Κατά την προϊστορία και τους αρχαίους χρόνους, η ευρωπαϊκή φαντασία εδομήθη γύρω από ζωικές μορφές, συντιθέμενες από τα άγρια ιθαγενή ζώα, τα οποία έθρεψαν μακροπρόθεσμα τους μύθους, τα σύμβολα και τις εικόνες του κόσμου μας. Σε αυτή την μορφή εκφράσεως, ο Michel Pastoureau, ιστορικός και αναγνωρισμένος ειδικός στην μεσαιωνική συμβολολογία, θέλησε να αφιερώσει μια σειρά μονογραφιών των εκδόσεων Seuil στις οποίες μελετά την πολιτιστική ιστορία αυτών των ζώων, συμπεριλαμβανομένων του ελαφιού, του αγριογούρουνου, της αρκούδας, της αλεπούς, του κορακιού, του αετού ή του κύκνου. Ήταν με τον λύκο που ήθελε να ξεκινήσει αυτή τη μελέτη σε ένα πρώτο βιβλίο, που δημοσιεύθηκε τον περασμένο χειμώνα. Είναι το ζώο, του οποίου η επιστροφή του στα δάση μας, ξυπνά για άλλη μια φορά πάθη, αποδεικνύοντας έτσι την κυρίαρχη γοητεία που εξακολουθεί να εκπέμπει, παρά την εξαφάνισή του από την ύπαιθρο της Δυτικής Ευρώπης για περισσότερο από έναν αιώνα.
Αυτή η έκδοση, που βασίζεται και σε μια πλούσια εικονογραφία, μας επιτρέπει να επαναφέρουμε τον «αδελφό λύκο» από την μακρά μνήμη των ευρωπαϊκών λαών μέσα από τους μύθους, τις ιστορίες και τους θρύλους που έχουν αναδείξει την παρουσία του, κατά τη διάρκεια των αιώνων, μαζί με τους πρόγονούς μας.

«Ένα ηλιακό σύμβολο, κατ’ εξοχήν ηλιακό».

Σύμφωνα με τον Michel Pastoureau, η γένεση του μύθου του λύκου ανάγεται σε χρόνους πριν την παλαιολιθική εποχή, όπου οι άνθρωποι και οι λύκοι ζουν μαζί, μοιράζονται τους ίδιους χώρους κυνηγιού. Κατά συνέπεια ο λύκος αντιπροσωπεύει τον άλλο σημαντικό κυνηγό της ευρωπαϊκής πανίδας. Κατά τις χιλιετίες αυτές, η παρουσία του εισήλθε σταδιακά στο φαντασιακό των Ευρωπαίων. Ωστόσο, αυτή η εγγύτητα έχει αφήσει ελάχιστα αρχαιολογικά ίχνη, ενώ ο λύκος ουσιαστικά απουσιάζει από παραστάσεις της τέχνης των σπηλαίων. Μόνο κατά τις πρωτοϊστορικές και ιστορικές περιόδους ο λύκος εγκαταστάθηκε ευρέως στην καρδιά των διαφόρων μυθολογιών της ευρωπαϊκής σφαίρας.

Αν και θεωρείται σήμερα ως νυκτερινό ζώο, που σχετίζεται περισσότερο με το φεγγάρι κάτω από το οποίο ουρλιάζει, η προέλευση της λέξεως «λύκος» προέρχεται ωστόσο από την ινδοευρωπαϊκή ετυμολογία «leuk» (λύκ), που σχετίζεται με το φως, το οποίο θα δώσει το «λευκός» στα ελληνικά, «lupus» στα λατινικά, «luc» στα γαλλικά,«wolf» στα γερμανικά. Για τον Michel Pastoureau, «ένας λύκος είναι πρώτα απ’ όλα ένα ον φωτός, ένα ζευγάρι μάτια, ένα βλέμμα που βλέπει και λάμπει μέσα στη νύκτα.» Είναι «ένα ηλιακό ζώο, κατ’ εξοχήν ηλιακό.»

Συνεπώς συνδέεται με τις διάφορες ηλιακές θεότητες των αρχικών θρησκειών της Ευρώπης. Στους Έλληνες, η μητέρα του Απόλλωνος, Λητώ, μεταμορφώθηκε σε λύκο από τον Δία πριν καταφύγει στην Λυκία (ετυμολογικά η «χώρα των λύκων»). Μεταξύ των πολλών επιθέτων του Έλληνος θεού, υπάρχουν πολλά που υπομνείουν τον συμβολισμό του μέσω του λύκου, όπως ο “Λύκιος” Απόλλων ή ο Λυκογενής Απόλλων (“υιός του λύκου”). Παράλληλα με την Ουράνια θεότητα, οι λύκοι, συχνά έχουν θέση και στην μυθολογία. Στις μυθολογίες της βόρειας Ευρώπης, ο θεός Όντιν συνοδεύεται από δύο λύκους, τον Γκέρι και τον Φρέκι, που φυλούν τα πτώματα των πολεμιστών που έχουν πεθάνει στην μάχη. Είναι επίσης ένας λύκος, ο Φένριρ, που θα καταπιεί τον Ήλιο και την Σελήνη κατά τη διάρκεια της Ράγκναροκ, καταστρέφοντας την κοσμική τάξη. Μεταξύ των Κέλτων και πάλι, ο θεός Lug, του οποίου το όνομα προέρχεται από την ίδια ηλιακή ετυμολογία, συνοδεύεται επίσης από δύο λύκους που περιφέρονται στον κόσμο κάθε μέρα και του αναφέρουν ό,τι έχουν δει. Τέλος στην Ρώμη, ο λύκος αναπαριστά μαζί με τον αετό τις διδακτικές και προστατευτικές μορφές της πόλης. Είναι ένας λύκος που διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στην ίδρυση της πόλης, θηλάζοντας τα δίδυμα Ρώμο και Ρωμύλο στο σπήλαιο Lupercal στους πρόποδες του Παλατίνου.

Πέρα από αυτήν την ηλιακή διάσταση, ο λύκος είναι επίσης σύμβολο της άγριας φύσης και της αιώνιας αναγέννησης. Η Άρτεμις, η θεά του κυνηγιού και του τοκετού, «Η κυρία των αγρίων ζώων», σύμφωνα με τον Όμηρο, είναι η αδελφή του Απόλλωνος και ως εκ τούτου, όπως και εκείνος, γεννήθηκε από θηλυκό λύκο. Είναι επίσης η θεά της Σελήνης κάτω από την οποία τραγουδούν οι λύκοι. Στην Ρώμη, ο λύκος συνδέεται επίσης με τις τελετές γονιμότητας και ανανέωσης μέσω της γιορτής των Λουπερκαλίων, που εορτάζετο τον Φεβρουάριο. Ο Michel Pastoureau υπενθυμίζει επίσης ότι η σύζυγος του βοσκού Φαούστουλους που ανέλαβε τον Ρώμο και τον Ρωμύλο, η Acca Larentia, ήταν πρώην πόρνη με το παρατσούκλι lupa, δηλαδή ο «λύκαινα», αναφορά που στην συνέχεια θα αποδώσει τον όρο «lupanar» (πονηρός, ραδιούργος) , που συνέβαλε στην άσεμνη φήμη των λύκων.

Η αιώνια έκρηξη της ζωής εκφράζεται επίσης στο πάθος της μάχης. Σύμβολο γενναιότητος και άγριας δύναμης, ο λύκος επικαλείτο κατά τις πολεμικές τελετές των γερμανικών φυλών. Ισοδύναμοι με τους Bersekir, πολεμιστές που κατέχονται από το πνεύμα της αρκούδας, οι Ulfhednar, ενδεδυμένοι με γούνα λύκου, έπιναν αίμα και έτρωγαν καρδιές λύκων πριν αναχωρήσουν για την μάχη.

Δαιμονοποίηση, εξημέρωση, ταπείνωση του λύκου κατά τον Μεσαίωνα.

Ενώ οι λύκοι ζουν δίπλα στους Θεούς, παραλλήλως δεν έχουν καλή φήμη μεταξύ των κοινών ανθρώπων. Από την αρχαιότητα, εθεωρούντο πονηρά, και σκληρά πλάσματα, εχθροί βοσκών και κοπαδιών. Ο Χριστιανισμός και η πτώση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας θα τονίσουν περισσότερο αυτή την αρνητική πλευρά. Μεταξύ του 5ου και του 10ου αιώνος, η πολιτική αστάθεια και μια δημογραφική κρίση έπληξαν τη Δύση, με συνέπεια η άγρια φύση να ανακτήσει τα εδάφη της πάνω στις παλαιότερα καλλιεργούμενες εκτάσεις. Μεγάλα αρπακτικά, οδηγούμενα από την πείνα, περιστρέφονται γύρω από τα χωριά στην ύπαιθρο του Μεσαίωνα. Κατά την διάρκεια αυτής της σκοτεινής εποχής, εσχηματοποιήθη η εικόνα του «μεγάλου κακού λύκου», η οποία θα διαρκούσε μέχρι τον 19ο αιώνα, κυρίως μέσω μύθων και παραμυθιών. Ο λύκος ενσαρκώνει την βία, την βαναυσότητα ή την πονηριά, όπως η ιστορία της «Κοκκινοσκουφίτσας», που έγινε ευρύτερα γνωστή από τις εκδόσεις του Charles Perrault (1697) και των Αδελφών Grimm (1812), αλλά που ο Michel Pastoureau σημειώνει ότι η πρώτη γραπτή απαντοχή της χρονολογείται από το έτος 1000.

Ως η πεμπτουσία της ενσαρκώσεως του αιμοβόρου θηρίου, που σχετίζεται με παλαιές ειδωλολατρικές θεότητες, ο λύκος διεγείρει επίσης την εχθρότητα των κληρικών. Όπως όλα τα νυκτόβια ζώα που βλέπουν μέσα στην νύκτα, είναι κι αυτό στην ουσία διαβολικό. Παρομοιάζεται με το χειρότερο ζώο της Δημιουργίας. Παρά το ευγενές και μαγικό λαμπερό βλέμμα, σεβαστό από τους αρχαίους, οι κληρικοί του πρώιμου Μεσαίωνα είδαν στον λύκο «πρώτα ένα στόμα με μεγάλα δόντια, και αυτό το στόμα εξομοιώνεται με την άβυσσο της κολάσεως».

Αυτή η διαβολική οπτική του λύκου, εξηγεί και το γιατί αντιπροσωπεύεται ελάχιστα στις εραλδικές τέχνες, όπου προτιμάται παρ’ όλ’ αυτά το λιοντάρι ή η λεοπάρδαλη. Αντιθέτως, αναμφιβόλως επειδή η παρουσία του σηματοδοτεί τα πνεύματα, ο λύκος έχει αφήσει αμέτρητα ίχνη στην τοπωνυμία (Canteloup, Louvre, Louveciennes, στην Ελλάδα Λυκώρεια, Λυκία, Λυκαίον) και στα ονόματα των ανθρώπων (Lelou, Leleu, Dupanloup, Lopez στην Ισπανία, Wolf στην Γερμανία) αλλά και σε πολλές παροιμιώδεις εκφράσεις («πεινά σαν λύκος», «ψυχρός σαν λύκος», «ορμούν σαν λύκοι» κλπ).

Αλλά όπως και με τα ελάφια ή την αρκούδα, η Εκκλησία φροντίζει να ανακτήσει τον λύκο μέσω της λατρείας των αγίων, φαίνεται εργαζόμενη για να καθησυχάσει τους πιστούς και να δείξει ότι οι άνθρωποι του Θεού είναι ισχυρότεροι από τα διαβολικά πλάσματα. Ο Χρυσός Θρύλος αφθονεί από Αγίους Lupin που εξημερώνουν τους λύκους, μετατρέποντάς τους σε ταπεινά αρνιά ή ταπεινούς υπηρέτες όπως ο Άγ. Νόρμπερτ, ο Άγ. Μαλό, ο Άγ. Μπλαίζ (Bleizh σημαίνει «λύκος» στα Βρετονικά) ή ο Άγ. Χερβ. Η ιστορία του λύκου του Γκούμπιο, ο οποίος τρομοκρατούσε τους κατοίκους της Ούμπρια, προτού εξημερωθεί από τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης και τιμηθεί στο «Cantique à frère Soleil» αντιπροσωπεύει την πιο διάσημη ιστορία του λύκου της μεσαιωνικής αγιογραφίας.

Ο λύκος όμως δεν ήταν μόνο προς εξημέρωση, αλλά και προς χλευασμό, όπως και στο περίφημο «Roman de Renart», όπου εκπροσωπείται υπό τον χαρακτήρα του Isengrim ως ηλίθιο και γελοίο θηρίο, διαρκώς πεινασμένο, ταπεινωμένο και χλευασμένο. Ο Michel Pastoureau θεωρεί ότι αυτή η σκηνή ενός λύκου που κάνει τους ανθρώπους να γελούν παρά να φοβούνται, δείχνει ότι τον φοβόμασταν λιγότερο στην πλούσια, ειρηνική και καταπράσινη εξοχή του «όμορφου Μεσαίωνα» του 12ου και 13ου αιώνα.

Ο μεγάλος φόβος του λύκου στη σύγχρονη εποχή.

Το βιβλίο του Michel Pastoureau αναφέρεται επίσης στο θέμα της περίεργης διαπερατότητας των ορίων που διαχωρίζουν τη φύση του λύκου από την ανθρώπινη φύση. Οι πρώτες αναφορές περί λυκανθρωπίας προέρχονται από τους Έλληνες, όπως ο βασιλιάς της Αρκαδίας Λυκάων. Στον Μεσαίωνα, υπάρχουν μερικοί μύθοι και ιστορίες για ανθρώπους που μετατρέπονται σε λύκους τις νύχτες της πανσελήνου ή κατά την προσέγγιση του χειμερινού ηλιοστασίου, εξακολουθούν πάντως όλ’ αυτά να είναι απλά μια υπέροχη λογοτεχνία. Ήταν από τον 16ο αιώνα, με το μεγάλο κυνήγι μαγισσών που άρχισε, όπου ο λύκος έγινε ένα δαιμονικό πλάσμα, που παρουσιάζεται ως το αγαπημένο τους θέμα στις τελετές των Σάμπαθ. Οι ιστορίες των λυκανθρώπων γίνονται πανταχού παρούσες στο μυαλό των ερευνητών, των ιερέων και των ποιμένων. Σε όλη την Ευρώπη, οι δίκες αυξάνονται εναντίον ανδρών και γυναικών που κατηγορούνται ότι είναι μάγοι ή λυκάνθρωποι. Αυτό που ο Μεσαίωνας των νεραϊδών και των αγίων είχε ανεχθεί για τόσο καιρό, η σύγχρονη εποχή θα επιδιώξει να το καταστρέψει, να εξαλείψει τις παλιές πεποιθήσεις που κληρονομήθηκαν από την αρχαιότητα και να οδηγήσει σε μια επιθυμία για εξόντωση των λύκων.

Αυτή η δαιμονοποίηση του λύκου, μεταξύ του 14ου αιώνα και του 18ου αιώνος, συμπίπτει με μια μακρά περίοδο αναταραχών που σημάδεψε σοβαρά την Ευρώπη: ενώ η μακρά εποχή κρύου οδήγησε σε μεγάλους και σκληρούς χειμώνες, οι λιμοί, αδιάκοποι πόλεμοι και επιδημίες, οδηγούν σε σοβαρή δημογραφική μείωση. Οι λύκοι πεινασμένοι όπως και οι άνθρωποι, πλησιάζουν τα χωριά και καταστρέφουν τα κοπάδια, αλλά επιτίθενται επίσης και σε απομονωμένους ενήλικες και παιδιά. Κυνήγι, ξυλοδαρμοί, παγίδες, δηλητήρια προσπαθούν ανεπιτυχώς να εξοντώσουν τους λύκους, οι οποίοι είναι πιο πολυάριθμοι και σκληροί από ποτέ κατά τον 18ο αιώνα, ενώ στην Αγγλία είχαν εξαλειφθεί πλήρως από τον 16ο αιώνα. Στην πραγματικότητα, οι λύκοι θεωρούνται εμπόδιο στην πρόοδο, διαταράσσουν την εργασία στους αγρούς και βλάπτουν το εμπόριο. Σε αυτό το τεταμένο πλαίσιο, η παράξενη ιστορία του Κτήνους της Ζεβοντάν, συναρπάζει την Ευρώπη. Στην απομεμακρυσμένη επαρχία Rouergue, ένας γιγαντιαίος αλλά κάπως αόριστος λύκος έσπερνε τον τρόμο, σκοτώνοντας 100 έως 130 ανθρώπους σε 250 επιθέσεις μεταξύ 1764 και 1767. Άλλα παρόμοια φαινόμενα, αλλά με μικρότερη ένταση, συγκλόνιζαν την ύπαιθρο κατά την διάρκεια του 18ου αιώνος, όπως και τα τόσα πολλά σημεία προπομποί των παράλογων «μεγάλων φόβων» που θα διατρέχουν την επαρχιακή Γαλλία κατά την αρχή της Γαλλικής Επαναστάσεως.

Η επιστροφή του αγρίου.

Θύματα μιας μεθοδευμένης εξοντώσεως, οι τελευταίοι λύκοι εξαφανίστηκαν από την γαλλική ύπαιθρο την δεκαετία του 1930. Χωρίς πλέον να θέτουν σε κίνδυνο τους ανθρώπους, η εικόνα τους έχει απομυθοποιηθεί και ηρεμήσει. Εγκαταλείποντας τα δάση, ο λύκος κατοικεί πλέον στις σελίδες των παιδικών βιβλίων. Το διάσημο «Βιβλίο της ζούγκλας» του Rudyard Kipling ή τα μυθιστορήματα του Αμερικανού συγγραφέως Jack London συμφιλιώνουν τον άνθρωπο και τον λύκο. Ζώντας σε μια ιεραρχική κοινότητα, βαθειά στο δάσος, ο λύκος εμπνέει έναν ολόκληρο συμβολισμό που δομεί και ζωντανεύει τις οργανώσεις νεολαίας και προσκόπων τον 20ο αιώνα.

Η πρόσφατη επιστροφή του στις περιοχές μας, μέσω των αντιπαραθέσεων που έχει προκαλέσει, δείχνει ότι τα παλιά πάθη δεν έχουν εξαφανιστεί. Όπως μας διδάσκει το βιβλίο του Michel Pastoureau, ο λύκος κατά τη διάρκεια των αιώνων δεν σταμάτησε ποτέ να καταδιώκεται, επειδή αντιπροσώπευε την άγρια φύση που έπρεπε να καταστρέφεται συνεχώς ή να εξημερώνεται όταν ανακτούσε τον χώρο της. Αυτός είναι αναμφίβολα ο λόγος για τον οποίο δεν είναι πλέον ευπρόσδεκτος στην εξημερωμένη φύση, όπου, υπό την πίεση των επαγγελματιών κτηνοτρόφων με τα 4×4, οι Νομάρχες φροντίζουν τώρα να περιορίσουν την επέκτασή του. Στο αντίπαλο στρατόπεδο, οι περιβαλλοντολόγοι, συνήθως άνθρωποι των πόλεων, υπερασπίζονται την επανεισαγωγή του λύκου, φανταζόμενοι έναν ειρηνικό και ακίνδυνο λύκο με μία πολύ Ρουσσω-ική οπτική, αρνούμενοι την ιστορική πραγματικότητα του μεγάλου θηρίου της δυτικής υπαίθρου για χιλιετίες…

Ο συγγραφέας Olivier Maulin θεώρησε σε ένα από τα χρονικά του ότι «η επιστροφή του λύκου, με τη νοημοσύνη του, την αίσθηση της ιεραρχίας και της πειθαρχίας του, την φροντίδα που έχει προς την κοινότητά του και την τεράστια εκπαίδευση που μεταδίδει στα παιδιά του, προσφέρει λίγο από αυτή την μεγαλοπρεπή αγριότητα που ο εκφυλισμένος πολιτισμός μας έχει περισσότερο από ανάγκη.» (Le populisme ou la mort, et autres chroniques, Ed. Via Romana, 2019).

Αυτός είναι αναμφίβολα ο λόγος για τον οποίο εμείς οι διαφορετικοί Ευρωπαίοι που έχουμε την «φύση ως βάση» αγαπάμε τους λύκους, των οποίων τα λαμπερά μάτια, μας θυμίζουν από πού προερχόμαστε και μας δείχνουν τον τρόπο να βλέπουμε καθαρά προς τον ανατέλλοντα ήλιο.

Benoît Couëtoux du Tertre

Πηγή: Institut Iliade.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *