Carl Rogers |
Κατά το τις αρχές του 20ου αιώνα κυριάρχησαν στην ψυχολογία και στην παιδαγωγική της διάσταση οι ψυχολογικές θεωρίες της ψυχανάλυσης του Φρόυντ και οι συμπεριφοριστικές θεωρίες. Η φροϋδική ψυχανάλυση και οι ψυχαναλυτές γενικότερα εστίασαν και ασχολήθηκαν με τις ανθρώπινες παρορμήσεις που προέρχονταν από τα τρία, κατά το Φρόυντ, ψυχονοητικά επίπεδα του ασύνειδου, του προσυνείδητου και του συνειδητού, για να τονίσουν τη σημαντική συμβολή στη συγκρότηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς εγγενών και εσωτερικών δυνάμεων του ανθρώπου. Οι συμπεριφοριστές εστίασαν και μελέτησαν τις περιβαλλοντικές συνθήκες προκειμένου να εκμαιεύσουν από αυτές τις αιτίες που συντελούν στη διαμόρφωση της ανθρώπινης συμπεριφοράς. Οπωσδήποτε και οι δύο σχολές ασχολήθηκαν με μια μόνο παράμετρο που καθορίζει σε ένα βαθμό τους όρους και τις αιτίες της συμπεριφοράς. Η πρώτη σχολή (ψυχαναλυτική) θεώρησε σημαντικούς παράγοντες τους γενετικούς (ενδογενείς) στη διαμόρφωση της συμπεριφοράς και η δεύτερη (μπιχεβιοριστική) τους περιβαλλοντικούς και εξωτερικούς παράγοντες.
Λίγες δεκαετίες μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εμφανίστηκε μια τρίτη σχολή, που χαρακτηρίστηκε και ως τρίτο κύμα. Πρόκειται για την ανθρωπιστική σχολή παιδείας και ψυχολογίας. Στην ουσία η φιλοσοφία της ανθρωπιστικής σχολής είναι μια ριζική επιστημονική επαναπροσέγγιση της παιδαγωγικής ψυχολογίας από μηδενική βάση. Η ανθρωπιστική προσέγγιση παιδείας έχει φιλοσοφικό υπόβαθρο και είναι κατά βάση μια θεωρία προσωπικότητας. Η ανθρωπιστική σχολή μελετά το “πρόσωπο” (με την ψυχολογική έννοια εδώ) και εκκινεί το έργο της λαμβάνοντας υπόψη όλη την φιλοσοφική παράδοση παιδείας από τον Πλάτωνα και το Σωκράτη μέχρι και τους πιο σύγχρονους φιλοσόφους, επιστήμονες και παιδαγωγούς.
Πρόσωπο και Κοινότητα
Κύριος εκπρόσωπος της ανθρωπιστικής σχολής είναι ο Καρλ Ρότζερς με σημαντικό ρόλο στη δημιουργία του ανθρωπιστικού ρεύματος ψυχολογίας και παιδείας και του Αβραάμ Μάσλοου. Κύριος στόχος της σχολής ήταν η συγκρότηση ενός αληθινού συστήματος αξιών και αρχών που θα προσλαμβάνει στην παιδαγωγική του στόχευση την καλλιέργεια του καθολικού ανθρώπου πέρα από επιστημονικά δόγματα και ψυχολογιστικές εμμονές.
Το στοιχείο εκείνο που καθιστά τη σχολή ανθρωπιστικής παιδείας και ψυχολογίας την πιο επιστημονική, την πιο ανθρώπινη και εκείνη που βρίσκεται πολύ κοντά στην φιλοσοφική μεθοδολογία μιας παιδείας που θεωρείται απαραίτητη για τη συγκρότηση μιας ποιοτικής ΚΟΙΝΟΤΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΕΙΑΣ, είναι το γεγονός ότι προσλαμβάνει τη γνώση ως εποικοδομητική διαδικασία, ως ένα συνεχώς εξελίξιμο αγαθό, ως μια οργανική διαδικασία με βάση την επιβεβαιωμένη εικόνα της φύσης του ίδιου του ανθρώπου. Δηλαδή η γνώση είναι κάτι που διαρκώς ανανεώνεται, μεταβάλλεται και δεν έχει ποτέ τελική ή καταληκτική μορφή, γιατί το τέλειο στην φιλοσοφική πρόσληψή της είναι το χωρίς τέλος οικοδόμημά της. Προσλαμβάνεται ως τέλειο το ατελές. Επειδή τα πάντα αναθεωρούνται, από την ενδεδειγμένη μεθοδολογία μέχρι και τη δομή και οι προτεραιότητες για τη γνώση. Άρα, η γνώση προσαρμόζεται και στοιχίζεται με τους όρους και την ευελιξία της ανθρώπινης φύσης.
α. Βιολογικές ανάγκες
β. Ανάγκες ασφάλειας
γ. Κοινωνικές ανάγκες
δ. Ανάγκες αυτοεκτίμησης
ε. Ανάγκες αυτοπραγμάτωσης-πληρότητας
Η αυτοπραγμάτωση είναι το τελευταίο στάδιο ανάπτυξης που περιλαμβάνει την βιολογική, την πνευματική και ψυχική πληρότητα και εσωτερική ισορροπία του ανθρώπου, του κοινωνικοποιημένου αυτόνομου ανθρώπου-πολίτη.
Η ανθρωπιστική σχολή θεωρεί πρώτιστο ζήτημα την πρόσωπο με πρόσωπο αντιμετώπιση των προβλημάτων του ανθρώπου με τους θεσμούς της δημοκρατικής πολιτείας ή του μαθητή με τον εκπαιδευτικό. Η εξασφάλιση του κατάλληλου κάθε φορά κλίματος, ανάλογα με τα πρόσωπα σε κάθε περίσταση, και του πλέγματος διαπροσωπικών σχέσεων είναι απαραίτητες προϋποθέσεις για την αυτοπραγμάτωση του ανθρώπου και πολίτη.
Σχολείο και ομαδοσυνεργατική διδασκαλία
Για την ανθρωπιστική σχολή παιδείας και ψυχολογίας το σχολείο δε διδάσκει στο μαθητή τη γνώση, αλλά διευκολύνει το μαθητή να αποκτήσει τη γνώση και τις δεξιότητες που τον ενδιαφέρουν. Για αυτό και εκείνο που χαρακτηρίζει τη φιλοσοφία της παιδευτικής μεθοδολογίας και πράξης της σχολής είναι η μη κατευθυνόμενη παιδαγωγική συμβουλευτική μέσω της συμμετοχικής διάστασης της διδασκαλίας. Οι μαθητές είναι ενεργά δημιουργικά όντα που διαμορφώνουν από κοινού τη γνώση μαζί με την καθοδηγητική επικουρία του εκπαιδευτικού. Αυτό επιτυγχάνεται με την υιοθέτηση της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας, δηλαδή με την κατά ομάδες οργάνωση και διεύθυνση της τάξης. Ο εκπαιδευτικός δεν υπολαμβάνεται ως απλή πηγή πληροφόρησης και όργανο ελέγχου της μαθησιακής και κοινωνικής συμπεριφοράς του παιδιού, αλλά παράγοντας δημιουργίας του θετικού ψυχολογικοκοινωνικού κλίματος μέσα στην τάξη και ένα alter ego του μαθητή, που τον βοηθά να κατανοήσει τον εαυτό του και να δώσει νόημα στον κοινωνικοφυσικό κόσμο που τον περιβάλλει.