχόμενο και συνεπώς ανταποκρίνεται στο «σύνολο της διδασκαλίας» (γιατί αν αυτή η έκφραση έχει πραγματικά κάποια αξία πρέπει να περιλαμβάνει και τη γνήσια μυητική διδασκαλία) γίνεται παντού όλο και πιο δύσκολα προσιτό, εξ αιτίας της εισβολής του σύγχρονου βέβηλου πνεύματος. Πώς, λοιπόν, μπορεί κανείς να παραγνωρίζει την πραγματικότητα σε σημείο που να βεβαιώνει το ακριβώς αντίθετο, και μάλιστα με τόση ηρεμία σαν να διακηρύσσει την πιο αδιαφιλονίκητη αλήθεια;
Στην περίπτωση του συγγραφέα που παραθέσαμε πιο πάνω ως τυπικό παράδειγμα με σκοπό να «σκιαγραφήσουμε» μια ορισμένου είδους νοοτροπία, όπως και σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, τα επιχειρήματα που προβάλλονται για να δικαιολογηθεί το όψιμο ενδιαφέρον για την ευρεία διάδοση της Βεδαντικής διδασκαλίας στις μέρες μας, είναι εξ ίσου περίεργα. Επικαλούνται, κατ’ αρχάς, «την εξέλιξη των κοινωνικών ιδεών και των πολιτικών καθεστώτων». Αλλά ακόμα κι αν οι αλλαγές που παρατηρούνται αποτελούσαν πράγματι «εξέλιξη» (το ζητούμενο σε κάθε περίπτωση είναι προς ποια κατεύθυνση), η φύση τους είναι τέτοια ώστε δεν «συμβάλλουν» περισσότερο στην κατανόηση μιας μεταφυσικής διδασκαλίας απ’ όσο «συμβάλλει» η διάδοση της βέβηλης εκπαίδευσης. Αρκεί να δούμε πόση ζημιά έχουν προκαλέσει στη γνώση των παραδοσιακών αληθειών οι πολιτικές ενασχολήσεις σε όποια χώρα της Ανατολής έχουν εισδύσει, για να πεισθούμε ότι θα ήταν πιο σωστό να μιλούσαμε για ασυμβατότητα, τουλάχιστον στην πράξη, παρά για συμφωνία μεταξύ της συγκεκριμένης «κοινωνικής εξέλιξης» και της πνευματικής ανάπτυξης. Πράγματι, δεν βλέπουμε τι σχέση μπορεί να έχει η «κοινωνική ζωή» με την καθαρά βέβηλη έννοια που της δίνουν οι σημερινοί άνθρωποι, με την πνευματικότητα, μόνο εμπόδια της παρεμβάλλει και τίποτε άλλο. Αντιθέτως, όταν η κοινωνική ζωή ολοκληρωνόταν στους κόλπους ενός παραδοσιακού πολιτισμού, οι δεσμοί μεταξύ τους ήταν πολύ ισχυροί. Αλλά ακριβώς η σύγχρονη νοοτροπία είναι που τους κατέστρεψε ή προσπαθεί να τους καταστρέψει στα μέρη όπου διατηρούνται ακόμη. Τι μπορεί να περιμένει λοιπόν κανείς από μια «εξέλιξη» που κύριο γνώρισμά της είναι η άμεση αντίθεση σε κάθε πνευματικότητα;
O ίδιος συγγραφέας προβάλλει έναν ακόμη λόγο: «Άλλωστε», λέει, «για τη Βεδάντα ισχύει ό,τι και για τις επιστημονικές αλήθειες. Δεν υπάρχουν πια στις μέρες μας επιστημονικά μυστικά. Η επιστήμη κοινολογεί και τις πιο πρόσφατες ανακαλύψεις». Πράγματι, η βέβηλη επιστήμη είναι καμωμένη αποκλειστικά για το «πλατύ κοινό». Αφότου γεννήθηκε, ο μόνος λόγος ύπαρξής της είναι αυτός. Είναι ολοφάνερο ότι δεν είναι τίποτα περισσότερο από αυτό που φαίνεται, γιατί ενδιαφέρεται αποκλειστικά για την επιφάνεια των πραγμάτων και αυτό συμβαίνει όχι για λόγους αρχής, αλλά εξαιτίας της απουσίας δεσμών με υπερβατικές αρχές. Ασφαλώς και δεν περιέχει τίποτα που να αξίζει τον κόπο να κρατηθεί μυστικό, ή για να το εκφράσουμε καλύτερα, κάτι που να αξίζει να διαφυλαχθεί προς χρήση μιας ομάδας επιλέκτων, η οποία εξ άλλου δεν έχει καθόλου ανάγκη από τέτοιου είδους γνώσεις. Αναρωτιόμαστε μόνο, τι είδους εξομοίωση μπορεί να καθιερωθεί ανάμεσα στις υποτιθέμενες αλήθειες και τις «πιο πρόσφατες ανακαλύψεις» της βέβηλης επιστήμης, με τις διδασκαλίες της Βεδάντα η οποιουδήποτε άλλου παραδοσιακού δόγματος, έστω και του πιο εξωτερικού από αυτά; Εδώ παρατηρεί κανείς την ίδια σύγχυση που αναφέραμε προηγουμένως, και νομίζουμε πώς δικαιούμαστε να ρωτήσουμε: μέχρι ποιο σημείο ένας άνθρωπος που την υποστηρίζει με τόση επιμονή, είναι σε θέση να κατανοήσει τις διδασκαλίες που θέλει να διδάξει; Ανάμεσα στο παραδοσιακό και το σύγχρονο πνεύμα δεν χωράει κανένας συμβιβασμός και κάθε υποχώρηση που γίνεται χάριν του τελευταίου αποβαίνει αναγκαστικά σε βάρος του πρώτου, επειδή, κατά βάθος, το σύγχρονο πνεύμα δεν είναι παρά η άρνηση όλων όσων συνιστούν το παραδοσιακό πνεύμα.
Η αλήθεια είναι ότι το σύγχρονο πνεύμα προκαλεί, σε όλους όσους επηρεάζει στον έναν η τον άλλον βαθμό, πραγματική απέχθεια προς το μυστικό και προς όλα όσα μοιάζουν να είναι λίγο πολύ κρυφά, σε οποιοδήποτε πεδίο κι αν ανήκουν. Ωστόσο, δεν μπορούμε να πούμε ακριβώς πως η «εκλαΐκευση» των παραδοσιακών διδασκαλιών είναι επικίνδυνη, τουλάχιστον εφόσον έχει να κάνει μόνο με τη θεωρητική τους πλευρά. Θα ήταν απλώς ανώφελη, ακόμα κι αν ήταν δυνατή. Στην πραγματικότητα όμως οι εσώτερες αλήθειες ανθίστανται από την ίδια τους τη φύση σε κάθε είδους «εκλαΐκευση»: με όση σαφήνεια και αν τις εκθέσει κανείς – υπό την προϋπόθεση βέβαια να τις παρουσιάσει ως έχουν χωρίς να διαστρεβλώσει το πραγματικό τους νόημα – δεν θα γίνουν κατανοητές παρά μόνον από εκείνους που είναι ικανοί να τις κατανοήσουν, ενώ για τους υπόλοιπους θα είναι σαν να μην υπάρχουν. Δεν μιλάμε εδώ για την «πραγμάτωσή» τους και τις μεθόδους τις κατάλληλες γι’ αυτήν, γιατί, από τούτη την άποψη, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να μπορεί να έχει ουσιαστική αξία αν δεν λαμβάνει χώρα στους κόλπους μιας κανονικής μυητικής οργάνωσης, από θεωρητική άποψη όμως επιβάλλεται να είναι κανείς επιφυλακτικός όταν οι συνθήκες δεν είναι κατάλληλες, δηλαδή καθαρά για λόγους περιστάσεων, οι οποίες δεν πρέπει να παραβλέπονται. Κατά βάθος, το πραγματικό μυστικό, το οποίο άλλωστε είναι το μόνο που δεν μπορεί ποτέ να αποκαλυφθεί με κανέναν τρόπο, κατοικεί αποκλειστικά στο ανέκφραστο, γι’ αυτόν τον λόγο και δεν είναι ανακοινώσιμο. Και μέσα σε κάθε αλήθεια υπερβατικής τάξης υπάρχει ένα ανέκφραστο μέρος, εκεί βρίσκεται, ουσιαστικά, η βαθύτερη σημασία του μυητικού μυστικού. Ένα εξωτερικό μυστικό, όποιο κι αν είναι, δεν έχει ποτέ καμία αξία εκτός από εκείνη ενός συμβόλου η μιας εικόνας του μυητικού μυστικού, ή, ορισμένες φορές, μιας ωφέλιμης «αγωγής». Αλλά όπως είναι ευνόητο η έννοια και ο προορισμός αυτών των πραγμάτων ξεφεύγουν εντελώς από τα διανοητικά πλαίσια και την εμβέλεια της σύγχρονης νοοτροπίας, και η ακατανοησία γι’ αυτά γεννά φυσικά την αποστροφή. Εξάλλου, ο μέσος άνθρωπος αισθάνεται πάντα έναν ενστικτώδη φόβο για ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει και ο φόβος γεννά πολύ εύκολα την έχθρα, έστω κι αν πιέζει ταυτόχρονα τον εαυτό του να αποβάλλει τον φόβο αρνούμενος την ύπαρξη της αλήθειας που δεν κατανοεί. Γι’ αυτό υπάρχουν μερικές αρνήσεις που μοιάζουν πράγματι με κραυγές λύσσας, όπως, για παράδειγμα, εκείνες των «ελεύθερα σκεπτόμενων» -όπως αυτο-αποκαλούνται- ανθρώπων αναφορικά με οτιδήποτε σχετίζεται με τη θρησκεία.
Η σύγχρονη νοοτροπία έχει λοιπόν διαμορφωθεί έτσι ώστε να μην μπορεί να ανεχθεί κανένα μυστικό, ούτε καν κάποια επιφύλαξη. Επειδή αγνοεί τους λόγους της ύπαρξής τους, νομίζει πως «αυτά τα πράγματα αποτελούν προνόμια» που καθιερώθηκαν μόνο για την ωφέλεια ορισμένων, και επιπλέον, δεν μπορεί να ανεχθεί κανένα είδος υπεροχής.  Αν επιχειρούσε κανείς να της εξηγήσει ότι τα «προνόμια», όπως τα αποκαλεί, βασίζονται ουσιαστικά στην ίδια τη φύση των όντων και πουθενά αλλού, θα έχανε τον χρόνο του, γιατί θα προσέκρουε στον έμμονο «εξισωτισμό» της. Όχι μόνο καυχάται, εντελώς αδικαιολόγητα, ότι εξάλειψε, με τη βοήθεια της αποκλειστικά «ορθολογιστικής» επιστήμης και φιλοσοφίας της, κάθε «μυστήριο» γνωστοποιώντας το στο «πλατύ κοινό», αλλά καλλιεργεί επίσης την απέχθεια προς το «μυστικό» σε όλα τα πεδία, ακόμα και στη λεγόμενη «καθημερινή ζωή». Όμως ένας κόσμος όπου τα πάντα θα γινόντουσαν «κοινά», θα είχε έναν χαρακτήρα αληθινά τερατώδη. Λέμε «θα γινόντουσαν», διότι, παρά τις προσπάθειες ορισμένων, δεν έχουμε φθάσει σε τούτο το έσχατο σημείο και δεν θα φθάσουμε ποτέ εκεί πραγματικά, γιατί πρόκειται πάντα για μια «οριακή» κατάσταση. Αλλά μια τέτοια κατάσταση επιδιώκεται αναμφίβολα απ’ όλες τις πλευρές, και σε συνάρτηση με αυτό θα μπορούσε κανείς να παρατηρήσει ότι πολλοί από τους φαινομενικά πολέμιους της «δημοκρατίας» δεν κάνουν τελικά τίποτε άλλο από το να δίνουν, στον βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό, περαιτέρω ώθηση στις συνέπειές της, επειδή είναι και οι ίδιοι, κατά βάθος, εξίσου διαποτισμένοι από το σύγχρονο πνεύμα μ’ εκείνους που θεωρούν αντιπάλους τους. Για να αναγκάσουν τους ανθρώπους να ζουν όσο το δυνατόν πιο «δημόσια», δεν αρκούνται στο να τους συγκεντρώνουν «μαζικά» με κάθε ευκαιρία και υπό οποιοδήποτε πρόσχημα. θέλουν επιπρόσθετα να τους εγκαταστήσουν, όχι απλώς σε «κλουβιά» όπως λέγαμε προηγουμένως, αλλά κυριολεκτικά σε «γυάλινα κλουβιά», διαρρυθμισμένα με τέτοιον τρόπο ώστε και να τρώνε ακόμα «από κοινού». Οι άνθρωποι που είναι ικανοί να υπομείνουν μια τέτοια ζωή, έχουν πραγματικά εκπέσει σ’ ένα «υπανθρώπινο» επίπεδο, στο επίπεδο, αν θέλετε, των εντόμων όπως οι μέλισσες και τα μυρμήγκια. Επιχειρείται άλλωστε με κάθε μέσο να τους «οργανώσουν» με τέτοιον τρόπο ώστε να μην διαφέρουν μεταξύ τους περισσότερο από τα άτομα αυτών των ζωικών ειδών, αν όχι ακόμη λιγότερο.
Καθώς δεν έχουμε καθόλου την πρόθεση να μπούμε σε λεπτομέρειες κάνοντας ορισμένες «προβλέψεις» που εύκολα διαβλέπονται και πολύ σύντομα θα ξεπεραστούν από τα γεγονότα, δεν θα  επιμείνουμε περισσότερο πάνω σ’ αυτό το θέμα και μένουμε ικανοποιημένοι αν καταφέραμε να δώσουμε, συνοπτικά, τόσο μια εικόνα της σημερινής κατάστασης πραγμάτων όσο και της τάσης η οποία αναμφίβολα θα εξακολουθήσει να κυριαρχεί στο μέλλον, τουλάχιστον για ορισμένο διάστημα ακόμη. Η απέχθεια προς το μυστικό δεν είναι κατά βάθος παρά μία μορφή του μίσους προς όλα όσα υπερβαίνουν το «μέσο» επίπεδο και προς το κάθε τι που ξεφεύγει από την ομοιομορφία την οποία θέλουν να επιβάλλουν σε όλους. Και όμως, μέσα στον ίδιο τον σύγχρονο κόσμο υπάρχει ένα μυστικό που φυλάγεται καλύτερα από κάθε άλλο: είναι η τρομερή δύναμη υποβολής που κατασκεύασε και συντηρεί την υπάρχουσα νοοτροπία, και η οποία τη συνέθεσε και τη «μηχανεύθηκε», θα λέγαμε, με τέτοιον τρόπο ώστε ο κόσμος να μην είναι σε θέση να παραδεχθεί όχι μόνο την ύπαρξη αλλά ακόμα και τη δυνατότητα ύπαρξης αυτής της υποβλητικής δύναμης και αυτό ασφαλώς είναι το καλύτερο μέσο, ένα μέσο αληθινά «διαβολικής» έμπνευσης, για να μην αποκαλυφθεί ποτέ αυτό το μυστικό.
Ρενέ Γκενόν
(Απόσπασμα από το βιβλίο:
 «Η ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΗΣ ΠΟΣΟΤΗΤΑΣ ΚΑΙ ΤΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΩΝ ΚΑΙΡΩΝ»
εκδ. ΠΕΜΠΤΟΥΣΙΑ 1995, κεφ.12, σελ 93, μτφρ. Γιάννης Τρίγκας)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *