Ο Φρίντερικ Σοπέν γεννήθηκε κοντά στη Βαρσοβίας την 1η Μαρτίου 1810. Ο πατέρας του, ήταν γάλλος εμιγκρέ, που εργαζόταν ως παιδαγωγός σε μια αριστοκρατική οικογένεια. Ο πατέρας του Νικολά είχε αποκτήσει πολωνική συνείδηση, αφού είχε λάβει μέρος στην εξέγερση του 1794 κατά των Πρώσων και των Ρώσων, που πάντα εποφθαλμιούσαν τα εδάφη της Πολωνίας.
Από μικρός έδειξε την κλίση του στη μουσική, όταν προσπαθούσε να αναπλάσει αυτά που έπαιζαν στο πιάνο η μητέρα του και η μεγάλη αδελφή του. Το 1817 άρχισε μαθήματα πιάνου και τον επόμενο χρόνο (1818) έδωσε το πρώτο του κοντσέρτο για φιλανθρωπικούς σκοπούς. Εν τω μεταξύ, είχε συνθέσει το πρώτο του έργο, μια «Πολωνέζα σε σολ ελάσσονα» και μέχρι τα δεκάξι του χρόνια το συνθετικό έργο είχε εμπλουτιστεί με άλλες πολωνέζες, μαζούρκες, παραλλαγές, σκωτικούς χορούς (ecossaises) κι ένα ρόντο. Η φήμη του «Σόπινεκ», όπως τον αποκαλούσε χαϊδευτικά ο Τύπος, γρήγορα εξαπλώθηκε και στη Βαρσοβία τον θεωρούσαν δεύτερο Μότσαρτ.
Το 1824 (μόλις 14 ετών), ο Φρειδερίκος παραπονέθηκε στη μητέρα του ότι τον τελευταίο καιρό ένιωθε ζαλάδες και μεγάλη αδυναμία. Ο πατέρας του σκέφθηκε ότι τα συμπτώματα αυτά οφείλονταν σε υπερκόπωση, αλλά ζήτησε και τη γνώμη του γιατρού, που παρακολουθούσε την κλονισμένη υγεία της αδελφής του Αιμιλίας, η οποία έπασχε από φυματίωση. Ο γιατρός διαπίστωσε ότι δεν επρόκειτο για υπερκόπωση, αλλά για εξασθένηση του οργανισμού του νεαρού παιδιού, του οποίου η υγεία δεν ήταν ποτέ καλή. Του συνέστησε να αλλάξει τρόπο ζωής, να πάει στην εξοχή και να ακολουθήσει ειδικό διαιτολόγιο.

Το 1829 επισκέφθηκε για πρώτη φορά τη Βιέννη, μουσικό κέντρο της εποχής, για να δώσει δύο κοντσέρτα. Ήταν όνειρο ζωής να επισκεφθεί την πρωτεύουσα των Αψβούργων, που έγινε με την οικονομική στήριξη των γονέων του, αφού η αίτησή του για υποτροφία απορρίφθηκε. Ο Σοπέν ενθουσίασε το δύσκολο κοινό της Βιέννης με το παίξιμό του, αλλά και με τα έργα του «Παραλλαγές στο La ci darem του Μότσαρτ» και το «Ρόντο αλά Κρακόβιακ».
Τον Σεπτέμβριο του 1829 γνώρισε τον πρώτο αληθινό έρωτα της ζωής του στο πρόσωπο της Κωνσταντίας Γκλαντόφσκα, μιας νεαρής μαθήτριας του Ωδείου της Βαρσοβίας. Η ανθρώπινη φωνή αποτέλεσε αυτή την περίοδο την κύρια πηγή έμπνευσης, που καρποφόρησε στην εξαίρετη μελωδία των «Νυχτερινών» (Nocturnes) και τα λυρικά τμήματα των δύο κοντσέρτων για πιάνο.
Στις 23 Νοεμβρίου του 1830 πήγε για δεύτερη φορά στη Βιέννη. Έφτασε στην πρωτεύουσα των Αψβούργων και αναμένοντας να τον καλέσει κάποιος να παίξει πιάνο, πληροφορήθηκε για την εξέγερση των Πολωνών κατά των Ρώσων και θέλησε να επιστρέψει στη Βαρσοβία για να πολεμήσει. Οι γονείς του τον απέτρεψαν και τότε αποφάσισε να μεταβεί στο Παρίσι. Μέχρις ότου εκδοθεί το διαβατήριό του, μελοποιούσε πατριωτικά ποιήματα και συνέθετε θυελλώδη σόλο για πιάνο, όπως την «Πολωνέζα σε σολ ύφεση μείζονα», το «Σκέρτσο σε σι ελάσσονα, έργο 20» και τη «Σπουδή αρ. 12, έργο 10», γνωστή και ως «Επαναστατική». Όταν τελικά κατάφερε να φθάσει στη Γερμανία και έμαθε ότι η Βαρσοβία είχε πέσει στα χέρια των Ρώσων, η απελπισία του τον έφερε στα πρόθυρα της κατάρρευσης.
«Κύριοι, αποκαλυφθείτε! Ιδού μια νέα μεγαλοφυΐα!». Ηταν Δεκέμβριος του 1831 όταν με τις παραπάνω φράσεις ο νεαρός Ρόμπερτ Σούμαν υποκλινόταν στο χάρισμα του συνομηλίκου του Φρειδερίκου Σοπέν. Τρεις μήνες αργότερα, καίτοι θριαμβευτικό, το επίσημο ντεμπούτο του τελευταίου στο Παρίσι στάθηκε αιτία να συνειδητοποιήσει ότι οι μεγάλοι συναυλιακοί χώροι δεν του ταίριαζαν. Τα υπόλοιπα χρόνια της σύντομης ζωής του θα επιλέξει να εμφανίζεται κυρίως σε ιδιωτικές συναθροίσεις προς τέρψιν της οικονομικής και πνευματικής ελίτ της εποχής, και ακόμη συχνότερα στο σαλόνι του σπιτιού του, παίζοντας πιάνο για τους φίλους του: τον Λιστ, τον Μπερλιόζ, τον Μπελίνι, τον Μέντελσον , τον Ντελακρουά.
Ως συνθέτης- ένας από τους σημαντικότερους της περιόδου του Ρομαντισμού, είχε εκτιμηθεί για τον ποιητικό και ηρωικό του χαρακτήρα και για τις μεγάλες καινοτομίες τις οποίες επέφερε σε είδη όπως η σονάτα για πιάνο, η μαζούρκα, το βαλς, το νυχτερινό, η πολωνέζα, οι σπουδές, το πρελούδιο.
Στο Παρίσι ο Σοπέν ζούσε άνετα, συνθέτοντας και παραδίδοντας μαθήματα. Το 1836, σε μια κοινωνική εκδήλωση, γνώρισε τη γυναίκα η οποία- ύστερα από κάποιες άτυχες ιστορίες με συμπατριώτισσές του- θα έπαιζε μοιραίο ρόλο στη ζωή του: τη γαλλίδα συγγραφέα και φεμινίστρια Γεωργία Σάνδη. Στην αρχή εκείνος την αντιπάθησε, εν τούτοις ως το καλοκαίρι του 1838 ο δεσμός τους ήταν κοινό μυστικό. Στη Σάνδη οφείλονται ορισμένες πολύ χρήσιμες περιγραφές του Σοπέν. Σχολιάζοντας τον φλογερό πατριωτισμό του, εκείνη τον είχε κάποτε χαρακτηρίσει «πιο Πολωνό κι από την ίδια την Πολωνία», ενώ σε ό,τι αφορά τη δημιουργική διαδικασία είχε αναφερθεί στη γέννηση της έμπνευσης και στην επίπονη επεξεργασία της- ορισμένες φορές μέσα από πραγματική ψυχική ταλαιπωρία, δάκρυα και παράπονα- με αμέτρητες αλλαγές στην αρχική σύλληψη μόνο και μόνο για να επιστρέψει, κάποια στιγμή, στο σημείο εκκίνησης.
Καθώς η- ανέκαθεν εύθραυστηυ γεία του Σοπέν χειροτέρευε, η Σάνδη μεταβαλλόταν σταδιακά από ερωμένη σε νοσοκόμα. Το 1845 η σχέση τους πέρασε μια σοβαρή κρίση η οποία επιδεινώθηκε την επόμενη χρονιά, με αποτέλεσμα το 1847 να χωρίσουν οριστικά.
Οι σχέσεις τους σταδιακά άρχισαν να ψυχραίνονται και το ζευγάρι χώρισε το 1847. Ο λόγος του χωρισμού, όπως προκύπτει από επιστολή της Σάνδη προς τον Σοπέν η οποία ανακαλύφθηκε το 1950, είναι ότι ο συνθέτης υποστήριξε την κόρη της Γεωργίας Σάνδη, Σολάνζ, σε έντονη διαμάχη που είχε με τη μητέρα της επειδή είχε αρραβωνιαστεί κρυφά.
Για τη μεταξύ τους ιστορία έχουν κυριολεκτικά χυθεί τόνοι μελανιού. Εντυπωσιακή είναι πάντως η μαρτυρία μιας κοινής τους φίλης η οποία την έζησε από κοντά από την αρχή ως το τέλος:«Αν δεν είχε γνωρίσει τη Σάνδη, η οποία δηλητηρίασε όλη του την ύπαρξη» έγραφε «ο Σοπέν θα έφτανε ως τα βαθιά γεράματα».
Από εκείνη τη χρονιά η υγεία του επιδεινώθηκε. Το 1848 έζησε για μεγάλο διάστημα στην Αγγλία και τη Σκωτία για ρεσιτάλ, κατόπιν πρόσκλησης της μαθήτριάς του Τζέιν Στέρλινγκ. Όταν επέστρεψε στο Παρίσι η υγεία του ήταν σε πολύ χειρότερη κατάσταση και τα οικονομικά του μέσα περιορισμένα.
Πέθανε στο Παρίσι το 1849, μετά από χρόνια φυματίωση. Ενδέχεται όμως ο θάνατός του να οφείλεται σε καρδιακό νόσημα. Κηδεύτηκε στο Παρίσι και από το Κοιμητήριο Περ Λασαίζ, όμως κατόπιν δικής του επιθυμίας η καρδιά του μεταφέρθηκε στην Πολωνία, όπου φυλάσσεται μέχρι και σήμερα.

Ελένη Παπαγεωργίου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *