Σύμφωνα με τον μύθο, ο τελευταίος Έλληνας -αλλά και ο πρώτος Δυτικός- που μυήθηκε στη σανσκριτική παράδοση, ήταν ο Γιαβαντσάρια, δηλαδή ο Ίωνας Δάσκαλος Πυθαγόρας. Δύο χιλιάδες χρόνια αργότερα, ένας νεαρός λόγιος με καταγωγή από την Αθήνα, έμελλε να είναι ο επόμενος που θα ταξίδευε στην Ινδία για να του φανερωθεί η άφατη σοφία του Κρίσνα. Αλλά αυτός δεν επέστρεψε ποτέ πίσω. Ο Δημήτριος Γαλανός πέθανε τρία χρόνια μετά την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους, στη δυτική όχθη του Γάγγη, στο Βαρανάσι ή Μπεναρές, την αρχαιότερη πόλη του κόσμου (κατοικείται αδιάλειπτα εδώ και 35 αιώνες) και ιερή πρωτεύουσα του Ινδουισμού για ένα δισεκατομμύριο πιστούς: η θολερή της όψη δεν είναι τίποτα άλλο από την γήινη αντανάκλαση της Αιώνιας και Αιθέριας Πόλης, που βρίσκεται στην αιχμή της τρίαινας που κρατάει ο θεός Σίβα. Ο Γαλανός είχε την ευλογία να μορφωθεί από φωτισμένους δασκάλους, όπου υπήρχαν θύλακες για την πνευματική κληρονομιά του Ελληνισμού, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας (Αθήνα, Μεσολόγγι, Πάτμος, Κωνσταντινούπολη). Έμαθε αρχαία ελληνικά και λατινικά, μελέτησε με πάθος τους προσωκρατικούς φιλοσόφους και σπούδασε βυζαντινή μουσική. Στην Πόλη, το εμβληματικό σταυροδρόμι των πολιτισμών, γνώρισε έναν εμπορικό αντιπρόσωπο που δραστηριοποιούνταν στις Ινδίες και όταν εκείνος τον προσκάλεσε να δουλέψει ως δάσκαλος των παιδιών των Ελλήνων εμπόρων που ζούσαν στην περιφέρεια της Καλκούτας, ο Γαλανός δέχθηκε χωρίς δισταγμό -σαν να ήταν καρμική επιταγή… 

Όταν έφθασε στην Βεγγάλη, ήταν 26 ετών και πολύ γρήγορα απαλλάχθηκε από τις φαναριώτικες φορεσιές που δεν ήταν ούτε ελληνικές, ούτε ανατολίτικες, ούτε δυτικές και ντύθηκε με kurta (πουκαμίσα χωρίς κολάρο), dhoti (ύφασμα που τυλίγεται στη μέση και καλύπτει τα πόδια), αλλά και pagri (τουρμπάνι). Για τις επόμενες πέντε δεκαετίες της ζωής του θα ταξίδευε, θα μελετούσε και θα βίωνε τα μυστήρια της ινδουιστικής φιλοσοφίας, φανερώνοντας μια μεταφυσική οικειότητα -λες και ήθελε να δικαιώσει τον Μεγασθένη, που έγραφε για την εμφάνιση του Διονύσου στους τόπους αυτούς, έξι χιλιάδες χρόνια πριν τον Αλέξανδρο. Αυτοί οι «πρωτοέλληνες» (Yavanas) για τους οποίους διάβασε στην Mahabharata και οι οποίοι έχασαν με τα χρόνια το προνόμιο να σπουδάζουν τις Βέδες, ήταν άλλωστε, το κίνητρο για να μάθει σανσκριτικά και να ξεκινήσει το κολοσσιαίο έργο της μετάφρασής τους στα ελληνικά, εγκαινιάζοντας έναν αυθεντικό, διαπολιτισμικό διάλογο, την εποχή που ελάχιστοι μπορούσαν να διαβάσουν ελληνικά, ενώ οι Ευρωπαίοι εξακολουθούσαν να περιφρονούν τον πνευματικό θησαυρό της Ινδίας. Στις σημειώσεις του, στο περιθώριο της μετάφρασης του επικολυρικού «Θεσπέσιου Τραγουδιού» (Μπαγκαβάντ Γκίτα) δεν παρέλειπε να επικαλείται τον Ισοκράτη. Οι Βραχμάνοι, ωστόσο, δεν ένιωσαν ποτέ να απειλείται η ορθοδοξία τους. Τουναντίον, τον υποδέχτηκαν σαν μπούντα (=σοφός), παρά το ότι δεν ασπάστηκε ποτέ τον Ινδουισμό. Ο Γαλανός δεν υπήρξε ο τυπικός αναχωρητής, ούτε μαθητευόμενος γιόγκι. Αντιμετώπισε τη χώρα που τον φιλοξένησε με ελληνοπρεπή ορθολογισμό, αλλά και απεριόριστο σεβασμό στο πνευματικό της κεφάλαιο. Κατά τη διάρκεια του Επαναστατικού Αγώνα, ζητούσε από τους συγγενείς του να μαθαίνει τις εξελίξεις και μετά την Ανεξαρτησία δώρισε το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας του για τη δημιουργία της Εθνικής Βιβλιοθήκης. Γιατί, όπως εξηγούσε σε μια επιστολή προς τον ανιψιό του, ιδίως μετά την απελευθέρωση της χώρας, σημασία έχει να μην έχει κανείς «μυαλό σκλάβου».

Πηγή: Andro.gr (Νικήτας Πήλιουρας)

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *