Η λεγόμενη «χρυσή εποχή της πειρατείας» διήρκεσε περίπου από το 1700 έως το 1725. Κατά τη διάρκεια αυτής, χιλιάδες άνδρες (και γυναίκες) επιδόθηκαν συστηματικά στην πειρατεία, για να εξασφαλίσουν «τα προς το ζην». Είναι γνωστή ως «χρυσή εποχή» επειδή οι συνθήκες ήσαν ιδανικές για τους πειρατές και πολλά από τα διάσημα άτομα που συνδέονται με την πειρατεία, όπως ο Άγγλος Edward Teach ο επονομαζόμενος «Μαυρογένης», ο Αγγλο – Κουβανός John Rackham ο επονομαζόμενος «Calico Jack», ο Ουαλλός Bartholomew Roberts ο επονομαζόμενος «Black Bart» κ.ά, έδρασαν κατά τη διάρκεια αυτής της χρονικής περιόδου. Στο παρόν άρθρο εξετάζονται δέκα στοιχεία που αφορούν στην ζωή – δράση και συνήθειες αυτών των αδίστακτων ληστών της θάλασσας!

Η πλάνη του θαμμένου θησαυρού
Ορισμένοι πειρατές έθαβαν θησαυρούς – με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτήν του Captain William Kidd, ο οποίος το έπραξε πριν αναχωρήσει για την Νέα Υόρκη με σκοπό να παραδοθεί και να καθαρίσει το όνομά του – όμως οι περισσότεροι το απέφευγαν και υπήρχαν λόγοι για αυτό. Πρώτον τα περισσότερα από τα λάφυρα που συγκεντρώνονταν μετά από μια επιδρομή ή επίθεση διαμοιράζονταν γρήγορα στο πλήρωμα, το οποίο σαφώς προτιμούσε να τα ξοδέψει παρά να τα θάψει. Δεύτερον, μεγάλο μέρος του «θησαυρού» αποτελείτο από ευπαθή υλικά, όπως ύφασμα, κακάο, τρόφιμα κ.ά, τα οποία θα καταστρέφονταν γρήγορα εφόσον θάβονταν. Η ύπαρξη αυτής της εντύπωσης προέρχεται εν μέρει από την δημοτικότητα του κλασικού μυθιστορήματος «Το νησί του θησαυρού» το οποίο αφορά σε ένα κυνήγι για κάποιο θαμμένο πειρατικό θησαυρό.
Επάγγελμα «πειρατής»
Οι περισσότεροι πειρατές δεν μακροημέρευαν. Ήταν μια πολύ σκληρή εργασία κατά την διάρκεια της οποίας πολλοί σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν στη μάχη ή σε αγώνες μεταξύ τους και επιπλέον η ιατρική περίθαλψη ήταν συνήθως ανύπαρκτη. Ακόμη και οι πλέον διάσημοι πειρατές, όπως ο Μαυρογένης ή ο Roberts, δραστηριοποιούνταν στην πειρατεία για λίγα χρόνια. Ιδιαίτερα ο Roberts, ο οποίος είχε μια πολύ μακρά και επιτυχημένη καριέρα πειρατή, δραστηριοποιήθηκε μόνο για περίπου τρία χρόνια από το 1719 έως το 1722.
Edward Teach Blackbeard ή Μαυρογένης

Κανόνες & κανονισμοί
Αν βασιζόταν κάποιος στα μυθιστορήματα και τις κινηματογραφικές ταινίες, θα υπέθετε ότι ήταν εύκολο να είναι κάποιος πειρατής, καθότι ουδείς κανόνας υπήρχε εκτός από να επιτίθενται σε πλούσιες Ισπανικές γαλέρες, το ρούμι έρρεε άφθονο και τα κέρδη ήσαν μεγάλα. Στην πραγματικότητα όμως, τα περισσότερα πειρατικά πληρώματα είχαν έναν κώδικα που όλα τα μέλη ήταν υποχρεωμένα να τηρούν. Οι κανόνες αυτοί περιελάμβαναν αυστηρές τιμωρίες για το ψέμα, την κλοπή ή τις αψιμαχίες επί του σκάφους (οι αψιμαχίες στην ακτή επιτρέπονταν). Οι πειρατές θεωρούσαν αυτούς τους κανόνες πολύ σοβαρούς και οι συνέπειες σε περίπτωση παράβασης, μπορεί να ήσαν ολέθριες.
 
Η πλάνη της «σανίδας»
Αυτό είναι μία ακόμη πλάνη. Υπάρχουν ορισμένοι πειρατές οι οποίοι «περπάτησαν στην σανίδα», αφότου έληξε η «χρυσή εποχή» αλλά ελάχιστα στοιχεία υποδηλώνουν ότι επρόκειτο για συνηθισμένη τιμωρία. Οι πειρατές που διέπρατταν παράβαση μπορούσε να εγκαταλειφθούν αβοήθητοι σε ένα νησί, να μαστιγωθούν ή ακόμη και να πεταχτούν στην θάλασσα δεμένοι με ένα σχοινί και στη συνέχεια να σύρονται κάτω από την καρίνα και κατόπιν πίσω στην άλλη πλευρά. Αυτό αρχικά δεν φαντάζει επωδυνο, αλλά αν σκεφθεί κανείς ότι η καρίνα των πλοίων της εποχής ήταν καλυμμένη με πεταλίδες και όστρακα αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολύ σοβαρούς τραυματισμούς, ακόμη και τον θάνατο.
Η ιεραρχία του πειρατικού πλοίου
Ένα πειρατικό πλοίο ήταν κάτι περισσότερο από μια βάρκα με κλέφτες, δολοφόνους και κατεργάρηδες. Ένα αξιόλογο πλοίο ήταν μια οργανωμένη κοινωνία, με αξιωματούχους και σαφή καταμερισμό εργασιών. Ο καπετάνιος αποφάσιζε πού θα πάνε και πότε και σε ποια εχθρικά πλοία θα επιτεθούν. Είχε επίσης την απόλυτη εξουσία κατά τη διάρκεια της μάχης. Ο εφοδιαστής επέβλεπε τη λειτουργία του πλοίου και κατένειμε το πλιάτσικο. Υπήρχαν και άλλες θέσεις, συμπεριλαμβανομένων του ναύκληρου, ξυλουργού, πυροβολητή, οπλίτη και πλοηγού. Η επιτυχία ενός πειρατικού πλοίου εξαρτάτο από τα άτομα που εκτελούσαν τις εργασίες τους αποτελεσματικά και την εποπτεία αυτών που έδιδαν τις διαταγές.
Το άντρο της Καραϊβικής
 Η Καραϊβική ήταν το ιδανικό μέρος για πειρατές, καθότι υπήρχαν ελάχιστοι έως καθόλου νόμοι, υπήρχαν πολλά ακατοίκητα νησιά για κρυψώνες και επιπλέον αποτελούσε πέρασμα για πολλά εμπορικά πλοία. Αλλά οι πειρατές της «Χρυσής εποχής» δεν εξορμούσαν μόνο από εκεί. Πολλοί διέσχιζαν τον ωκεανό για επιδρομές στα ανοιχτά της δυτικής ακτής της Αφρικής, συμπεριλαμβανομένων του θρυλικού «Μαυρογένη» και του «Black Bart». Άλλοι έπλεαν μέχρι τον Ινδικό Ωκεανό για να λεηλατήσουν τις θαλάσσιες διαδρομές της Δυτικής Ασίας και Νότιας Ασίας. Ήταν η εποχή που ο διάσημος «Long Ben» πέτυχε μία από τις μεγαλύτερες πειρατικές λείες στον Ινδικό Ωκεανό λεηλατώντας τον θησαυρό του εμπορικού πλοίου Ganj-i-Sawai.
Γυναίκες πειρατές
 Ήταν εξαιρετικά σπάνιο, αλλά ορισμένες γυναίκες φορούσαν πειρατικά ρούχα, έπαιρναν ένα γιαταγάνι και μία πιστόλα και έβγαιναν στις θάλασσες. Τα γνωστότερα παραδείγματα ήταν η Anne Bonny και η Mary Read οι οποίες σάλπαραν με τον Calico Jack το 1719. Ήσαν μεταμφιεσμένες σε άνδρες και πολέμησαν εξίσου καλά (ή καλύτερα) από τους άνδρες συναδέλφους τους. Όταν συνελήφθη ο Calico Jack και το πλήρωμά του, οι δύο γυναίκες δήλωσαν έγκυοι και ως εκ τούτου απέφυγαν να κρεμαστούν μαζί με τους άλλους.
Anne Bonney (1697-1720)
Η πειρατεία ως επάγγελμα
Ήταν οι πειρατές απελπισμένοι άνδρες που δεν μπόρεσαν να βρουν τίμια δουλειά; Η απάντηση είναι όχι πάντα……..οι περισσότεροι πειρατές επέλεξαν αυτή την ζωή και κάθε φορά που ένα πειρατικό σταματούσε ένα εμπορικό πλοίο, ήταν συνηθισμένο φαινόμενο ορισμένα μέλη του εμπορικού πληρώματος να εντάσσονταν στους πειρατές. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι μια «τίμια» δουλειά στη θάλασσα αποτελείτο από είτε εμπορική ή στρατιωτική υπηρεσία, θέσεις τις οποίες χαρακτήριζαν αποτρόπαιες συνθήκες εργασίας. Οι ναυτικοί ήταν κακοπληρωμένοι, συνήθως εξαπατούνταν στην τελική αμοιβή, υφίσταντο ξυλοδαρμό με το παραμικρό και συχνά αναγκάζονταν να εκτελούν χρέη υπηρέτη. Άρα δεν αποτελεί έκπληξη ότι πολλοί επέλεγαν την περιπετειώδη – ανέμελη και προσοδοφόρα ζωή του πειρατικού πλοίου.
Προέλευση των πειρατών
Δεν ήταν όλοι οι πειρατές της «χρυσής εποχής» αγράμματοι κακοποιοί που ασχολούνταν με την πειρατεία λόγω έλλειψης ενός καλύτερου τρόπου για να βγάλουν τα προς το ζην. Ορισμένοι από αυτούς προήρχοντο από ανώτερες κοινωνικές τάξεις. Ο William Kidd ήταν παρασημοφορημένος ναυτικός και πολύ πλούσιος, όταν το 1696, ξεκίνησε μια αποστολή καταδίωξης πειρατών, για να καταλήξει τελικά ο ίδιος πειρατής. Ένα άλλο παράδειγμα είναι ο ταγματάρχης Stede Bonnet, ο οποίος από πλούσιος ιδιοκτήτης φυτείας στα νησιά Μπαρμπάντος, το 1717 είχε το δικό του πειρατικό πλοίο, με τις κακιές γλώσσες να λένε ότι το έκανε για να ξεφύγει από την γκρίνια της γυναίκας του!
Sir Francis Drake
Εγκληματίες ή τυχοδιώκτες ;
Αυτό εξαρτάται από την «οπτική γωνία» που το εξετάζει κάποιος. Κατά τη διάρκεια του πολέμου, τα κράτη έθνη εξέδιδαν συχνά διαταγές οι οποίες σε αντίποινα επέτρεπαν σε «ιδιωτικά» πλοία να επιτίθενται στα λιμάνια και σκάφη των αντιπάλων. Συνήθως αυτά τα σκάφη κρατούσαν την λεία, ή την μοιράζονταν με τα πληρώματα των κυβερνητικών πλοίων. Αυτοί οι άνδρες ονομάζονταν «κουρσάροι» και τα γνωστότερα παραδείγματα ήταν o σερ Φράνσις Ντρέϊκ και ο καπετάνιος Χένρι Μόργκαν. Αυτοί δεν επετίθεντο ποτέ σε Αγγλικά πλοία, λιμένες ή έμπορους και θεωρούνταν ήρωες για τον Αγγλικό λαό, ενώ αντίθετα οι Ισπανοί τους θεωρούσαν πειρατές.
Πηγή: Χείλων

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *