«Ο Ταΰγετος είναι απερίγραπτος, αδύνατον να εκφραστεί χωρίς τη μουσική του Μπετόβεν. Τόσο πυκνή, τόσο κυ-ριαρχική είναι η επιβολή του πάνω στην ψυχή του ανθρώπου. Είναι το ίδιο όπως αντικρύζεις ένα τεράστιο μνημείο μεγαλο-φυϊας. Η εντύπωση είναι ακαθόριστη στις λεπτομέρειες, όμως το νόημά του είναι όρθιο. Σε αναγκάζει να σταθείς και να το δεχθείς και συ όρθιος. Να το δεχθείς κατάστηθα σα μια μεγάλη ευτυχία ή μια θεομηνία που σου κρούει την ψυχή και σου γυρεύει προστακτικά μιαν απάντηση.»
– Στράτης Μυριβήλης –

 
Η υψηλότερη πνευματική δύναμη που διέπει τα όρη φαίνεται μέσα από τις πολλές εκφράσεις που έχει πάρει στους διάφορους παραδοσιακούς πολιτισμούς και λαούς. Η στάση των ορέων πάνω από τον υπόλοιπο κόσμο, τόσο υλικά όσο και συμβολικά, μπορεί να παρομοιαστεί με αυτή ενός δυνατού φάρου που στέκει σε ένα απότομο ακρωτήρι ή σε μία κοφτερή ξέρα. Όχι όμως προς αποφυγή του συγκεκριμένου σημείου, αλλά προς επιδίωξη της επαφής μαζί του, μέσω της προσέγγισης, μέσω της πορείας και της ανάβασης.
 
Το βουνό αποτελεί από μόνο του ένα σύμβολο ναού και κατοικία των Θεών. Αποτελεί το ψηλότερο σημείο της Γης το οποίο έρχεται σε επαφή με τον Ουρανό, όπου πραγματοποιείται η ένωση του μυθολογικού ζευγαριού του Ουρανού και της Γης. Στην αρχαιότητα οι ναοί χτιζόταν σε συγκεκριμένες θέσεις μετά από όχι τυχαία επιλογή. Ακόμη και οι ναοί του θεού της θάλασσας βρίσκονται σε απότομες κόψεις πάνω από τη θάλασσα. Το σημαντικότερο μαντείο, αυτό των Δελφών, χτισμένο στους πρόποδες του Παρνασσού, ιερού βουνού της αρχαιότητας. Το αρχαιότερο μαντείο, αυτό της Δωδώνης, χτισμένο στους πρόποδες του Τόμαρου. Οι αρχαίες ακροπόλεις, αλλά και αυτές των μεσαιωνικών καστροπολιτειών, συνεχίζουν τον ίδιο συμβολισμό. Κάθε ακρόπολη, εκτός από σύμβολο αποτελεί και πρακτικό σημείο παρατήρησης για την ασφάλεια της πόλης, κάνοντας πράξη και μετουσιώνοντας την ιδέα στην πράξη. Καμία πόλη, καμία αυτοκρατορία δεν έπεσε πριν πέσει ο τελευταίος θύλακας, το κέντρο της ακτινοβολίας της. Η πυραμοειδής αυτή αρχιτεκτονική ιεραρχία, αν μπορούσαμε να τη χαρακτηρίσουμε έτσι, αντικατοπτρίζει τη φυσική πραγματικότητα και νομοτέλεια.

Η κορυφή ως σύμβολο ενέργειας και κέντρου καθιστά τη δραστηριότητα της ανάβασης ως μία αναζήτηση πνευματικών και σωματικών ορίων και απαντήσεων, πέρα από την αστική ρομαντικότητα και την αθλητική αντίληψη. Η πορεία της νάβασης υπό αυτή την έννοια αποτελεί έναν άξονα μεταξύ του φυσικού και του μεταφυσικού, όπου καθιστά το όρος το φυσικό, αλλά και τον ψυχικό χώρο του ορειβάτη – αναζητητή. Το άτομο, σαν ένας νέος ασκητής των βουνοκορφών, έχει τη δυνατότητα να νιώσει και να βιώσει την ωριμότερη ψυχική κατάσταση μέσα από την υπέρβαση, με έναν θα μπορούσαμε να πούμε, μεταφυσικό, άυλο, τρόπο. Η φυσική ανύψωση μέσω του όρους, καθιστά την προσωπικότητα του ατόμου, όπως χαρακτηριστικά έχει πει ο Νίτσε, πολλά μέτρα πάνω από τη θάλασσα, πολλά περισσότερα πάνω από τον άνθρωπο. Εδώ μπορούμε να δούμε την σύνδεση μεταξύ ύλης και πνεύματος, φυσικού και μεταφυσικού σε σχέση με το επίπεδο, το καθιερωμένο και το κοινό.
 
