Ένας άνθρωπος μπορεί να συνηθίσει στην οικονομική υποδούλωση και να μείνει μέσα του ελεύθερος. Η οικονομική εξάρτηση ήταν πάντα αναγκαία και η κοινωνική οργάνωση έχει να επιδείξει σ’ όλες τις εποχές ένα πλήθος μορφών υπεροχής και υποταγής. Η λέξη «σκλάβος» δεν σημαίνει εδώ τίποτε, αφού περιλαμβάνει ένα πλήθος διαβαθμίσεων από τον πιστό και συνετό Ελιέζερ, τον επιστάτη και έμπιστο του Αβραάμ (Γεν. 3,24), ως τούς σκλάβους τής «καλύβας του μπάρμπα Θωμά», που τους μαστίγωναν μέχρι θανάτου. Κάποιος «σκλάβος» στην αρχαιότητα και τον μεσαίωνα ήταν προσωπικά πιο ελεύθερος από ό,τι ο μέσος όρος των εργατών βιομηχανίας της σημερινής εποχής.
Η οικονομική εξάρτηση δεν είναι κάτι το αναξιόπρεπο για τον άνθρωπο, αλλά η απώλεια των ατομικών του δικαιωμάτων. Όποιος καταργεί τα βασικά δικαιώματα ενός λαού, τον οδηγεί στην υποδούλωση, έστω κι αν αυτό το κάνει δήθεν στ’ όνομα της ελευθερίας. Αλίμονο στον άνθρωπο που έχασε την προσωπική του ελευθερία, αλλά τρις αλίμονο σ’ εκείνον πού συνήθισε σ’ αυτήν την αναξιόπρεπη κατάσταση! Όποιος θεωρεί σαν φυσικό ή αυτονόητο να μην έχει κανένα δικαίωμα ή καμιά γνώμη, να πουλάει τις πεποιθήσεις του, να σκύβει συνεχώς και να λιβανίζει τον οποιοδήποτε ισχυρό, αυτός δεν έχει χάσει μόνο τα δικαιώματά του, αλλά και το χαρακτήρα του. Γι’ αυτόν η τιμιότητα, η πίστη, η ειλικρίνεια, η ανδρεία, η αφιλοκέρδεια και ο αλτρουιστικός ιδεαλισμός είναι μια ειρωνεία, μια χίμαιρα.
Τι τεράστια διαφορά βρίσκουμε αν συγκρίνουμε την προσωπικότητα του Πλάτωνα ή τού Επίκτητου μ’ αυτόν που αναφέραμε πιο πάνω! Ο Επίκτητος μάλιστα βρισκόταν διαρκώς σε κατάσταση σκλάβου κι όμως δεν έχασε ποτέ ούτε την εσωτερική του ελευθερία ούτε την προσωπική του αξιοπρέπεια. Αλλά οι Επίκτητοι θα αποτελούν σε κάθε εποχή την πιο σπάνια εξαίρεση.
Κατά κανόνα, όσο περιορίζεται η ελευθερία του κατωτέρου τόσο πιο μεγάλος κίνδυνος γεννιέται να χάσει την προσωπικότητά του. Ακόμη και άνθρωποι με ανώτερη και φαινομενικά ανεξάρτητη θέση μπορούν να κυριευτούν από πνεύμα δουλοφροσύνης, αν δεν έχουν το θάρρος της προσωπικής τους γνώμης, που και κάτω από δυσκολίες ακόμη πρέπει να διατηρούν. Κάτι τέτοιοι νιώθουν σιγά – σιγά άνετα στις χρυσές αλυσίδες και μαθαίνουν γεμάτοι περηφάνια να υποβλέπουν εκείνον που θα είχε την «αφελή φιλοδοξία» να θέλει να ‘χει ανεξάρτητη γνώμη.
Όπως οι σκόροι φτερουγίζουν γύρω από το φως της λάμπας, έτσι τριγυρίζουν και οι σφετεριστές γύρω από τον θρόνο του ισχυρού, του ξεκουφαίνουν τ’ αυτιά και του συσκοτίζουν το μυαλό με τις αδιάκοπες κολακείες, τον κάνουν σιγά – σιγά να πιστέψει κι ο ίδιος στην αυταπάτη πως είναι ένας δίκαιος και γενναίος ηγεμόνας, «φωνή Θεού και ουκ ανθρώπου» (Πραξ. 12, 12). Έρχεται όμως ύστερα μια απρόοπτη μεταβολή και αυτοί οι δούλοι στο φρόνημα είναι οι πρώτοι που βιάζονται να εγκαταλείψουν το καράβι που βουλιάζει, για να σωθούν έστω και σε κάποια απόκρημνη ακρογιαλιά.