Μερικά επίκαιρα αποσπάσματα από το βιβλίο «Η εξέγερση των μαζών»:
Ο μαζάνθρωπος ποτέ δε θα δεχόταν αυθεντία έξω από τον εαυτό του, αν οι περιστάσεις του δεν τον ανάγκαζαν βιαίως να το κάμη. Καθώς σήμερα οι περιστάσεις του δεν τον εξαναγκάζουν, συνεπής προς τον χαρακτήρα του, παύει να αναφέρεται σε άλλες αυθεντίες και νοιώθει κύριος τής υποστάσεώς του. Αντίθετα, o εκλεκτός άνθρωπος, o εξαιρετικός άνθρωπος επείγεται, από εσωτερική Αναγκαιότητα, να αναφερθεί, ξεκινώντας από τον εαυτό του, προς κάποιο πρότυπο πέραν του εαυτού του, ανώτερο από αυτόν, στου οποίου την υπηρεσία τάσσεται ελευθέρως. Ας θυμηθούμε πως από την αρχή διακρίναμε τον εξαιρετικό άνθρωπο από τον κοινό άνθρωπο, λέγοντας πώς ο πρώτος έχει μεγάλες απαιτήσεις από τον εαυτό του, ενώ ο δεύτερος δεν έχει καμιά απαίτηση από τον εαυτό του, άλλα ικανοποιείται μ’ αυτό πού είναι, και είναι ευχαριστημένος με τον εαυτό του.
Αντίθετα προς αυτό πού συνήθως πιστεύεται, είναι ο εξαιρετικός άνθρωπος και όχι ο κοινός άνθρωπος πού ζη «ουσιαστικά» σε δουλεία. Η ζωή του δεν έχει νόημα γι’ αυτόν, παρά μόνον αν την αφιερώση σε έναν ανώτερο σκοπό. Και συνεπώς δεν θεωρεί την αναγκαιότητα τής υπηρέτησης ωσάν καταπίεση. Όταν κατά τύχη μια τέτοια αναγκαιότητα λείπει, νοιώθει ανήσυχος και επινοεί κάποιο νέο πρότυπο, πιο δύσκολο και πιο απαιτητικό, με το όποιο να καταπιέζει τον εαυτό του. Τούτη είναι ή ζωή πού την ζη κανείς ως πειθαρχία — ή ευγενική ζωή. Ή ευγένεια ορίζεται από τις Απαιτήσεις πού μας επιβάλλει — από τις υποχρεώσεις, όχι από τα δικαιώματα. Noblesse oblige.

[…]

Ο όρος «ευγενής» με την τυπική του μορφή εμφανίσθηκε μαζί με την Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ακριβώς σε αντίθεση προς τους «εκ κληρονομιάς» ευγενείς, πού τότε βρίσκονταν σε παρακμή.

Για μένα λοιπόν η ευγένεια είναι συνώνυμη με μια ζωή αφιερωμένη στον αγώνα, ή οποία επιδιώκει να διακριθή και να υπερβή αυτό πού θα θεωρούσε κανείς καθήκον ή υποχρέωση. Κατ’ αυτό τον τρόπο η ευγενής ζωή ευρίσκεται σε αντίθεση προς την κοινή ή την αδρανή ζωή, που κλείνεται στατική στον εαυτό της, καταδικασμένη σε αιώνια ακινησία, αν καμιά εξωτερική δύναμη δεν την αναγκάση να βγή έξω από τον εαυτό της. Αυτός είναι ο λόγος πού χρησιμοποιούμε τον όρο «μάζα» σ’ αυτό το είδος του ανθρώπου — όχι τόσο εξαιτίας του πλήθους του όσο εξαιτίας της νωθρότητάς του.
Καθώς κανείς προχωρεί στη ζωή, ολοένα και περισσότερο αντιλαμβάνεται, πως η πλειοψηφία των ανδρών — και των γυναικών — είναι ανίκανη για οποιαδήποτε άλλη προσπάθεια έξω ακριβώς από αυτήν που της επιβάλλεται, ως αντίδραση σε εξωτερική παρακίνηση. Και γι’ αυτό το λόγο, τα λίγα άτομα για τα όποια μιλήσαμε, που είναι ικανά για αυθόρμητη και αυτόβουλη προσπάθεια στέκονται ξεμοναχιασμένα, θα λέγαμε μνημειωμένα μέσα στη μνήμη μας. Αυτοί είναι οι εκλεκτοί άνθρωποι, οι ευγενείς, οι μόνοι πού ενεργούν από δράση και όχι από αντίδραση [σε έξωθεν παρακίνηση], για τους οποίους η ζωή είναι αέναη προσπάθεια, μια ασταμάτητη πορεία παιδεύσεως. Παίδευση = άσκηση. Αυτοί είναι οι ασκητές.
Αυτή η φαινομενική εκφυγή    από το θέμα    μας δεν πρέπει να εκπλήττη τον αναγνώστη. Για να ορίσω τον μαζάνθρωπο της εποχής μας, πού είναι και που ήταν πάντοτε «μάζα», και που θέλει τώρα να καταλάβει τη θέση του «εξαιρετικού», ήταν αναγκαίο να τον αντιπαραθέσω με τις δύο καθαρές μορφές, που είναι ανακατωμένες σ’ αυτόν: τον τυπικό μαζάνθρωπο και τον γνήσιο ευγενή ή τον άνθρωπο τής προσπάθειας.
[…]
Τι σημαίνει τούτο για μας; Τι ζωή πρόκειται να ζήση ο από κληρονομιά «αριστοκράτης», τη δική του ή αυτήν του πρώτου ευγενούς προγόνου του; Ούτε τη μία ούτε την άλλη. Είναι καταδικασμένος να εκπροσωπή τον άλλον, συνεπώς να μην είναι ούτε ο άλλος ούτε ο ίδιος. Η ζωή του χάνει άφεύκτως όλη την αυθεντικότητά της και μεταμορφώνεται σε απλή αντιπροσώπευση ή παραποίηση μιας άλλης ζωής. Η αφθονία των μέσων που είναι υποχρεωμένος να χρησιμοποίηση δεν του παρέχει την ευκαιρία να ζήση το προσωπικό του πεπρωμένο, η ζωή του παραμένει ατροφική. Ζωή είναι ο αγώνας, η προσπάθεια να πραγματοποιής τον εαυτό σου.
[…]
Από την άλλη μεριά, είναι μάταιο να νομίζη κανείς πως ο σημερινός μαζάνθρωπος, όσο ανώτερο κι’ αν είναι το ζωτικό του επίπεδο σε σύγκριση με αυτό άλλων καιρών, θα είναι ικανός να ελέγχη ο ίδιος την πορεία του πολιτισμού. Λέγω πορεία και όχι πρόοδο. Η απλή πορεία διατηρήσεως του παρόντος πολιτισμού είναι ύψιστα περίπλοκη και απαιτεί απροσμέτρητα ευέλικτες δυνάμεις. Δεν είναι ικανός να κατευθύνη τον πολιτισμό τούτος ο μέσος άνθρωπος, πού έμαθε να χρησιμοποιή πολλούς από τούς μηχανισμούς του, αλλά πού χαρακτηρίζεται από μια ριζική άγνοια των αρχών τούτου του πολιτισμού.
[…]
Γιατί οι μάζες παρεμβαίνουν παντού και γιατί η παρέμβασή τους γίνεται μόνο με τη βια.
Είπαμε, λοιπόν, πως συνέβη κάτι το ύψιστα παράδοξο, αλλά που αληθινά ήταν πάρα πολύ φυσικό. Για να δη ο κοινός άνθρωπος τον κόσμο και την ζωή που άνοιξαν διάπλατα μπροστά του, έκλεισε την ψυχή του. Υποστηρίζω, λοιπόν, πως η εξέγερση των μαζών οφείλεται σ’ αυτό το σβύσιμο τής ψυχής του μέσου ανθρώπου, και σε τούτο οφείλεται, με τη σειρά του, το γιγάντιο πρόβλημα πού τίθεται μπροστά στην ανθρωπότητα σήμερα.
[…]
Το ζήτημα δεν είναι ότι ο μαζάνθρωπος είναι μωρός. Αντίθετα, σήμερα τούτος είναι περισσότερο έξυπνος, έχει περισσότερη ικανότητα κατανόησης από τον συνάδελφό του όλων των προηγουμένων εποχών. Αλλά αυτή του η ικανότητα δεν του χρησιμεύει σε τίποτε στην πραγματικότητα, το ασαφές συναίσθημα πως κατέχει αυτή την ικανότητα φαίνεται πως χρησιμεύει μόνο να τον κλείνει ακόμη περισσότερο στον εαυτό του και να τον εμποδίζη να την χρησιμοποιή. Δέχεται, μια για πάντα, το απόθεμα των κοινοτοπιών, των προκαταλήψεων, τα υπολείμματα των ιδεών ή απλώς τις κενές λέξεις που η τύχη τις σώρευσε στο κεφάλι του, και με ένα θάρρος, που το εξηγεί μόνο η αφέλειά του, θέλει να τις επιβάλλει παντού. Αυτό ακριβώς είναι που έθεσα στο πρώτο κεφάλαιο ως χαρακτηριστικό της εποχής μας: όχι πως ο κοινότοπος άνθρωπος θεωρεί τον εαυτό του υπερ-εξαιρετικό και όχι κοινότοπο, αλλά πως ο κοινότοπος διεκδικεί και επιβάλλει τα δικαιώματα της κοινοτοπίας, ή την ίδια την κοινοτοπία ως δικαίωμα.
Η κυριαρχία επάνω στην δημόσια ζωή, που ασκείται σήμερα από τον διανοητικώς κοινότοπο, είναι ίσως ο καινούργιος παράγοντας πού διαμορφώνει την παρούσα κατάσταση, πολύ λίγο προσόμοιος με κάθε άλλον στο παρελθόν. Τουλάχιστο στην ευρωπαϊκή ιστορία μέχρι σήμερα, ο κοινότοπος άνθρωπος ποτέ δεν πίστεψε ότι έχει «ιδέες» για τα πράγματα. Είχε πίστεις, παραδόσεις, εμπειρίες, παροιμίες, διανοητικές έξεις, άλλα ποτέ δεν φανταζόταν τον εαυτό του να κατέχει θεωρητικές γνώμες ως προς το τι είναι τα πράγματα ή πώς πρέπει να είναι — επί παραδείγματι στην πολιτική ή στη λογοτεχνία.
[…]
Αντίθετα, σήμερα ο μέσος άνθρωπος έχει τις πιο ξεκαθαρισμένες «ιδέες» σε όλα όσα συμβαίνουν ή έπρεπε να συμβούν στον κόσμο. Έτσι έχασε τη συνήθεια να ακούη. Γιατί όμως θα έπρεπε να ακούη, αν έχη εντός του όλα όσα του είναι απαραίτητα; Τώρα δεν υπάρχει λόγος να ακούση, αλλά μάλλον να κρίνει, να αναγγείλη, να αποφασίση. Δεν υπάρχει ζήτημα της δημόσιας ζωής όπου δεν παρεμβαίνει, τυφλός και κουφός καθώς είναι, για να έπιβάλη τις «γνώμες» του.
Αλλά μήπως τούτο δεν είναι ένα πλεονέκτημα; Δεν άποτελεί σημάδι τεράστιας προόδου, όταν οι μάζες έχουν «ιδέες», δηλαδή όταν είναι μορφωμένες; Ουδόλως. Οι «ιδέες» τού μέσου ανθρώπου δεν είναι γνήσιες ιδέες, και η κατοχή τους δεν σημαίνει παιδεία. Ιδέα σημαίνει το να θέτης την αλήθεια υπό έλεγχο. Όποιος επιθυμεί να έχη ιδέες πρέπει πρώτα να προετοιμάση τον εαυτό του να επιθυμή την αλήθεια και να παραδεχθή τους κανόνες του παιχνιδιού που αυτή επιβάλλει. Δεν ωφελεί να μιλάμε για ιδέες, όταν δεν υπάρχη παραδοχή μιας υψηλότερης αρχής πού να τις ρυθμίζει, μιας σειράς από κανόνες, τούς οποίους μπορείς να επικαλεσθής σε συζήτηση. Αυτοί οι κανόνες είναι οι αρχές όπου επάνω τους στηρίζεται η παιδεία (κουλτούρα). Δεν μ’ ενδιαφέρει ή μορφή πού προσλαμβάνουν. Αυτό πού βεβαιώνω είναι πώς δεν υπάρχει παιδεία (κουλτούρα) όπου δεν υπάρχουν κανόνες, στους οποίους μπορεί ο σύντροφός μας να προσφύγη. Δεν υπάρχει παιδεία (κουλτούρα) όπου δεν υπάρχουν αρχές νομιμότητας, για να τις επικαλείσαι. Δεν υπάρχει παιδεία (κουλτούρα) όπου δεν υπάρχει παραδοχή ωρισμένων τελικών πνευματικών θέσεων, στις όποιες να μπορή να αναχθή μία διαφωνία. Δεν υπάρχει παιδεία όταν η αντιμαχία σε αισθητικά θέματα δεν άναγνωρίζη την αναγκαιότητα δικαίωσης του έργου τέχνης.
[…]
Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ
Όταν τα δημόσια πράγματα βαίνουν καλώς, η μάζα δεν ενεργεί αφ’ εαυτής. Αυτή είναι η αποστολή της. Ήρθε στον κόσμο για να κατευθύνεται, να επηρεάζεται, να αντιπροσωπεύεται, να οργανώνεται -ακόμη και να πάψη να είναι μάζα ή τουλάχιστον να φιλοδοξή γι’ αυτό. Αλλά δεν ήρθε στον κόσμο για να τα κάμη όλα τούτα από μόνη της. Χρειάζεται να υποβάλη τη ζωή της σε μια υψηλότερη αρχή, που την σχηματίζουν οι ανώτερες μειοψηφίες. Το ζήτημα ως προς το ποια είναι αυτά τα ανώτερα άτομα μπορεί να συζητήται χωρίς τέλος. Αλλά το ότι χωρίς αυτά, όποια και αν είναι, η ανθρωπότητα θα σταματούσε να διατηρή τα ουσιώδη χαρακτηριστικά της, είναι κάτι για το οποίο δεν μπορεί να υπάρχει αμφιβολία, μολονότι η Ευρώπη εσπατάλησε έναν αιώνα με το κεφάλι της κάτω από την φτερούγα της, σαν την στρουθοκάμηλο που προσπαθεί να αποφύγη να δη μια τέτοια καταφανή αλήθεια. Διότι δεν πρόκειται για μια γνώμη που στηρίζεται σε γεγονότα λίγο ή πολύ συνήθη και πιθανά, αλλά για νόμο της κοινωνικής «φυσικής», πολύ πιο αμετακίνητο και από τους νόμους της Νευτώνειας φυσικής. Κατά την ημέρα που μια γνήσια φιλοσοφία θα ξανακυριαρχήση στην Ευρώπη -είναι το μόνο πράγμα που μπορεί να την σώση- κατ’ αυτή την ημέρα θα αρχίσει να αντιλαμβάνεται ξανά, πως ο άνθρωπος, αδιάφορα αν του αρέση ή όχι, είναι ένα ον που αναγκάζεται από τη φύση του να αναζητήση κάποια υψηλότερη εξουσία. Αν κατορθώση να τη βρη εντός του είναι ένας εκλεκτός άνθρωπος, αν όχι, τότε είναι ένας μαζάνθρωπος και πρέπει να την λάβη από τους εκλεκτούς.
Όταν η μάζα αξιώνη το δικαίωμα να ενεργή από μόνη της, τότε διενεργεί εξέγερση κατά του πεπρωμένου της.
Και επειδή αυτό είναι που κάνει κατά το παρόν, μιλάω για την εξέγερση των μαζών. Διότι, εν τέλει, το πράγμα που ουσιαστικώς και αληθινώς μπορεί να ονομαστή εξέγερση, είναι αυτό όπου ο καθένας δεν δέχεται το πεπρωμένο του, όπου εξεγείρεται κατά του εαυτού του. Η εξέγερση του αρχαγγέλου Εωσφόρου δεν ήταν μικρότερη αν αντί να προσπαθή να γίνει Θεός – που δεν ήταν το πεπρωμένο του -προσπαθούσε να να γίνη ο κατώτερος από τους αγγέλους- και πάλι όχι το πεπρωμένο του. (Αν ο Εωσφόρος ήταν Ρώσος, όπως ο Τολστόϊ, ίσως προτιμούσε τούτη την τελευταία μορφή εξέγερσης, που δεν στρέφεται λιγώτερο κατά του Θεού από όσο η άλλη, η πιο ξακουστή).
Όταν η μάζα ενεργή για λογαριασμό της, το κάνει μόνον με ένα τρόπο, διότι δεν έχει άλλον: λυντσάρει. Δεν είναι εντελώς τυχαίο που ο νόμος του λύντς έρχεται από την Αμερική, διότι η Αμερική είναι, κατά ένα τρόπο, ο παράδεισος των μαζών. Και σήμερα λίγο μας εκπλήττει το γεγονός ότι όταν θριαμβεύουν οι μάζες, θριαμβεύει και η βία, και γίνεται ο μόνος «λόγος», η μόνη θεωρία τους. Αρκετός καιρός πέρασε από τότε που επέστησα την προσοχή σ’ αυτή την προώθηση της βίας ως κατάστασης κανονικής. Σήμερα έφτασε στην πλήρη ανάπτυξή της, και τούτο είναι ένα καλό σύμπτωμα, επειδή σημαίνει πως η υποχώρησή της πρόκειται να αρχίση αυτομάτως. Σήμερα η βία αποτελεί την ρητορική της εποχής, ο κενός ρήτορας την έκαμε δική του. Όταν μια πραγματικότητα της ανθρώπινης ύπαρξης έχει συμπληρώση την ιστορική της πορεία, εναυάγησε και κείτεται νεκρή, τα κύματα την ξεβράζουν στην ακτή της ρητορικής, όπου το πτώμα μένει για αρκετό καιρό. Ρητορική είναι το κοιμητήριο των ανθρώπινων πραγματικοτήτων ή εν πάση περιπτώσει ένα Γηροκομείο. Η ίδια πραγματικότητα επιζεί μόνο με το όνομά της, το οποίο, μολονότι μόνο μια λέξη, εν τέλει είναι τουλάχιστο μια λέξη όπου κρατάει κάτι από τη μαγική ισχύ της.
Μολονότι όμως το γόητρο της βίας, ως κυνικώς θεσπισμένος κανόνας, πρέπει να αρχίση να παρακμάζη, θα συνεχίσωμε ακόμη να ζούμε κάτω από την ισχύ της, αν και υπό άλλη μορφή.
Σκέφτομαι τον άλλον, τον πιό σοβαρό κίνδυνο, που τώρα απειλεί τον ευρωπαϊκό πολιτισμό. Όμοια με όλους τους άλλους κινδύνους, που τον απειλούν, και τούτος είναι γέννημα του ίδιου του πολιτισμού. Και κάτι παραπάνω από αυτό, αποτελεί μια από τις δόξες του είναι το Κράτος όπως το γνωρίζομε σήμερα. Αντιμετωπίζομε περίπτωση ανάλογη μ’ αυτήν που αναφέραμε στο προηγούμενο κεφάλαιο για την επιστήμη: η γονιμότητα των αρχών της προκαλεί μυθική πρόοδο, αλλά τούτο αναγκαίως επιβάλλει την ειδίκευση, και η ειδίκευση απειλεί να στραγγαλίση την επιστήμη.
Το ίδιο πράγμα συμβαίνει με το κράτος.
Θυμηθήτε τι ήταν το Κράτος κατά το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα, σε όλα τα ευρωπαϊκά έθνη. Εντελώς μικρή υπόθεση! Ο πρώϊμος καπιταλισμός και οι βιομηχανικοί οργανισμοί του, όπου για πρώτη φορά θριαμβεύει η νέα, η ορθολογική τεχνική, είχε σαν συνέπεια να θέση σε κίνηση μια επαύξηση των κοινωνικών μεγεθών. Εμφανίστηκε μια νέα κοινωνική τάξη, μεγαλύτερη σε αριθμό και ισχύ από την προηγούμενη: η αστική τάξη.
[…]
Καθώς το Κράτος είναι ζήτημα τεχνικής -δημόσιας τάξης και διοίκησης- το «παλαιό καθεστώς» φτάνει ως το τέλος του δέκατου όγδοου αιώνα με ένα πολύ αδύνατο Κράτος, μαστιζόμενο πανταχόθεν από ένα γενικό κοινωνικό αναβρασμό.
Η δυσαναλογία ανάμεσα στη δύναμη του Κράτους και στη δύναμη της κοινωνίας κατ’ αυτήν την εποχή ήταν τέτοια, που συγκρίνοντας εκείνη την κατάσταση με αυτήν της εποχής του Καρλομάγνου, το Κράτος του δέκατου όγδοου αιώνα φαίνεται να φθίνη.
Το Καρολιγγειανό Κράτος ήταν φυσικά πολύ λιγώτερο δυνατό από το Κράτος του Λουδοβίκου του 16ου, αλλά, από την άλλη μεριά, η κοινωνία που το περιέβαλλε ήταν εντελώς αδύναμη. Η τεράστια δυσαναλογία ανάμεσα στην κοινωνική δύναμη και στη δύναμη της δημόσιας εξουσίας κατέστησε δυνατή την Επανάσταση-τις επαναστάσεις, μέχρι το 1848.
Αλλά με την Επανάσταση η αστική τάξη κατέλαβε την δημόσια εξουσία, εφάρμοσε τα αναντίρρητα προσόντα της, και σε διάστημα κάτι παραπάνω από μια γενεά εδημιούργησε ένα πανίσχυρο Κράτος, το οποίο έφερε το τέλος των επαναστάσεων. Από το 1848, δηλαδή από την αρχή της δεύτερης γενεάς των αστικών κυβερνήσεων, δεν υπάρχουν γνήσιες επαναστάσεις στην Ευρώπη. Όχι βεβαίως επειδή δεν υπάρχουν τα κίνητρα γι αυτές, αλλά επειδή δεν υπάρχουν τα μέσα. Η δημόσια ισχύς έφτασε στο επίπεδο της κοινωνικής ισχύος.
Αντίο  για  πάντα Επαναστάσεις! Τo μόνο πράγμα που είναι δυνατό τώρα στην Ευρώπη είναι το αντίθετο τους, το πραξικόπημα. Ο,τιδήποτε στα επόμενα χρόνια προσπάθησε να φανή σαν επανάσταση ήταν μόνον ένα καλυμμένο πραξικόπημα.
Στις ημέρες μας το Κράτος έγινε μια τρομερή μηχανή που δουλεύει κατά τρόπο θαυμαστό και με εκπληκτική αποτελεσματικότητα εξαιτίας της ποσότητας και της ακρίβειας των μέσων του. Από τη στιγμή που ορθώθηκε καταμεσίς της κοινωνίας, αρκεί να πιέση ένα κουμπί ώστε να αρχίσουν να δουλεύουν οι τεράστιοι μοχλοί του και να ασκούν την συντριπτική ισχύ τους σε οποιοδήποτε τμήμα του κοινωνικού σώματος.
Το σύγχρονο Κράτος είναι το πιο ορατό και το καλύτερα γνωστό προϊόν του πολιτισμού. Και αποτελεί ενδιαφέρουσαν αποκάλυψη, όταν κανείς παρατήρηση τη στάση που ο μαζάνθρωπος παίρνει εναντί του. Το βλέπει, το θαυμάζει, ξέρει πως υπάρχει και εργάζεται για να εξασφάλιση τη ζωή του. Αλλά δεν συνειδητοποιεί το γεγονός πως πρόκειται για ανθρώπινο δημιούργημα που το επινόησαν κάποιοι άνθρωποι και στηρίζεται σε ωρισμένες αρετές και θεμελιώδεις ιδιότητες που είχαν οι άνθρωποι της χθες και που μπορεί να εξατμισθούν αύριο. Περαιτέρω, ο μαζάνθρωπος βλέπει στο Κράτος μία ανώνυμη δύναμη, και καθώς αισθάνεται και ο ίδιος όμοια, ανώνυμος, πιστεύει πως το Κράτος είναι κάτι δικό του. Υποθέστε πως παρουσιάζεται στη δημόσια ζωή μιας χώρας κάποια δυσκολία, διαμάχη ή ένα πρόβλημα. Ο μαζάνθρωπος θα τείνη να ζητήση από το Κράτος να παρέμβη αμέσως και να δώση μια άμεση λύση με τα τεράστια και απρόσβλητα μέσα του.
Τούτος είναι σήμερα ο μεγαλύτερος κίνδυνος που απειλεί τον παρόντα πολιτισμό: Η κρατικοποίηση της ζωής, η παρέμβαση του Κράτους στα πάντα, η απορρόφηση όλης της αυθόρμητης κοινωνικής προσπάθειας από το Κράτος, δηλαδή η εκμηδένιση της αυθόρμητης ιστορικής δράσης, η οποία μακροχρονίως στηρίζει, θρέφει και κινεί τα ανθρώπινα πεπρωμένα. Όταν η μάζα υποφέρη από κάποια κακοτυχία ή απλώς νοιώθη κάποια ισχυρή επιθυμία, ο μεγάλος της πειρασμός είναι τούτη η διαρκής και σίγουρη δυνατότητα να απόκτηση το παν — χωρίς προσπάθεια, αγώνα, αμφιβολία ή κίνδυνο — απλώς με την πίεση ενός κουμπιού και θέτοντας την υπερδύναμη μηχανή σε κίνηση. Η μάζα λέγει στον εαυτό της «L’ Έtat, c’est moi», πράγμα που είναι ένα τέλειο λάθος. Το Κράτος είναι η μάζα μόνο με την έννοια που μπορούμε να πούμε πως δύο άνθρωποι είναι όμοιοι επειδή κανένας από αυτούς δεν ονομάζεται Γιάννης. Το σύγχρονο Κράτος και η μάζα ταυτίζονται μόνον κατά το ότι είναι ανώνυμα. Αλλά ο μαζάνθρωπος πράγματι πιστεύει πως αυτός είναι το Κράτος, και θέλει ολοένα και περισσότερο να θέτη τον μηχανισμό του σε κίνηση με οποιαδήποτε πρόφαση για να συντρίψη κάτωθέ του κάθε δημιουργική μειοψηφία που τον ενοχλεί — τον ενοχλεί σε οποιαδήποτε περιοχή των πραγμάτων: στην πολιτική, στις ιδέες, στην οικονομία.
Το αποτέλεσμα αυτής της τάσης θα είναι μοιραίο. Η αυθόρμητη κοινωνική δράση συνεχώς θα συντρίβεται από την παρέμβαση του Κράτους και δεν θα μπορή να καρπίση άλλος καινούργιος σπόρος. Η κοινωνία θα ζη για το Κράτος, ο άνθρωπος για την κυβερνητική μηχανή. Και καθώς, εν τέλει, το Κράτος δεν είναι παρά μια μηχανή που η ύπαρξή της και η συντήρηση της εξαρτάται από την ζωτική υποστήριξη του περιβάλλοντος της, το Κράτος, αφού απομυζήσει και το μεδούλι της κοινωνίας, θα ξεμείνη χωρίς αίμα, ένας σκελετός, θα νεκρωθή μαζύ με τον σκουριασμένο θάνατο της μηχανής, που είναι πιο θλιβερός κι’ από τον θάνατο ενός ζωντανού οργανισμού.
Τέτοια ήταν η αξιοθρήνητη μοίρα του αρχαίου πολιτισμού. Δεν χωράει αμφιβολία πως το Αυτοκρατορικό Κράτος που εδημιούργησαν οι Ιούλιοι και οι Κλαύδιοι ήταν μία θαυμαστή μηχανή, ασύγκριτα ανώτερη ως κατασκευή, από το παλιό δημοκρατικό Κράτος των οικογενειών των πατρικίων. Αλλά —τί παράξενη σύμπτωση!— μόλις έφτασε στην πλήρη ανάπτυξή του, το κοινωνικό σώμα άρχισε να φθίνη.