Σε αντίθεση με αυτή την οπτική, τα τελευταία χρόνια, οι δραστηριότητες με βάση το βουνό, μέσα σε ένα γενικότερο “εναλλακτικό” κλίμα, έχουν δημιουργήσει μία νέα τάση και αντίληψη όπου θέτει το βουνό, και κατ’ επέκταση τη φύση, σαν ένα ξηρό πεδίο διασκέδασης, καλοπέρασης, αθλητικών επιδόσεων, ανταγωνισμού και προβολής. Σε καμία περίπτωση δεν χρειάζεται να αρνούμαστε τυφλά και ολοκληρωτικά την ύπαρξη των δραστηριοτήτων αυτών, χρειάζεται όμως να διατηρείται το νόημα και η ουσία. Η όποια δραστηριότητα σαν δραστηριότητα όσο και οι συμμετέχοντες σε αυτή απαιτείται να δείχνουν τον απαιτούμενο σεβασμό. Η βιομηχανοποίηση και ο ερχομός μαζών δίχως τη στοιχειώδη παιδεία, ασχέτως εκπαιδευτικού επιπέδου, μπορεί να αποφέρει αρνητικά αποτελέσματα. Όχι τόσο στα όρη, καθώς αυτά υπερβαίνουν το χρόνο και τον κόσμο, αλλά στον ίδιο τον άνθρωπο και στη σχέση του με αυτά. Η δράση η οποία πραγματοποιείται μέσω των δραστηριοτήτων αυτών, οφείλει να ωθεί τον συμμετέχοντα προς το εσωτερικό του αλλά και το συμπαντικό γίγνεσθαι, αποκτώντας έτσι επίγνωση του ίδιου του εαυτού. Με άλλα λόγια, φτάνοντας στο γνῶθι σαὐτόν, μέσα από μια μυστηριακή διαδικασία η οποία κρύβεται και φανερώνεται μέσα από την πορεία της ανάβασης.
 
Η οδός της ανάβασης δεν αποτελεί κάτι εύκολο. Θέλει επιμονή και υπομονή προκειμένου να οδηγηθεί το άτομο στην υπέρβαση. Μπορεί να αποτελέσει έναν δρόμο γεμάτο κινδύνους. Έτσι είναι άλλωστε και στη ζωή κάθε επιλογή προς το Αγνό και Αληθές. Η επιλογή της μπορεί να παραλληλιστεί με τον δρόμο της Αρετής και της Κακίας στον μύθο του Ηρακλή. Η μετουσίωση της ιδέας σε πράξης και δράση αποτελεί το υψηλότερο ιδανικό. Η βιωματική εμπειρία καθιστά την ιδέα και το λόγο ριζωμένα στο εσωτερικό κόσμο του πορευόμενου.
 
Η ύπαρξη του όρους μας θυμίζει πως πρέπει να ανυψωθούμε από το εφήμερο και το καθιερωμένο για να μεταβούμε στο αιώνιο μέσω της σκέψης και της δράσης. Μας βοηθά να ελέγξουμε και να υποτάσσουμε τον φόβο αλλά και να δούμε τον κόσμο και τη κοινωνία με μια άλλη ματιά. Αυτή του παρατηρητή που μετατρέπεται σε στοχαστής μέσω ενός ιδιόμορφου είδους διαλογισμού. Αυτό μπορεί να το βιώσει κάποιος μέσω της φυσικής και πνευματικής καταπόνησης στη προσπάθεια επίτευξης του στόχου, ανιδιοτελώς, δίχως να περιμένει δάφνες δόξας, μετάλλια, φήμη ή υλικά αγαθά ως αντίτιμο.

Π. Κ. (περιοδικό Λυκώρεια, τεύχος 4)

«Ἄλλοτε, πρὶν δῶ ἀκόμα τὸν Ταΰγετο, θεωροῦσα κι ἐγώ, μαζὶ μὲ ὅλους τοὺς ἄλλους, κατώτερη τὴ φυλὴ αὐτὴ ποὺ χάθηκε ἀπὸ τὸ πρόσωπο τῆς γῆς χωρὶς νὰ ἀφήσει στοὺς αἰῶνες τίποτα γιὰ νὰ θυμίζει τὴ διάβασή της: οὔτε ναό, οὔτε ἕνα ἔργο τέχνης. Τώρα αἰσθάνομαι ὅτι oι Σπαρτιᾶτες «ἄφησαν» ὡς μνημεῖο τους τὸν Ταΰγετο γιατὶ, ἐμπνεόμενοι ἀπὸ τὴν περήφανη παρουσία του, ὕψωσαν σὰν τὴν ψυχή τους ἴσαμε τὴν ψηλότερη κορφή του κι ἔγιναν ἕνα μ᾿ αὐτόν…»

– Κώστας Ουράνης – («Ελλάδα», 1956)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *