Άλλοι δίνουν το νόημα της θυσίας στο δόσιμο και το ονομάζουν αρετή. Νιώθουν ότι, ακριβώς επειδή είναι οδυνηρό να δίνεις, οφείλεις να δίνεις. Η αρετή του να δίνεις βρίσκεται γι’ αυτούς ακριβώς στο γεγονός της αποδοχής της θυσίας. Γι’ αυτούς, η αρχή ότι είναι προτιμότερο να δίνεις παρά να παίρνεις, σημαίνει ότι είναι προτιμότερο να υποφέρεις στη στέρηση, παρά να νιώθεις χαρά.
Για το δημιουργικό χαρακτήρα το δόσιμο έχει μια ολότελα διαφορετική σημασία. Το να δίνεις είναι η πιο υψηλή έκφραση του δυναμισμού. Στην ίδια την πράξη του δοσίματος νιώθω τη δύναμή μου, τον πλούτο, την ικανότητά μου. Αυτό το αίσθημα της πλουτισμένης ζωτικότητας και του δυναμισμού με γεμίζει χαρά. Νιώθω τον εαυτό μου να πλημμυρεί, να χαρίζει ολοζώντανο, και γι’ αυτό χαρούμενο. Το να δίνω μου φέρνει μεγαλύτερη χαρά από το να παίρνω, όχι γιατί είναι αποστέρησή μου, αλλά γιατί στην πράξη της προσφοράς εκφράζεται ή ζωντάνια της ζωής.
Στη σφαίρα των υλικών πραγμάτων το να δίνεις σημαίνει να είσαι πλούσιος. Πλούσιος δεν είναι εκείνος που έχει πολλά, αλλά εκείνος που δίνει πολλά. Ο αποθησαυριστής, που έχει την αγωνία και την έγνοια μη χάσει κάτι, είναι, από την ψυχολογική άποψη, ο φτωχός και ξεπεσμένος άνθρωπος, άσχετα με το πόσα έχει. Όποιος έχει τη δύναμη να δίνει από τον εαυτό του, από το δικό του, είναι πλούσιος. Νιώθει τον εαυτό του σαν κάποιον που μπορεί να παρέχει από τον εαυτό του στους άλλους. Μόνο εκείνος που έχει στερηθεί απ’ όσα ξεπερνούν τις βασικές ανάγκες για την επιβίωση θα ήταν ανίκανος να χαρεί την πράξη της προσφοράς υλικών πραγμάτων.
Αλλά η καθημερινή πείρα δείχνει ότι εκείνα που ένα άτομο θεωρεί σαν βασικές ανάγκες εξαρτώνται τόσο από το χαρακτήρα του όσο και από το τι πραγματικά κατέχει. Είναι γνωστό σε όλους μας πώς οι φτωχοί είναι πιο πρόθυμοι στο να δίνουν από τούς πλούσιους. Ωστόσο και η φτώχια που ξεπερνά κάποιο όριο, μπορεί να κάνει την προσφορά αδύνατη, και είναι τόσο εξευτελιστική, όχι μόνο εξαιτίας της άμεσης δυστυχίας που προκαλεί, αλλά εξαιτίας του ότι στερεί από τον φτωχό τη χαρά της προσφοράς.
Ωστόσο, η πιο σημαντική περιοχή της προσφοράς δεν βρίσκεται στα υλικά πράγματα αλλά στον ιδιαίτερο ανθρώπινο κόσμο. Τί δίνει αλήθεια ένας άνθρωπος στον συνάνθρωπό του; Δίνει από τον εαυτό του, από το πιο πολύτιμο που έχει, δίνει από τη ζωή του αυτό δε σημαίνει αναγκαστικά ότι θυσιάζει τη ζωή του για τον άλλο, αλλά ότι του δίνει από ‘κείνο που είναι ζωντανό μέσα του. Του δίνει από τη χαρά του, από το ενδιαφέρον, την κατανόηση, τη γνώση, το χιούμορ, τη θλίψη του απ’ όλες τις εκφράσεις και εκδηλώσεις της ζωής που κρύβει μέσα του.
Και καθώς δίνει μ’ αυτόν τον τρόπο, εμπλουτίζει τον συνάνθρωπο, δυναμώνει το αίσθημα της ζωντάνιας του, με το να δυναμώνει τη δικιά του αίσθηση ζωντάνιας. Δεν δίνει με το σκοπό να πάρει. Η προσφορά είναι από μόνη της μια εξαίσια χαρά. Καθώς όμως δίνει, δεν μπορεί παρά να γεννήσει κάτι καινούριο μέσα στον άλλο άνθρωπο και αυτό που γεννιέται αντανακλάται πάλι σ’ αυτόν. Όταν αληθινά δίνεις, δεν μπορεί παρά να λάβεις εκείνο που σου ξαναδίνεται. Το να δίνεις έχει σαν επακόλουθο να μεταβάλλεις και τον άλλο άνθρωπο σε δότη, γι’ αυτό κι οι δυο τους μετέχουν στη χαρά αυτού του καινούριου που δημιούργησαν. Στην πράξη της προσφοράς κάτι νέο γεννιέται και τα δυο πρόσωπα νιώθουν ευγνωμοσύνη για τη ζωή που γεννήθηκε και για τους δυο τους.