Ήδη στον καιρό των Αντωνίνων (δεύτερος αιώνας), το Κράτος δυναστεύει την κοινωνία με την εχθρική προς την ζωή υπεροχή του. Η κοινωνία αρχίζει να υποδουλώνεται, να της είναι αδύνατο να ζήση παρά μόνο στην υπηρεσία του Κράτους. το σύνολο της ζωής γίνεται γραφειοκρατικό. Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η γραφειοκράτηση της ζωής επιφέρει την απόλυτη παρακμή σε όλα τα πεδία. Ο πλούτος μειώνεται, οι γεννήσεις είναι λίγες, τότε το Κράτος, για να ικανοποιήση τις ανάγκες του, ενισχύει ακόμη περισσότερο τη γραφειοκράτηση της ανθρώπινης ύπαρξης. Αυτή η γραφειοκράτηση στο τετράγωνο είναι η στρατοκράτηση της κοινωνίας. Η πιο επείγουσα ανάγκη του Κράτους είναι ο πολεμικός μηχανισμός του ο στρατός. Το Κράτος είναι πάνω απ’ όλα ο παραγωγός της ασφαλείας (ας θυμηθούμε πως πρόκειται για εκείνη την ασφάλεια από την οποία γεννιέται ο μαζάνθρωπος). Συνεπώς, πάνω απ’ όλα είναι ο στρατός. Οι αφρικανικής καταγωγής Σεβήροι στρατιωτικοποιούν τον κόσμο. Μάταιο έργο! Η αθλιότητα αυξάνει, οι γυναίκες κάθε μέρα τεκνοποιούν λιγώτερο, ακόμη και οι στρατιώτες λείπουν. Ύστερα από την εποχή των Σεβήρων ο στρατός αναγκάζεται να στρατολογή ανάμεσα από τους ξένους. Δεν βλέπετε λοιπόν, την παράδοξη και τραγική διαδικασία του κρατισμού; Η κοινωνία προκειμένου να ζήση καλύτερα δημιουργεί το Κράτος ως όργανο. Ύστερα το Κράτος κατακυριαρχεί και η κοινωνία αρχίζει να ζη για το Κράτος. Αλλά εν τέλει το Κράτος ακόμη συντίθεται από τα μέλη αυτής της κοινωνίας. Σε λίγο όμως τούτα αρχίζει να μην επαρκούν για να το στηρίξουν και είναι υποχρεωμένο να καλέση ξένους: πρώτα Δαλματούς και ύστερα Γερμανούς.
Τούτοι οι αλλοδαποί καταλαμβάνουν το Κράτος, και το υπόλοιπο της κοινωνίας, ο αυτόχθων λαός υποχρεώνεται να ζήση ως σκλάβος τους – σκλάβοι ανθρώπων με τους οποίους δεν έχουν τίποτε κοινό. Εδώ ακριβώς οδηγεί η παρέμβαση του Κράτους: o λαός μετατρέπεται σε καύσιμο για να κινήση την κοινή μηχανή που είναι το Κράτος. Ο σκελετός τρώγει την σάρκα που τον περιβάλλει. Η σκαλωσιά γίνεται ο ιδιοκτήτης και ο νομέας του σπιτιού.
Όταν κανείς τα γνωρίζει όλα αυτά παραξενεύεται σαν ακούη τον Μουσσολίνι να διακηρύσση, ωσάν να πρόκειται για εκπληκτική ανακάλυψη που κατορθώθηκε στην Ιταλία, τούτη την αρχή: Όλα για το Κράτος, τίποτε έξω από το Κράτος, τίποτε εναντίον του Κράτους.
Τούτο μόνο θα ήταν αρκετό για να αντιληφθή κανείς ότι ο Φασισμός είναι το τυπικό κίνημα των μαζανθρώπων.
Ο Μουσσολίνι βρήκε ένα θαυμαστά οργανωμένο Κράτος – όχι από αυτόν, αλλά ακριβώς από τις ιδέες και τις δυνάμεις που αντιμάχεται: από την φιλελεύθερη δημοκρατία.
Περιορίζεται να χρησιμοποιήση χωρίς μέτρο, και, χωρίς να μπούμε τώρα στη λεπτομερή εξέταση του έργου του, είναι αναντίρρητο πως τα αποτελέσματα που προέκυψαν μέχρι τώρα δεν μπορούν να συγκριθούν με αυτά που προέκυψαν από την πολιτική και διοικητική εργασία του φιλελευθέρου Κράτους. Αν επέτυχε σε κάτι είναι τόσο ελάχιστο, τόσο λίγο ορατό, τόσο λειψό σε ουσία που με δυσχέρεια αντιζυγίζει την συσσώρευση άνομης δύναμης, η οποία τον καθιστά ικανό να χρησιμοποιήση την κρατική μηχανή σ’ όλη της την έκταση.
Κρατισμός είναι η υψηλότερη μορφή που παίρνουν η βία και η άμεση δράση, όταν τούτες καταστούν ο κανόνας. Δια του Κράτους και μέσω του Κράτους, της ανώνυμης μηχανής, οι μάζες ενεργούν για τον εαυτό τους.
Τα ευρωπαϊκά έθνη διέρχονται περιόδους μεγάλων δυσχεριών στην εσωτερική τους ζωή, έχουν πολύ σκληρά προβλήματα νομικά, οικονομικά και δημοσίας τάξεως. Πώς να μη φοβάται κανείς, πως υπό την κυριαρχίαν των μαζών το Κράτος δεν θα προσπαθήση να συντρίψη την ανεξαρτησία του ατόμου και των ομάδων, με τελικό αποτέλεσμα να μετατρέψη το μέλλον σε έρημο;
Ένα συγκεκριμένο παράδειγμα αυτού του μηχανισμού βρίσκεται σε ένα από τα πιό ανησυχαστικά φαινόμενα των τελευταίων τριάντα χρόνων: η τεράστια αύξηση της αστυνομικής δυνάμεως σε όλες τις χώρες. Η μεγένθυση της κοινωνίας την κατέστησε μοιραίως απαραίτητη. Όσο συνηθισμένοι και να είμαστε σ’ αυτό, δεν πρέπει να μας διαφεύγη το τρομερό παράδοξο, πως ο πληθυσμός της μεγάλης συγχρονης πόλης, προκειμένου να κινηθή ειρηνικώς και να κυνηγήση τη δουλειά του, αναγκαίως χρειάζεται την αστυνομική δύναμη για να ρυθμίση την κυκλοφορία.
Αλλά είναι αφέλεια εκ μέρους των ανθρώπων του «νόμου και της τάξεως» να φαντάζονται πως τούτες οι «δυνάμεις της δημόσιας εξουσίας» που δημιουργήθηκαν για να τηρήσουν την τάξη θα περιορίζονται πάντοτε στην τήρηση της τάξεως που αυτοί επιθυμούν.
Αναπόφευκτα θα καταλήξουν να ορίσουν και να αποφασίσουν μόνες τους για την τάξη που πρόκειται να επιβάλουν- η οποία φυσικά θα είναι αυτή που τους ταιριάζει καλύτερα.
Θα ήταν καλό να αδράξωμε την ευκαιρία, καθώς θίγομε αυτά τα ζητήματα,για να παρατηρήσωμε τις διαφορετικές αντιδράσεις σε μια δημόσια ανάγκη, όπως εκδηλώθηκαν από διαφορετικούς τύπους κοινωνιών. Όταν γύρω στα 1800 άρχισε η νέα βιομηχανία να δημιουργή τον νέο τύπο ανθρώπου -τον βιομηχανικό εργάτη- με κλίσεις περισσότερο εγκληματικές από όσο ο παραδοσιακός τύπος, η Γαλλία έσπευσε να συστήση πολυάριθμη αστυνομική δύναμη. Γύρω στα 1810 συμβαίνει στην Αγγλία, για τους αυτούς λόγους, μία αύξηση στην εγκληματικότητα, και οι Άγγλοι αιφνίδια αντιλήφθηκαν πως δεν έχουν αστυνομία. Στην εξουσία ήσαν οι συντηρητικοί. Τι θα κάνουν; Θα συστήσουν αστυνομική δύναμη; Τίποτα τέτοιο. Προτιμούν να αντιμετωπίσουν το έγκλημα όσο καλύτερα μπορούν. «Ο λαός είναι ευχαριστημένος να αφήση την αταξία στην τύχη της, θεωρώντας την ως το τίμημα που πληρώνει για την ελευθερία». «Στο Παρίσι» γράφει ο Τζων Γουίλιαμ Γουώρντ, «έχουν μια θαυμαστή αστυνομική δύναμη, αλλά πληρώνουν ακριβά για τα πλεονεκτήματά της. Προτιμώ να βλέπω κάθε τρία ή τέσσερα χρόνια μισή ντουζίνα ανθρώπους με κομμένο τον λαιμό τους στη Λεωφόρο Ράτκλιφ, παρά να υπαχθώ στις κατ’ οίκον έρευνες, στις σπιουνιές και σε όλα τα μηχανεύματα του Φουσέ».
Εδώ έχομε δυο αντίθετες ιδέες περί του Κράτους. Ο Άγγλος απαιτεί το Κράτος να έχη τα όριά του.

Χοσέ Ορτέγκα υ Γκασσέτ, «Η εξέγερση των μαζών» (1930)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *